Η Ευρώπη οφείλει να δείξει ότι μπορεί «να ξεπεράσει τον εαυτό της σε μία κατάσταση έκτακτης ανάγκης» όπως αυτή του κορωνοϊού και να συμφωνήσει το αργότερο μέχρι τον Οκτώβριο στον επόμενο κοινοτικό προϋπολογισμό και στο Ταμείο Ανάκαμψης, δηλώνει στη συνέντευξή του στο «Βήμα» ο Ερνστ Ράιχελ. Ο πρεσβευτής της Γερμανίας, που ανέλαβε από την 1η Ιουλίου την προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ, ομιλεί για την ανάγκη οι Ευρωπαίοι να παραμείνουν ενωμένοι διότι οι υπόλοιποι διεθνείς παίκτες «θα εκμεταλλεύονται τις αδυναμίες μας». Καθιστά επίσης σαφές ότι οι ευρωτουρκικές σχέσεις θα απασχολήσουν τη γερμανική προεδρία. «Ελπίζουμε να μπορέσουμε να εκμεταλλευτούμε το γεγονός ότι η Γερμανία διατηρεί ακόμη έναν δίαυλο επικοινωνίας με την Τουρκία προς όφελος της Ελλάδας και της ΕΕ συνολικά» υπογραμμίζει.

 

Υποθέτω ότι η πανδημία ανάγκασε τη Γερμανία να αλλάξει τις προτεραιότητες της προεδρίας της για το δεύτερο εξάμηνο του 2020. Θα μπορούσατε να τις περιγράψετε;

«Εχετε δίκιο. Στα ήδη γνωστά και κατεπείγοντα θέματα της ΕΕ έρχονται να προστεθούν και άλλα ως αποτέλεσμα της πανδημίας του κορωνοϊού, τα οποία δεν επιδέχονται αναβολή. Συγχρόνως, τα όργανα του Συμβουλίου δεν εργάζονταν στην ΕΕ έως τώρα με φυσική παρουσία και εξαιτίας αυτού η δυναμικότητα ήταν κατά πολύ μειωμένη. Κατά συνέπεια απαιτείται μία πιο αυστηρή ιεράρχηση των θεμάτων. Οι χρονικά καθοριστικές αποφάσεις πρέπει να έχουν προτεραιότητα. Για τον λόγο αυτόν προβλέπουμε ότι τον Ιούλιο το επονομαζόμενο «Ταμείο Ανάκαμψης», η διάθεση δηλαδή 750 δισ. ευρώ για την άμβλυνση των συνεπειών της πανδημίας, θα αποτελέσει το κύριο θέμα. Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό και για την Ελλάδα να επιτευχθεί γρήγορα μία συμφωνία στο ζήτημα αυτό. Μετά τη θερινή διακοπή, τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο, θα βρεθούν στο επίκεντρο οι διαπραγματεύσεις για τη μελλοντική σχέση με το Ηνωμένο Βασίλειο. Διότι εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία, η οικονομία θα υποστεί περαιτέρω πλήγμα. Εξάλλου το Ηνωμένο Βασίλειο αρνείται κατηγορηματικά τη χρονική επιμήκυνση της μεταβατικής περιόδου που χάθηκε λόγω της πανδημίας. Ετσι, είμαστε «καταδικασμένοι» να επιτύχουμε τον Σεπτέμβριο/Οκτώβριο. Μόνο μετά από αυτό θα μπορέσουμε να στραφούμε και σε άλλα καίρια ζητήματα, όπως η μεταναστευτική πολιτική, η πολιτική για το κλίμα, δηλαδή προτάσεις για ένα πράσινο συμβόλαιο, το κράτος δικαίου, η πολιτική διεύρυνσης και άλλα πολλά».

Οσον αφορά την πανδημία, ποιες προτεραιότητες τίθενται; Πρέπει η ΕΕ να υιοθετήσει μια κοινή πολιτική στον τομέα της υγείας;

«Ενας σημαντικός στόχος είναι μία πιο κοινή αντίδραση σε υγειονομικά ζητήματα έκτακτης ανάγκης. Εχω την εντύπωση ότι αυτό πρέπει να συζητηθεί. Ενα πρώτο συμπέρασμα είναι πως η εξάρτηση της Ευρώπης από εισαγωγές φαρμάκων, τα πρόδρομα προϊόντα αυτών ή από τα ιατρικά υλικά πρέπει να περιοριστεί. Οφείλουμε για παράδειγμα να εξασφαλίσουμε ότι δεν θα υπάρξει ένας εγωιστικός αγώνας δρόμου για το ποιος θα έχει πρώτος πρόσβαση στο εμβόλιο κατά της Covid και κατά τον οποίο θα κερδίσει ο πλουσιότερος και ο πιο αδίστακτος, αλλά θα διατεθεί παγκοσμίως με τρόπο δίκαιο. Αυτός ήταν και ο σκοπός της διεθνούς διάσκεψης δωρητών στα τέλη Απριλίου, εκ των εμπνευστών της οποίας ήταν και η ομοσπονδιακή καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ, κατά την οποία συγκεντρώθηκαν δωρεές ύψους 7,4 δισ. ευρώ. Αλλά και στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας του μέλλοντος, η Ευρώπη δεν θα πρέπει να οδηγηθεί σε μία σχέση εξάρτησης από ομίλους επιχειρήσεων με μονοπωλιακό χαρακτήρα».

Ενώπιόν της βρίσκεται μια δύσκολη συζήτηση για τον επόμενο προϋπολογισμό της ΕΕ και το «Ταμείο Ανάκαμψης». Η Γερμανία ανέλαβε μαζί με τη Γαλλία την πρωτοβουλία να προτείνει ένα φιλόδοξο «Ταμείο Ανάκαμψης». Υπάρχει αισιοδοξία στο Βερολίνο ότι αυτές οι διαπραγματεύσεις θα ολοκληρωθούν εγκαίρως ή ανησυχία ότι θα συνεχιστούν για άγνωστο χρονικό διάστημα λόγω των ισχυρών επιφυλάξεων των «φειδωλών τεσσάρων»;

«Θα ήθελα να τονίσω ακόμη μία φορά: Μία πολιτική συμφωνία για το «Ταμείο Ανάκαμψης» και το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο, το οποίο η ΕΕ ονομάζει «Ευρωπαϊκή Ενωση νέας γενιάς», θα πρέπει να επιτευχθεί τον Ιούλιο. Διαφορετικά δεν θα υπάρξουν μόνο καθυστερήσεις στη διάθεση των επειγόντως αναγκαίων κονδυλίων, αλλά θα πληγεί και η εικόνα της ΕΕ. Η ΕΕ οφείλει να δείξει ότι είναι σε θέση να ξεπεράσει τον εαυτό της σε μία κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Πιστεύω ότι όλοι οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων των κρατών-μελών της ΕΕ πρέπει να κατανοήσουν την ευθύνη αυτή. Γι’ αυτό είμαι αισιόδοξος. Θα υπάρξουν ολονύχτιες και μαραθώνιες διαπραγματεύσεις, αλλά στο τέλος θα επιτευχθεί συμφωνία πριν τις θερινές διακοπές».

Ο διατλαντικός σύνδεσμος φαίνεται να έχει υποστεί σοβαρό πλήγμα υπό την κυβέρνηση Τραμπ. Πώς σκοπεύει η Γερμανία να το διορθώσει; Πώς επηρεάζει αυτό το πλήγμα τις σχέσεις ΕΕ – Κίνας ή ΕΕ – Ρωσίας;

«Δεν πιστεύω ότι ήρθε ακόμη η χρονική στιγμή για να μιλήσουμε για μία δύσκολη και ως εκ τούτου μόνιμη διατάραξη των διατλαντικών σχέσεων. Οι σχέσεις αυτές είναι και για τις δύο πλευρές σημαντικές, έτσι ώστε να μην παραιτηθούμε (από αυτές), εφόσον επίκεινται και οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ. Δεν σημαίνει πως ό,τι ειπωθεί και συμβεί κατά τη διάρκεια του προεκλογικού αγώνα πρέπει να έχει και συνέχεια. Εξάλλου, η βελτίωση των όντως περίπλοκων σχέσεων δεν αποτελεί καθήκον μόνο της Γερμανίας αλλά και ολόκληρης της δυτικής συνομοσπονδίας κρατών. Ωστόσο, ένα μόνιμο συμπέρασμα των τελευταίων ετών και σε σχέση με την Κίνα και τη Ρωσία είναι ότι εμείς οι Ευρωπαίοι οφείλουμε επιτέλους να μάθουμε να είμαστε ενωμένοι και όχι διχασμένοι. Διότι μόνο όταν είμαστε ενωμένοι, όπως γίνεται ήδη στον τομέα της παγκόσμιας πολιτικής εμπορίου, μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις αυξανόμενες προκλήσεις με το απαιτούμενο κύρος, από όπου κι εάν προέρχονται. Σε περίπτωση που δεν παραμείνουμε ενωμένοι, δεν θα μας παίρνουν και πολύ στα σοβαρά, θα εκμεταλλεύονται τις αδυναμίες μας».

 

Το 2020 η Γερμανία είναι η τιμώμενη χώρα στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης. Τι σημαίνει αυτό το γεγονός για τις διμερείς σχέσεις;

«Η Διεθνής Εκθεση Θεσσαλονίκης θα έχει εφέτος μια ιδιαίτερη βαρύτητα, επειδή θα σημάνει την έναρξη της κοινής ανάκαμψης των οικονομιών μας μετά την κρίση του κορωνοϊού, στην οποία αναφερθήκαμε στην αρχή της συνομιλίας μας. Σε αυτή την οικονομική επανεκκίνηση η Γερμανία είναι ένας σημαντικός, ικανός και πρόθυμος εταίρος στην Ευρώπη, κάτι το οποίο θα μπορέσουν να δουν όλοι πολύ καθαρά στην Εκθεση αυτή. Μαζί με την Ελλάδα θέλουμε να δώσουμε ώθηση σε ζητήματα που αφορούν το μέλλον, όπως είναι η υγεία, το κλίμα, η πράσινη ενέργεια, η ψηφιακή οικονομία και η τεχνολογική καινοτομία. Εμείς οι Ευρωπαίοι μπορούμε να ξεπεράσουμε αυτή την κρίση μόνο όλοι μαζί. Αυτή είναι η βασική αρχή του «Ταμείου Ανάκαμψης», αλλά η ίδια αρχή διέπει σήμερα περισσότερο από ποτέ και τον ρόλο της Γερμανίας ως τιμώμενης χώρας στη ΔΕΘ. Γι’ αυτό και αποφασίσαμε να μην ακυρώσουμε τη συμμετοχή μας παρά τους περιορισμούς λόγω της πανδημίας».

«Το σύστημα ασύλου πρέπει να μεταρρυθμιστεί εκ βάθρων»

Πρόσφατα, το Βερολίνο και το Παρίσι κυκλοφόρησαν ένα κοινό non paper για την ευρωπαϊκή άμυνα. Μοιάζει πολλά υποσχόμενο, αναρωτιέται όμως κανείς τι είδους κοινή άμυνα οραματίζεστε, όταν η ΕΕ δεν μπορεί να σχηματίσει μια αξιόπιστη ναυτική δύναμη για την επιτήρηση του εμπάργκο όπλων στη Λιβύη και αφήνει τα ευρωπαϊκά πλοία να εκφοβίζονται, όπως απέδειξε το πρόσφατο παράδειγμα μεταξύ ενός ελληνικού και ενός τουρκικού πλοίου…

«Η δημιουργία μιας κοινής ευρωπαϊκής άμυνας απαιτεί μεγάλη υπομονή και αντοχή. Διότι αφενός η άμυνα αποτελεί τρόπον τινά την πεμπτουσία της εθνικής κυριαρχίας  – και για την Ελλάδα -, αφετέρου τα περισσότερα κράτη-μέλη της ΕΕ, όχι όμως όλα, είναι και μέλη του ΝΑΤΟ, το οποίο εξυπηρετεί ήδη τον σκοπό της κοινής άμυνας. Αυτό είναι ένα ζήτημα το οποίο σίγουρα δεν πρόκειται να λυθεί στη διάρκεια της γερμανικής προεδρίας. Ωστόσο είναι σημαντικό να συνεχίσουμε εντατικά τη συζήτηση και να κάνουμε βήματα προόδου. Οσον αφορά το επεισόδιο στη Μεσόγειο, στο οποίο αναφερθήκατε, η επιχείρηση «Ειρήνη» δεν είχε ποτέ στόχο την επιβολή επιθεωρήσεων σε πλοία υπό την απειλή όπλων. Το γεγονός ότι η Τουρκία απέτρεψε μια επιθεώρηση έχει επικριθεί έντονα σε πολλές συνομιλίες με την Τουρκία, ακόμα και σε υψηλότατο επίπεδο».

Τον περασμένο Μάρτιο, η Ελλάδα αντιμετώπισε μια υβριδική, οργανωμένη προσπάθεια στα χερσαία σύνορά της με την Τουρκία, όταν χιλιάδες μετανάστες προσπάθησαν να εισέλθουν με τη βία στην ελληνική επικράτεια. Είναι η Γερμανία πρόθυμη να εξετάσει μια βαθιά και σωστή επανεκτίμηση της συμφωνίας ΕΕ – Τουρκίας;

«Ο συνωστισμός μεταναστών στα σύνορα της Ελλάδας τον περασμένο Μάρτιο μας έδειξε τι μας περιμένει εάν δεν υπάρχει μια λειτουργική συμφωνία μεταξύ της ΕΕ και της Τουρκίας, διότι τότε η Τουρκία δεν θα έχει κανένα κίνητρο να κρατήσει στα εδάφη της τα τέσσερα εκατομμύρια πρόσφυγες και μετανάστες που ζουν σήμερα εκεί. Το βάρος που πράγματι επωμίζεται η Ελλάδα δεν είναι συνέπεια αυτής της συμφωνίας, αλλά του υφιστάμενου ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, το οποίο προβλέπει ότι οι διαδικασίες ασύλου εφαρμόζονται από την πρώτη χώρα εισόδου. Η γερμανική κυβέρνηση συμμερίζεται την ελληνική άποψη ότι το σύστημα αυτό πρέπει επειγόντως να μεταρρυθμιστεί εκ βάθρων και θέλει στη διάρκεια της γερμανικής προεδρίας να πετύχει σημαντικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Μια θεμελιώδης αρχή της μεταρρύθμισης αυτής πρέπει να είναι η αλληλεγγύη εντός της ΕΕ και η ελάφρυνση των κρατών στη νότια περιφέρειά της. Η Ελλάδα και η Γερμανία μοιράζονται τις ίδιες απόψεις σε αυτό το θέμα και συνεργαζόμαστε πολύ στενά. Γενικά ελπίζουμε να μπορέσουμε να εκμεταλλευτούμε το γεγονός ότι η Γερμανία διατηρεί ακόμα έναν δίαυλο επικοινωνίας με την Τουρκία προς όφελος της Ελλάδας και της ΕΕ συνολικά».

Είμαι βέβαιος ότι παρακολουθείτε στενά τις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Εχουν εμφανιστεί πολλά θερμά μέτωπα και η Λιβύη φαίνεται να είναι η πιο περίπλοκη περίπτωση. Προκύπτουν δύο ερωτήματα: Πρώτον, ποια είναι η γνώμη σας για τις τουρκικές δραστηριότητες στη Λιβύη; Δεύτερον, γιατί η ΕΕ και η Γερμανία φαίνονται τόσο αδύναμες στη διαμόρφωση των εξελίξεων στη Λιβύη, επιτρέποντας σε τρίτες χώρες να επωφεληθούν από το κενό;

«Η Γερμανία επιδιώκει στη Λιβύη την εκεχειρία, τη συμφιλίωση και ένα λειτουργικό κράτος μέσω διαπραγματεύσεων. Γι’ αυτό και ανέλαβε την πρωτοβουλία της Διάσκεψης του Βερολίνου. Να στηρίξει κάποιος άνευ όρων μια πλευρά στον εμφύλιο της Λιβύης αντιβαίνει στον στόχο της διαμεσολάβησης και της επίτευξης μιας ειρηνικής λύσης. Εκείνο που επίσης απορρίπτουμε είναι να στηρίξουμε μια πλευρά στρατιωτικά και με εξοπλισμό, ώστε να τη βοηθήσουμε να καταφέρει μια στρατιωτική νίκη. Αυτό που πρέπει να γίνει, είναι να τηρηθεί από όλους το εμπάργκο, το οποίο συμφωνήθηκε στο Βερολίνο και την επιτήρηση του οποίου έχει αναλάβει η ευρωπαϊκή επιχείρηση «Ειρήνη». Η στάση αυτή δεν αποτελεί, κατά την άποψή μου, ένδειξη αδυναμίας, αλλά μιας πολιτικής η οποία συμβάλλει στην αποκλιμάκωση και στην ειρήνη. Αυτό που φοβάμαι είναι να μην εξελιχθεί η Λιβύη σε μια δεύτερη Συρία, όπου υπάρχει συνεχής και αυξανόμενος ανταγωνισμός ξένων δυνάμεων, που αφενός έχουν αναλάβει τον έλεγχο διεξάγοντας έναν πόλεμο δι’ αντιπροσώπων και αφετέρου συμφωνούν τους όρους της ειρήνης μεταξύ τους βάσει των δικών τους συμφερόντων».