Συγκαταλέγεται στους πιο δημοφιλείς ηθοποιούς του ελληνικού θεάτρου, με φανατικό κοινό που γεμίζει σταθερά τις σκηνές στις οποίες εμφανίζεται, παρόλο που προτιμά να παίζει το παιχνίδι του θεάματος με τους δικούς του, εναλλακτικούς, κανόνες. Ο Αρης Σερβετάλης θα ετοιμαζόταν υπό κανονικές συνθήκες να παίξει τον άλλο μήνα στην Επίδαυρο, στον «Ορέστη» του Ευριπίδη, όμως ο COVID-19 είχε άλλα σχέδια κι έτσι θα βρεθεί στο «Περιμένοντας τον Γκοντό» παρέα με τον Σπύρο Παπαδόπουλο, τον Θανάση Παπαγεωργίου και τον Ορφέα Αυγουστίδη, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Κακλέα: «Είχαμε συναντηθεί με τον Γιάννη Κακλέα για να πούμε ότι λογικά, έτσι όπως έχουν έρθει τα πράγματα, δεν θα μπορέσουμε να κάνουμε τον «Ορέστη», όπως ήταν προγραμματισμένο. Σε κάποια φάση μάς πρότεινε να δοκιμάσουμε κάτι έστω και υπό αυτές τις αντίξοες συνθήκες, να μην πούμε ότι το αφήνουμε τελείως, να προσπαθήσουμε. Ετσι καταλήξαμε στο «Περιμένοντας τον Γκοντό», που ήταν το πρώτο έργο που είχε σκηνοθετήσει – το 1981 αν δεν κάνω λάθος. Πριν από μερικές ημέρες αρχίσαμε τις πρόβες. Το πότε και πού θα παρουσιαστεί η παράσταση δεν τα γνωρίζουμε ακόμη, λογικά προς τα μέσα Ιουλίου».

Ο Μπέκετ πάντως φαίνεται να σας ταιριάζει…

«Νομίζω ότι ο Μπέκετ περιγράφει τον εσωτερικό μηχανισμό της σκέψης μας, βλέπουμε πώς ο άνθρωπος μιλάει με τον εαυτό του, γι’ αυτό και η δομή είναι κυκλική, μπαίνεις σε μία δίνη. Αν και το συγκεκριμένο έργο είναι αν όχι γραμμικό, τότε ίσως από τα πιο βατά του. Πρέπει βέβαια να το αποκωδικοποιήσεις, να εξετάσεις αυτή τη φοβερή διαδικασία της αναμονής. Εχει ενδιαφέρον να δούμε τι δημιουργεί στον άνθρωπο το να περιμένει».

Εσείς περιμένατε με αγωνία τη χαλάρωση των μέτρων; Σας δυσκόλεψε η αναγκαστική παραμονή μας στο σπίτι;

«Ξέρετε, κάποια πράγματα που βιώσαμε το τελευταίο διάστημα δεν μου ήταν ανοίκεια. Η αβεβαιότητα για το μέλλον είναι σύμφυτη με το επάγγελμα του ηθοποιού. Η απομόνωση δεν μου είναι άγνωστη, λειτουργώ ούτως ή άλλως κάπως έτσι, δεν είμαι πολύ του έξω και των κοινωνικών επαφών. Αλλά και η δουλειά μας την απαιτεί μερικές φορές: κλεινόμαστε συχνά σε ένα θέατρο ή ένα στούντιο. Τηλεόραση δεν έχω, όμως εισέπραττα από τους γύρω μου την αίσθηση ότι υπήρχε μια συνεχής ροή αρνητικών πληροφοριών που επαναλαμβάνονταν εμμονικά. Νομίζω πως αυτό δημιουργεί έναν πανικό που δεν είναι ωφέλιμος. Οσο κρίσιμη και να χαρακτηρίζεται μια κατάσταση, δεν είναι χρήσιμη η τρομολαγνεία, δημιουργεί ένα αίσθημα ασφυξίας που δεν σου αφήνει καθαρότητα στο μυαλό για να μπορέσεις να αντιδράσεις. Είναι η γνωστή ιστορία, στον βωμό της τηλεθέασης θυσιάζονται η ηρεμία και η ψυχραιμία. Μουδιάζεις, καθηλώνεσαι στον καναπέ και δέχεσαι σαν να είσαι ένα κομμάτι κρέας όλον αυτόν τον τρόμο».

Μου θυμίζει αυτό που λέτε το «Κουρδιστό Πορτοκάλι», στο οποίο έχετε παίξει κιόλας στο θέατρο. Μόνο που εκεί συνέβαινε καταναγκαστικά στον ήρωα.

«Ενώ εμείς όχι μόνο το έχουμε δεχθεί αλλά το ζητάμε, το θέλουμε. Εθίζεσαι και δεν μπορείς να μη δεις το κεντρικό δελτίο και μετά θα παρακολουθήσεις και την εκπομπή που σχολιάζει το δελτίο. Θα πρέπει ο καθένας μας να ισχυροποιήσει τη δική του τοποθέτηση απέναντι σε αυτή τη συνθήκη και κάπως να της αντισταθεί».

Μπορείτε να μου περιγράψετε την αλληλουχία των συναισθημάτων που βιώσατε κατά την εξέλιξη της πανδημίας παγκοσμίως; Φοβηθήκατε, ας πούμε;

«Δεν αισθάνθηκα φόβο, δεν αισθάνθηκα ότι απειλούμαι. Ενιωσα κάπως εγκλωβισμένος λόγω της απαγόρευσης κυκλοφορίας, αλλά αυτό είναι μια προσωπική αδυναμία, έχω αντιδραστικά στοιχεία μέσα μου και έπρεπε να τα διαχειριστώ. Αυτή η περίοδος έβγαλε στον καθένα τα δικά του θέματα. Αναρωτήθηκα επίσης αν υπήρξε καθόλου και μια δόση υπερβολής στην όλη ιστορία, εννοείται ότι πρέπει να προσέχουμε και να ακούμε τους ειδικούς, αλλά δεν είμαι σίγουρος τελικά πού μπαίνει το όριο».

Πρωταγωνιστούσατε σε μια επιτυχημένη παράσταση η οποία ξαφνικά έριξε αυλαία. Διοχετεύθηκε κάπου η δημιουργικότητά σας;

«Εφτιαχνα έπιπλα. Εχω ένα μικρό εργαστήριο και αφοσιώθηκα σε αυτή την ασχολία. Είχα κάτι να κάνω. Συνήθως όταν βρίσκεσαι από τη μια στιγμή στην άλλη σε αδράνεια, ακούγεται όλος ο θόρυβος που έχεις στο κεφάλι σου και πρέπει να έρθεις αντιμέτωπος με πράγματα που μπορεί και να έμεναν άλυτα για χρόνια. Ισως κι εγώ να ασχολήθηκα με τα έπιπλά μου γιατί βρέθηκα σε αδύναμη θέση και δεν μπορούσα να διαχειριστώ τον δικό μου θόρυβο».

Σας αγχώνει αυτό που λέμε «επόμενη μέρα»;

«Σε καθετί που προγραμματίζουμε υπάρχει η προϋπόθεση «Θεού επιτρέποντος». Δεν μου έχει δημιουργηθεί άγχος ή φόβος παρά την ανασφάλεια του βιοπορισμού. Εχει ο Θεός, θα μπορούσα να κάνω και άλλα πράγματα, όχι απαραίτητα μια παράσταση. Ηταν λογικό ότι θα σταματούσαν τα θέατρα. Περιμένω να δω τι θα συμβεί, έχει μπει μια άνω τελεία. Και όσον αφορά τον εαυτό μου δηλαδή, περιμένω να δω πώς θα τοποθετηθώ στη νέα συνθήκη. Είμαι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να κάνω και κάτι άλλο».

Την επιστροφή στην κανονικότητα πόσο «κανονική» τη θεωρείτε;

«Ποια είναι η κανονικότητα; Το μποτιλιάρισμα ή το ότι δουλεύουμε 14 ώρες τη μέρα; Δεν καταλαβαίνω πώς την ορίζουμε. Ολη η ζωή μας έχει στηθεί με βάση το πώς θα καλλιεργηθεί η ανάγκη για κατανάλωση, αυτό το ονομάζουμε κανονικότητα, αλλά πρόκειται για έναν κατήφορο, μια κατρακύλα προς τον απόλυτο καταναλωτισμό: όλο κάτι επιθυμούμε και πρέπει να παράγονται προϊόντα που ικανοποιούν τα ολοένα και περισσότερα θέλω μας. Κανονικότητα θα ήταν να μπορέσουμε να δούμε τι πραγματικά έχουμε ανάγκη και να γίνει μια επανεκκίνηση. Τώρα, για παράδειγμα, που μιλάμε τόσο για τις αποστάσεις, μας δίνεται η ευκαιρία για μια αποκέντρωση. Γιατί πρέπει όλα να γίνονται στην Αθήνα; Θα μπορούσαν να δημιουργηθούν οι συνθήκες για μια καλή ζωή εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων».

Για να είμαστε και πιο κοντά στη φύση;

«Τώρα που το αναφέρετε, αυτή την παύση πρέπει να την απόλαυσε η φύση. Δεν είδαμε και εικόνες με δελφίνια στον Θερμαϊκό, όπου λέμε χαριτολογώντας πως αν πέσεις εκεί μέσα το λιγότερο που θα πάθεις είναι μολυσματική τέρμινθο; Πάντως, ναι, με την πρώτη ευκαιρία επιδιώκω την επαφή με τη φύση. Η φύση σε διδάσκει, σε βάζει σε μια διαδικασία να ζήσεις πιο απλά».

Μου αναφέρατε πριν τον Θεό. Πολύς λόγος γίνεται πάλι για την Εκκλησία και τη Θεία Κοινωνία. Σας ενοχλεί που κάτι τόσο προσωπικό, όπως η πίστη, αντιμετωπίζεται με ελαφρότητα – ένθεν και ένθεν – στη δημόσια συζήτηση;

«Καταλαβαίνω ότι ζούμε σε μια περίοδο στην οποία έχει επικρατήσει η ορθολογική στάση ζωής και νοοτροπία. Η πίστη είναι πέραν της λογικής. Εκεί που σταματάει η λογική ξεκινάει η πίστη, το θαύμα που είναι υπαρκτό και συμβαίνει καθημερινά δεν εξηγείται. Ο Θεός δεν ανακαλύπτεται, αποκαλύπτεται. Πολύ λογικά ένας άνθρωπος που δεν πιστεύει θα πει ότι με τη Θεία Κοινωνία μεταδίδεται ο κορωνοϊός. Εγώ, επειδή πιστεύω, θεωρώ ότι δεν υπάρχει πιθανότητα να κολλήσεις κοινωνώντας, χωρίς να θέλω να μπω σε κάποια αντιπαράθεση. Δεν μπορώ να επιβάλω σε κανέναν αυτή την πεποίθησή μου, θα ήθελα ωστόσο να γίνεται σεβαστή. Αυτά λείπουν σήμερα συχνά από τις διαφωνίες μας: η κατανόηση και ο σεβασμός».

Οι επιστήμονες πάντως λένε ότι εφόσον κολλάει με το σάλιο καλό θα ήταν να αποφεύγουμε να μοιραζόμαστε τα ίδια σκεύη. Θα σας ενοχλούσε το να κοινωνήσετε με πλαστικά κουτάλια μιας χρήσης;

«Αν ήταν να κοινωνώ με πλαστικά κουταλάκια, θα έπαιρνα μαζί μου και Θεία Κοινωνία να τη βάλω στην κατάψυξη. Η Θεία Κοινωνία είναι το σώμα και το αίμα του Χριστού, υπάρχει μια πνευματική διάσταση σε αυτό το μυστήριο που υπερβαίνει τον φυσικό κόσμο. Προσωπικά έχω την ανάγκη της Θείας Κοινωνίας όπως κάποιος άλλος χρειάζεται το φαγητό, πεινάω πνευματικά. Με στηρίζει, είναι η πνευματική τροφή μου. Καταλαβαίνω ότι δεν μπορούν να το κατανοήσουν όλοι αυτό, αλλά θα ήθελα να το σέβονται. Δεν υπάρχει μόνο ο κόσμος που βλέπουμε, υπάρχει κι ο κόσμος που αισθανόμαστε. Σκέφτομαι συχνά μια φράση που έχω ακούσει και μου αρέσει πολύ: ότι εγωιστής δεν είναι αυτός που ασχολείται με τον εαυτό του αλλά εκείνος που θέλει όλοι οι άλλοι να γίνουν σαν αυτόν».

Θέατρο είδατε online;

«Είδα κάποιες παραστάσεις ξένων θιάσων. Δεν είμαι ωστόσο υπέρ όλης αυτής της διαδικτυακής υπερπροσφοράς θεατρικών παραγωγών. Κατ’ αρχάς, μια παράσταση δεν έχει δημιουργηθεί για να προβάλλεται στην οθόνη και επομένως βλέπεις συχνά μαγνητοσκοπήσεις που είναι αφρόντιστες και flat. Επίσης, έχουν συμβάλει πολλοί άνθρωποι για να πραγματοποιηθεί μια θεατρική δουλειά και όταν υπάρχει ξανά εκμετάλλευση αυτού του κόπου τους πρέπει να αμείβονται, κάτι που τις περισσότερες φορές δεν συμβαίνει. Πρέπει να διεκδικούμε τα δικαιώματά μας. Παρατήρησα και το εξής: μείναμε σπίτι και αμέσως υπήρξε η αγωνία να πολιορκηθούμε από υλικό και να γεμίσουμε τον χρόνο μας. Ο,τι ήξερε ο καθένας να κάνει πήρε μια κάμερα και μας το έδειξε. Καταλαβαίνω τις καλές προθέσεις των καλλιτεχνών και την ανάγκη του κόσμου για ψυχαγωγία, αλλά μήπως υπάρχει και μια άλλη πτυχή; Μήπως δεν μπορούμε καθόλου να μείνουμε μόνοι μας; Με προβληματίζει και το ότι όλες οι επιθυμίες μας ικανοποιούνται μέσω Internet. Θυμήθηκα αυτούς τους Γιαπωνέζους που αρνούνται να βγουν από τα δωμάτιά τους, που κλείνονται σε τέσσερις τοίχους και απορρίπτουν την επαφή με τον έξω κόσμο».

Η τέχνη υπάρχει παντού στη ζωή;

«Νομίζω πως ναι. Μου αρέσει να την ψάχνω μέσα στην καθημερινότητα. Υπάρχει πιστεύω και σε ανθρώπους που κάνουν άσχετα επαγγέλματα, και μάλιστα σε μια αφάνεια που τους δίνει μεγαλύτερη αξία. Δεν θα πληρώσεις εισιτήριο για να δεις έναν χειρωνάκτη να φτιάχνει κάτι με μεράκι και πάθος, όμως μου προκαλεί μεγάλο θαυμασμό. Με συγκινεί. Λίγοι εντρυφούν στην τέχνη τους. Φοβάμαι πως σήμερα υπάρχει μια γενικευμένη διαταραχή: λειτουργούμε υπό διαρκή πίεση, νομίζουμε πως αν ασχοληθούμε λίγο παραπάνω με κάτι τότε αυτός ο χρόνος θα χαθεί από το επόμενο εγχείρημα που μας περιμένει».

Στην ίδια παγίδα πέφτουμε και όσον αφορά τις ερωτικές σχέσεις;

«Εχω διαβάσει κάπου τη ρήση ενός ανθρώπου παλαιότερης γενιάς που όταν τον ρώτησαν πώς κατάφερε να μείνει ευτυχής στον γάμο του για 50-60 χρόνια, είπε πως στα δικά του τα χρόνια οι άνθρωποι όταν κάτι χαλούσε δεν το πέταγαν, δεν το αντικαθιστούσαν αμέσως, αλλά προσπαθούσαν να το επιδιορθώσουν. Στις σχέσεις προβάλλεται το αληθινό μας πρόσωπο και επειδή δεν μπαίνουμε στη διαδικασία της αυτογνωσίας, δεν λέμε δηλαδή την αλήθεια στον εαυτό μας, ρίχνουμε γρήγορα το φταίξιμο στον άλλο και αποχωρούμε. Χρειάζεται μεγάλος κόπος και αγώνας για να εκτιμήσεις την αξία της συντροφικότητας. Καθρεφτίζεσαι στον άλλο και πρέπει να έχεις το θάρρος να βλέπεις τα ελαττώματά σου και να αναθεωρείς όποτε χρειάζεται. Πριν παντρευτώ την Εφη δεν μπορούσα να έρθω αντιμέτωπος με τον εαυτό μου. Εμφανιζόμουν σε κάποια σχέση με τα καλά μου ρούχα και όποτε έπρεπε να αποκαλύψω την πραγματική μου υπόσταση έφευγα, για να επαναλάβω ξανά το ίδιο έργο. Ετσι όμως δεν εξελίσσεσαι – μόνο διά του πόνου, χωρίς ψέματα και δικαιολογίες».