Η βροχή είναι καθοριστικός παράγοντας για τη δημιουργία των ορεινών όγκων – αυτό αποδεικνύουν τα αποτελέσματα πρόσφατης έρευνας επιστημόνων από το Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, τα οποία δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση «Science Advances» και φαίνεται ότι βάζουν τέλος σε μία πολύχρονη επιστημονική διαμάχη των γεωλόγων.

Προς λύση μία επιστημονική διαφωνία δεκαετιών

Οι ερευνητές είχαν καταδείξει στο παρελθόν ότι η βροχή συμβάλλει στον σχηματισμό ποταμιών τα οποία «σμιλεύουν» την επιφάνεια των βουνών κι ως εκ τούτου καθορίζουν τη μορφή τους. Ωστόσο μια μερίδα της επιστημονικής κοινότητας εκτιμούσε επίσης ότι η βροχή διαβρώνει τα πετρώματα των ορεινών όγκων ευνοώντας την ανάδυση ορεινών όγκων μέσω της τεκτονικής δραστηριότητας.

Τα πρόσφατα αποτελέσματα αποδεικνύουν ότι πράγματι αυτό συμβαίνει, κάτι το οποίο είναι εξαιρετικά σημαντικό αφού έτσι συνδέεται το κλίμα με τη γεωλογική δραστηριότητα τα οποία από κοινού διαμορφώνουν το γεωλογικό τοπίο.

«Οι δύο αυτές θεωρίες “συγκρούονται” επί δεκαετίες επειδή οι μετρήσεις οι οποίες ήταν απαραίτητες για την απόδειξη τους είναι εξαιρετικά περίπλοκες. Αυτό ακριβώς είναι που κάνει την ανακάλυψη τόσο ενδιαφέρουσα, επειδή ενισχύει με ισχυρό τρόπο την υπόθεση ότι η ατμόσφαιρα και οι γεωλογικές διεργασίες συνδέονται στενά μεταξύ τους» σημείωσε ο Δρ. Μπάιρον Άνταμς, ερευνητής στο Ινστιτούτο Κάμποτ για το Περιβάλλον και πρώτος συγγραφέας της δημοσίευσης.

Πραγματοποιώντας μετρήσεις στα Ιμαλάια

Οι ερευνητές πραγματοποίησαν τις μετρήσεις τους στα Ιμαλάια στο ύψος του Μπουτάν και του Νεπάλ, περιοχές οι οποίες προσφέρονται για μελέτες διάβρωσης των πετρωμάτων. Η μέθοδός τους βασίστηκε στην χρονολόγηση κόκκων εδάφους στις πλαγιές της οροσειράς, η επιτυχία της οποίας οφείλεται στη μέτρηση της ποσότητας ενός σπάνιου χημικού στοιχείου που προκύπτει έπειτα από τη σύγκρουση μορίων προερχόμενων από το Διάστημα με την επιφάνεια της Γης.

Η χρονολόγηση αυτή επέτρεψε στους επιστήμονες να διερευνήσουν τον ρυθμό με τον οποίο διαβρώνεται το έδαφος. Έπειτα οι επιστήμονες συσχέτισαν τα αποτελέσματα της χρονολόγησης αυτής τόσο με τη βροχόπτωση ανά περιοχή όσο και με χαρακτηριστικά των ποταμιών τα οποία είχαν σχηματιστεί στην υπό μελέτη περιοχή. Τέλος, με τη βοήθεια μοντέλων οι ερευνητές συσχέτισαν την βροχόπτωση με τον βαθμό διάβρωσης του εδάφους όσο και την τεκτονική δραστηριότητα στην περιοχή.

Τα μοντέλα αυτά κατάφεραν να προβλέψουν τον βαθμό διάβρωσης σε περιοχές όπου αρχικά δεν είχαν πραγματοποιηθεί μετρήσεις. «Τα ευρήματά μας συμβάλλουν στο να εκτιμήσουμε κατά πόσο οι μετακινήσεις στα τεκτονικά ρήγματα ενδέχεται να συσχετίζονται με το τμήμα του εδάφους του οποίου η διάβρωση οφείλεται σε κλιματικά φαινόμενα» σημείωσε σε σχετικές δηλώσεις του ο καθηγητής Γεωλογίας στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνα Κέλιν Γουίπλ, ο οποίος συμμετείχε στη δημοσίευση.

Η ανακάλυψη αυτή αναμένεται να ανοίξει έναν νέο κύκλο ερευνών, ο οποίος θα επικεντρώνεται στο πώς οι πληθυσμοί οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στις παρυφές παρόμοιων ορεινών όγκων μπορούν να επηρεαστούν από τη διάβρωση που έχει σχέση με ατμοσφαιρικά φαινόμενα.