Δεν είχαν σταματήσει οι δολοφονικές επιθέσεις τζιχαντιστών στη Γαλλία και σ’ αυτές ήρθαν να προστεθούν οι επίσης απεχθείς και βάρβαρες δολοφονίες στη Βιέννη. Και αύριο ποιος ξέρει πού αλλού. Κανείς δεν είναι σίγουρος τι μπορεί να του συμβεί ανά πάσα στιγμή. Η δίκαιη οργή των ευρωπαίων πολιτών ξεχειλίζει. Ο φόβος πλέον επεκτείνεται παντού. Πώς να αντιδράσει η Ευρώπη; Να αντιπαραθέσει τις αξίες της σ’ αυτές των δολοφόνων. Μέχρι εδώ συμφωνούμε όλοι. Πώς όμως υπερασπίζεται κανείς αυτές τις αξίες; Εδώ ξεκινούν οι μεγάλες διαφορές.

Από τη μια στέκονται όσοι στην απύθμενη βία και το μίσος των δολοφόνων αντιπαραθέτουν τη φτώχεια, την αποικιοκρατία, τα κοινωνικά γκέτο στα οποία ζουν οι μουσουλμάνοι. Λες και όλοι οι πτωχοί γίνονται δολοφόνοι ή λες και οι δολοφόνοι είναι όλοι πτωχοί. Από την άλλη στοιχίζονται αυτοί που ζητούν να εκδιωχθούν από την Ευρώπη όλοι όσοι δεν αποδέχονται «μέχρι κεραίας τα ανθρώπινα δικαιώματα, την αποχή από τη βία, τη δημοκρατία». Ζητούν δηλαδή να απαντήσει η Δημοκρατία με βαρβαρότητα στη βαρβαρότητα των δολοφόνων. Το πρόβλημα δεν επιλύεται ούτε με μεγάλες λέξεις για την Ευρώπη της ανοχής, ούτε με την επίκληση της αστυνομίας της σκέψης και της δυναμικής απάντησης.

Πολλοί ζητούν πόλεμο. Αλλά με ποιον; Οχι μόνο με τους τζιχαντιστές αλλά με ολόκληρο το ισλάμ και όλους τους μουσουλμάνους. Δεν υπάρχει μετριοπαθές ισλάμ ισχυρίζονται. Κηρύττουν έτσι έναν ιερό πόλεμο κατά αυτών που ονειρεύονται τον ιερό πόλεμο-τζιχάντ. Θέλουν θρησκευτικό πόλεμο στο όνομα της προάσπισης των ευρωπαϊκών αξιών. Ετσι φουντώνουν οι φωνές που ζητούν η Ευρώπη να ελέγχει με πιστοποιητικά φρονημάτων τους πολίτες της. Ζητούν να συλλαμβάνονται και να εκδιώκονται πολίτες μόνο με την υποψία ότι δεν πιστεύουν τα ίδια με εμάς. Θέλουν να σκοτώσουν το τέρας με το να του μοιάσουν. Ζητούν να υπερασπίσουν τον Βολταίρο και τον Διαφωτισμό με όπλα τον Ζόζεφ ντε Μεστρ και τον αντιδιαφωτισμό. Ζητούν η απαραίτητη αρχή της ασφάλειας να μετατραπεί σε αρχή ελέγχου μιας ολόκληρης κατηγορίας πολιτών μουσουλμανικής πίστης. Είναι η ενοχοποίηση ολόκληρων κοινωνικών ομάδων υπεράσπιση του δυτικού πολιτισμού; Είναι αυτό ευρωπαϊκή απάντηση;

Με ελαφριά την καρδιά και το μυαλό χαρακτηρίζεται ανόητος όποιος θεωρεί πως ενώ η απάντηση στους δολοφόνους είναι μία, καταδίκη τους από το κράτος δικαίου και τις συνειδήσεις των πολιτών, από την άλλη η αντιμετώπισή τους δεν βρίσκεται στον πόλεμο θρησκειών και πολιτισμών. Ενας τέτοιος πόλεμος αποτελεί την απόλυτη δικαίωση του δολοφόνου που πριν σκοτώσει κράζει «Αλλάχου ακμπάρ». Αυτός δεν έχει να χάσει τίποτα από έναν τέτοιο πόλεμο. Αντιθέτως ζει, σκοτώνει και πεθαίνει γι’ αυτόν. Αυτοί που έχουν να χάσουν είναι αυτοί που όπως έλεγαν οι στίχοι ενός ροκ τραγουδιού την εποχή του ολοκληρωτισμού στην Πολωνία «την ελευθερία αγαπώ και την καταλαβαίνω». Οσοι ζητούν να απαντήσει με θρησκευτικό πόλεμο η Ευρώπη, ούτε αγαπούν την ελευθερία ούτε την καταλαβαίνουν.

Μπορείς βεβαίως να διώξεις από την Ευρώπη όλους τους μουσουλμάνους, όλους όσοι νομίζεις ότι δεν αποδέχονται τις αξίες της ή μπορεί ακόμη και να τους στοιβάξεις σε στρατόπεδα εξόντωσης. Θα είσαι όμως τότε Ευρώπη; Ποιες ευρωπαϊκές αξίες θα εκφράζεις τότε υπερασπίζοντας την ελευθερία με την ανελευθερία; Η απάντηση στο μίσος των τζιχαντιστών δεν μπορεί να είναι η κατάργηση του κράτους δικαίου, αλλά η προάσπισή του.

Αν οι φιλελεύθερες δημοκρατίες απαντήσουν με πόλεμο, στο δικό τους έδαφος, τότε θα κάνουν μεγάλη χάρη στους τζιχαντιστές. Η ενοχοποίηση μιας θρησκείας εξ ολοκλήρου – όποια και να είναι αυτή – στρώνει τον δρόμο στην καλλιέργεια του μίσους κατά όλων των θρησκειών αλλά και κατά όλων των ιδεολογιών. Το επόμενο βήμα στη γενική απαξίωση των μουσουλμάνων είναι η απαξίωση όλων των χριστιανών, όλων των άθεων, όλων των αγνωστικιστών, όλων των ανθρώπων γενικά. Είναι δηλαδή η μετατροπή των κοινωνιών σε ζούγκλες. Η ευκολία κάποιων να στοχοποιούν ολόκληρες κοινωνικές ομάδες αποτελεί το μονοπάτι που οδηγεί στην κυριαρχία του μίσους και του φόβου από τον άλλον.

Τελικά η ένταξη στην Ευρώπη προϋποθέτει την αποδοχή των αξιών της Ευρώπης; Και «όποιου του αρέσει, όποιου δεν του αρέσει, να μην έρθει εδώ ή να φύγει». Και αυτή η άποψη πλασάρεται ως αυτονόητη, εύλογη και ευρωπαϊκή απάντηση στη δράση των τζιχαντιστών δολοφόνων. Δεν είναι όμως ούτε αυτονόητη ούτε εύλογη και πολύ περισσότερο ευρωπαϊκή. Η Ευρώπη έχει ένα όπλο για την αντιμετώπιση της βίας, τον νόμο. Πολίτες και κράτος οφείλουν να τηρούν τον νόμο. Αν τον παραβιάζει το κράτος, τότε οι πολίτες πρέπει να αγωνίζονται για την επαναφορά του κράτους δικαίου. Αν τον παραβιάζουν οι πολίτες, τότε αυτοί θα αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της παραβίασής του. Για παράδειγμα, η κακοποίηση των γυναικών λόγω του φύλου τους, η πρόσκληση σε βίαιες ενέργειες, οι δολοφονίες από οποιονδήποτε και αν προέρχονται δεν χρειάζονται κάποιον πόλεμο για να τιμωρηθούν. Τις τιμωρεί ο νόμος έτσι και αλλιώς. Αν ο νόμος δεν επαρκεί στις νέες συνθήκες ας τον αλλάξουμε, όπως προτείνει ο Ζιλ Κεπέλ, και παράλληλα ας ενισχυθούν και οι αντιτρομοκρατικές υπηρεσίες. Δεν χρειάζεται κανένας πόλεμος πολιτισμών και θρησκειών για να συμβεί αυτό. Ολα τα άλλα δεν συνάδουν με καμία δυτική αξία.

Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας, συγγραφέας.