Στην Πανούκλα, στο πιο εμβληματικό του μυθιστόρημα, ο Αλμπέρ Καμύ, σχεδόν προφητικά, γράφει «Δεν υπήρχαν πια τότε προσωπικά πεπρωμένα, αλλά μια συλλογική υπόθεση που ήταν η πανούκλα και αισθήματα που τα μοιράζονταν όλοι». Στην εποχή του «κορωνοϊού», ίσως ποτέ ξανά στην σύγχρονη μεταπολεμική ιστορία της ανθρωπότητας, η συλλογική μοίρα και το αγαθό της δημόσιας υγείας, δεν εξαρτιόταν τόσο από την ατομική στάση και συμπεριφορά.

Δεν εξαρτιόταν τόσο από την ανάγκη υπακοής και εφαρμογής από τους πολίτες των μέτρων που υπαγορεύει το θεσμικό σύστημα της κοινωνίας, η «βασική δομή» (“basic structure”) κατά τον μεγαλύτερο πολιτικό φιλόσοφο του 20ου αιώνα, John Rawls. Μια εφαρμογή που για να είναι επαρκώς αποτελεσματική, δεν αρκεί μόνο το στοιχείο του νομικού εξαναγκασμού. Απαιτείται ο πραγματικός ενστερνισμός της ανάγκης συμμόρφωσης από τους πολίτες συνολικά και από το κάθε άτομο ξεχωριστά, υπό ένα πρίσμα απόλυτης αμοιβαιότητας – αμοιβαίας εμπιστοσύνης και αμοιβαίου σεβασμού.

Πρόκειται για μία περίοδο που υπογραμμίζει εμφατικά την ενότητα της ανθρώπινης φύσης, την αλληλεξάρτηση και το κοινό πεπρωμένο των συμβαλλόμενων μελών της κοινωνίας, σε όλες της τις κλίμακες, από τον πυρήνα της οικογένειας μέχρι την παγκόσμια κοινότητα. Ποτέ το συλλογικό δεν ήταν τόσο εμφανώς άρρηκτα συνδεδεμένο με το ατομικό. Ποτέ η μοίρα του κάθε ενός από εμάς, της μητέρας μας, του φιλάσθενου παιδιού μας, του ηλικιωμένου παππού δεν ήταν τόσο απροκάλυπτα δεμένη με τη μοίρα και τη στάση, του φίλου, του συναδέλφου, του κάθε άγνωστου συνεπιβάτη στο μετρό, του κάθε «ξένου», χρησιμοποιώντας τον τίτλο ενός άλλου μνημειώδους έργου του Αλμπέρ Καμύ. Και ποτέ ξανά η στάση και η συμπεριφορά του κάθε πολίτη δεν είχε τόσο μεγάλη δυνητική επιρροή στους οικονομικούς δείκτες της κοινωνίας.

Αυτή, ωστόσο, η αναμφισβήτητα δύσκολη εποχή, θεωρώ ότι μπορεί να έχει μία απολύτως θετική συμβολή στη θεωρητική αναβάθμιση του κατά κοινή ομολογία εξαιρετικά παραμελημένου, στο πεδίο της πολιτικής φιλοσοφίας και της φιλοσοφίας δικαίου, ιδεώδους της κοινωνικής αλληλεγγύης, επαναπροσδιορίζοντας τον τρόπο πραγμάτωσης του διάσημου συνθήματος της Γαλλικής Επανάστασης στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, με όρους σαφώς πιο αλληλέγγυους. Κι αυτό διότι δύναται να λειτουργήσει ως “case study”, ως μία περιπτωσιακή, δηλαδή, μελέτη, που αποτυπώνει με μεγάλη ευστοχία το πώς η εν λόγω έννοια δύναται να νοηματοδοτηθεί ως πολιτικό ιδεώδες, αποσυνδέοντάς της από το συναίσθημα και την προαίρεση, με τα οποία παραδοσιακά τη συνδέουν και τη συγχέουν και τα οποία της αποστερούν την αξίωση για υποχρεωτικότητα και δεσμευτικότητα.

Η εποχή της πανδημίας καταδεικνύει με μεγάλη ευρωστία ότι η κοινωνική αλληλεγγύη δεν εξαντλείται στη σφαίρα της προσωπικής ηθικής. Ούτε σε πολιτικές επιδοματικής φύσης μονόδρομης κατεύθυνσης από τους «πλεονεκτούντες» στους «μειονεκτούντες» της κοινωνίας, στο πλαίσιο, για παράδειγμα, του αναμφισβήτητα σημαντικού δομικού θεσμού του κράτους-πρόνοιας. Αντίθετα, θεμελιώνει μία απόλυτα αμφίδρομη σχέση μεταξύ των συμβαλλόμενων μελών και δύναται να συγκροτήσει μία πολιτική αρχή από την οποία απορρέουν δικαιώματα και υποχρεώσεις, ισότιμη με αυτήν της ισότητας και της ελευθερίας, που από κοινού συγκροτούν το διάσημο επαναστατικό τρίπτυχο. Όμως, ενώ οι δύο πρώτες έννοιες, έχουν καθιερωθεί ως θεμελιώδεις αρχές δικαιοσύνης και έχουν ισχυρή θέση στις σύγχρονες θεωρίες δημοκρατίας, δεν συμβαίνει το ίδιο με την αδελφοσύνη.

Η τελευταία, συνήθως, γίνεται αντιληπτή ως αρχή που εναπόκειται στο προσωπικό συναίσθημα και ατομική ηθική και κατ’ επέκταση φέρεται να έχει προαιρετικό χαρακτήρα, ενώ η όποια δεσμευτική χροιά της, θεμελιώνεται περισσότερο στη βάση υποκειμενικών πολιτικών πεποιθήσεων, ιδεολογικών καταβολών και μεταφυσικών ηθικών ενοράσεων, παρά αντικειμενικών κριτηρίων δικαιοσύνης. Παρά την ευρεία, έως και καταχρηστική θα έλεγε κανείς, κοινή χρήση του όρου, σπάνια έχει αποτελέσει αντικείμενο μιας λεπτομερούς και εξειδικευμένης φιλοσοφικής πολιτικής θεωρίας. Εξαιρώντας διανοητές όπως τους J.Haberbas και A.Honneth της γερμανικής θεωρητικής παράδοσης, στις κύριες τάσεις της αγγλόφωνης πολιτικής φιλοσοφίας είναι εκκωφαντικά απούσα.

Ως πολιτικό ιδεώδες, λοιπόν, στα χρόνια του κορωνοϊού, το περιεχόμενό της δεν έχει σε τίποτα να κάνει με τον αλτρουισμό και τη φιλανθρωπία. Ούτε πρόκειται για μία αόριστη και αφηρημένη, αμφίσημη και συγκεχυμένη ιδέα. Αντίθετα συνιστά μία απόλυτα αυθύπαρκτη έννοια με σαφή και συγκεκριμένο περιεχόμενο, με θεσμική διάσταση και νομικά προσδιορισμένες επιταγές. Το περιεχόμενο αυτό προσδιορίζεται από το στοιχείο της ενότητας, της συλλογικής ευθύνης, της συνεργατικότητας, της μέριμνας για τα ευάλωτα μέλη της κοινωνίας, αλλά πριν και πάνω από όλα από το στοιχείο της αμοιβαιότητας, ενώ οι επιταγές της αφορούν στην εφαρμογή και ενστερνισμό των όσων υπαγορεύουν οι θεσμοί της πολιτείας.

Κι αυτό διότι είναι προφανές, ότι το ιδεώδες πάνω στο οποίο η πολιτική εξουσία εδράζει την υποχρέωση εφαρμογής των μέτρων για την πανδημία από τους πολίτες, δεν είναι ούτε η ισότητα ούτε η ελευθερία, αλλά αυτό της κοινωνικής αλληλεγγύης. Στο όνομα αυτής είναι που οφείλουμε ως πολίτες να συμμορφωθούμε με τα όσα προτάσσουν οι σχετικοί εξουσιοδοτημένοι θεσμοί της πολιτείας. Αλλά και αντίστροφα, το ιδεώδες της κοινωνικής αλληλεγγύης στην εν λόγω συγκυρία δεν υπαγορεύει στον κάθε πολίτη την επίδειξη συμπόνιας και οίκτου, την εθελοντική προσφορά υπηρεσιών, την εκδήλωση αγαθοεργών πράξεων. Αυτά όλα αναμφισβήτητα έχουν θετικό πρόσημο, ωστόσο δεν έχουν θέση στη σφαίρα της πολιτικής της διάστασης που εδώ είναι το κρίσιμο. Αυτό που απαιτεί το ιδεώδες της κοινωνικής αλληλεγγύης ως πολιτική αρχή είναι σαφές και ξεκάθαρο: τη συμμόρφωση με τα μέτρα των θεσμών της κοινωνίας. Τίποτα παραπάνω, αλλά, από την άλλη, τίποτα λιγότερο.

Μια πανδημία, αν και τρομερή, υπογραμμίζει το κοινό μας πεπρωμένο, με τρόπο που μόνο η τραγωδία μπορεί. Η αναγκαιότητα, ωστόσο, για κοινωνική αλληλεγγύη, υπό το πρίσμα που περιγράφηκε παραπάνω, δεν έχει να κάνει, όμως, μόνο με πανδημίες και θανατηφόρους ιούς. Βρίσκεται εκεί έξω κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε εποχή σε κάθε κοινωνία. Οι πανδημίες είναι περισσότερο από περιστασιακές απειλητικές καταστάσεις στους επιφανειακά ήρεμους παγκόσμιους ορίζοντες, αποτυπώσεις του σύγχρονου πολιτικού και κοινωνικού κόσμου. Σε αυτό το σημείο άλλωστε έγκειται και η ομορφιά της αλληγορικής Πανούκλας του Καμύ, για τον «μαύρο θάνατο» που αποδεκάτισε τη μεσαιωνική Ευρώπη, καθώς αυτό που τελικά ζητά από τον αναγνώστη είναι να χαρτογραφήσει τα διδάγματα της πανδημίας στην καθημερινή ζωή.

Στον επίλογο του προφητικού αριστουργήματος, ο γιατρός εκφράζει τη βεβαιότητα ότι «ο βάκιλος της πανούκλας δεν πεθαίνει ούτε εξαφανίζεται ποτέ, πως μπορεί να μείνει δεκάδες χρόνια κοιμισμένος μέσα στα έπιπλα και τα ρούχα[…] και πως ίσως θα ερχόταν μια μέρα που για την δυστυχία και την γνώση των ανθρώπων η πανούκλα θα ξυπνούσε τα ποντίκια της και θα τα έστελνε να ψοφήσουν σε μία ευτυχισμένη πόλη». Στην εποχή του κορονοϊού, η ανθρωπότητα σταδιακά θα αποκτήσει τη γνώση. Αν τη χρησιμοποιήσει σωστά, ενεργώντας στο πλαίσιο της επίγνωσης της κοινωνικής αλληλεγγύης, η «ευτυχισμένη πόλη» θα υπάρξει ξανά.

Νατάσα Κόρδου, Πολιτικός Επιστήμονας – Υποψ. Διδάκτωρ Πολιτικής Φιλοσοφίας
Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης Παν/μίου Αθηνών