Η απόφαση του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου (ΓΟΣΔ) για το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) αναφέρεται στις πράξεις της ΕΚΤ της περιόδου 2015-2019. Εντάσσεται στην  αλληλουχία αποφάσεων του Δικαστηρίου της ΕΕ και του ΓΟΣΔ για τη συμφωνία των προγραμμάτων της ΕΚΤ, του OMT (υπόθεση Gauweiler) και του QE/PSPP (υπόθεση Weiss) με το δίκαιο της ΕΕ και με το γερμανικό Σύνταγμα. Τώρα λοιπόν το ΓΟΣΔ ανοίγει όλα τα μέτωπα.

Θεωρεί ότι η ΕΚΤ παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας που διέπει την άσκηση των αρμοδιοτήτων της ΕΕ που είναι «δοτές» από τα κράτη-μέλη. Η ΕΚΤ, όταν δεν σέβεται την αρχή της αναλογικότητας, κινείται ultra vires, δηλαδή υπερβαίνει την εντολή της, υφαρπάζει αρμοδιότητες των κρατών-μελών και παραβιάζει το πρωτογενές δίκαιο της ΕΕ.

Η ποσοτική χαλάρωση, λέει το ΓΟΣΔ, εντάσσεται στη νομισματική πολιτική που ασκείται από την ΕΚΤ,  και ναι μεν δεν συνιστά απαγορευμένη από τη Συνθήκη για τη λειτουργία της ΕΕ νομισματική χρηματοδότηση, επηρεάζει όμως έντονα την οικονομική πολιτική (επίπεδο τιμών, αξίες ακινήτων κ.ο.κ.) που δεν ανήκει στην αρμοδιότητα της ΕΚΤ. Η εισπήδηση της ΕΚΤ στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής παραβιάζει τη γερμανική συνταγματική ταυτότητα και ιδίως βασικές δημοσιονομικές αρμοδιότητες της Ομοσπονδιακής Βουλής. Το ΓΟΣΔ δίνει εντολή στην κυβέρνηση και στην Bundesbank να μη συμπράττουν στην εφαρμογή των σχετικών πράξεων της ΕΚΤ εάν αυτή μέσα σε τρεις μήνες (μεταβατική περίοδος) δεν αιτιολογήσει πλήρως ότι το QE σέβεται την αρχή της αναλογικότητας ως προς τη σχέση νομισματικής και οικονομικής πολιτικής, δηλαδή ως προς την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ ΕΚΤ και κρατών-μελών (δηλαδή της Γερμανίας). Η Bundesbank οφείλει μάλιστα να εξισορροπήσει το χαρτοφυλάκιο ομολόγων που έχει «φορτωθεί» λόγω QE.

Περιττεύει να πω ότι όταν ένα συνταγματικό ή ανώτατο δικαστήριο θεωρεί ότι αυτό είναι ο τελικός κριτής πολύπλοκων πολιτικών και τεχνικών επιλογών οικονομικής και νομισματικής πολιτικής, επιδίδεται σε δικαστικό ακτιβισμό. Ο έλεγχος της συνταγματικότητας που ασκεί δεν είναι οριακός, αλλά έλεγχος όλου του πλάτους και του βάθους των επιλογών των πολιτικών ή χρηματοπιστωτικών οργάνων τόσο των ευρωπαϊκών όσο και των εθνικών.

Για να φτάσει στη θέση του αυτή το ΓΟΣΔ βάζει στο στόχαστρο το Δικαστήριο της ΕΕ που απαντώντας σε προδικαστικό ερώτημα που είχε υποβάλει το ΓΟΣΔ έκρινε ότι το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης είναι σύμφωνο με τις προβλέψεις των συνθηκών. Η απόφαση αυτή του Δικαστηρίου της ΕΕ ψέγεται ως ακατανόητη και αυθαίρετη. Το ΓΟΣΔ θεωρεί ότι και το Δικαστήριο της ΕΕ κινήθηκε πέραν της δικαιοδοσίας του (ultra vires) και «πρόδωσε» τον θεσμικό του ρόλο. Το ΓΟΣΔ αρνείται συνεπώς να εφαρμόσει την απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ και ενεργεί στο όνομα της προστασίας της γερμανικής συνταγματικής τάξης.

Το ΓΟΣΔ, αντιλαμβανόμενο τις επιπτώσεις της απόφασής του, έσπευσε να διευκρινίσει ότι αυτή δεν αφορά τις πρόσφατες πράξεις της ΕΚΤ για το πανδημικό QE (PEPP), για το πρόγραμμα αγοράς κρατικών και εταιρικών ομολόγων ύψους 750 δισ.  ευρώ προκειμένου να υπάρξει η αναγκαία ρευστότητα για την αντιμετώπιση της ύφεσης που προκαλεί η πανδημία. Πολύ δύσκολα θα ισχυριζόταν άλλωστε κάποιος ότι το PEPP ως μέτρο νομισματικής πολιτικής δεν υπηρετεί τους έκτακτους στόχους της οικονομικής πολιτικής της ΕΕ και όλων των κρατών-μελών. Οταν όμως το ζήτημα  των αρμοδιοτήτων της ΕΕ τίθεται με τόσο ασφυκτικό τρόπο, γίνεται αντιληπτό ότι ναι μεν το πανδημικό QE θα διασωθεί, αλλά η περαιτέρω συζήτηση περί κοινού ενωσιακού χρέους και ευρωομολόγου γίνεται και νομικά πολύ δύσκολη ενώ το ίδιο ισχύει και με την εκκρεμότητα για το Ταμείο Ανασυγκρότησης και τα μέσα χρηματοδότησής του.

Οι αγορές δείχνουν σχετικά ψύχραιμες, καταλαβαίνουν όμως ότι κατά βάθος το μήνυμα της απόφασης του ΓΟΣΔ είναι ίδιο με την περιβόητη γερμανογαλλική δήλωση της Ντοβίλ, το 2010,  ότι δεν είναι λογικό να δανείζονται όλες οι χώρες της ευρωζώνης με τα ίδια επιτόκια παρά τις διαφορές στα θεμελιώδη οικονομικά τους στοιχεία.

Οι νομικές, θεσμικές, αξιακές και πολιτικές επιπτώσεις της απόφασης του ΓΟΣΔ είναι εξίσου ή και περισσότερο σημαντικές. Το γερμανικό δικαστήριο είπε ότι τα εθνικά συνταγματικά ή ανώτατα δικαστήρια μπορούν να ελέγχουν τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της ΕΕ και αν κρίνουν ότι αυτές ως ακατανόητες ή αναιτιολόγητες ή εσφαλμένες θίγουν την εθνική συνταγματική ταυτότητα, μπορούν να μη τις εφαρμόζουν. Το οικοδόμημα της υπεροχής και της άμεσης εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου κλονίζεται. Τώρα είναι π.χ. πολύ εύκολο για τα ουγγρικά ή τα πολωνικά δικαστήρια να πουν ότι οι αποφάσεις του ΔΕΕ με τις οποίες κρίνονται αντίθετες προς τις αξίες και την έννομη τάξη της ΕΕ οι παρεμβάσεις της ουγγρικής και της πολωνικής νομοθεσίας στη συγκρότηση του εθνικού συνταγματικού ή ανώτατου δικαστηρίου, παραβιάζουν την ουγγρική ή την πολωνική εθνική συνταγματική ταυτότητα και άρα κινούνται ultra vires και είναι ανεφάρμοστες.

Εάν συνεπώς κάποιος υπερέβη  το όριο, αυτός είναι το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο που επιχειρεί  να θέσει υπό τον δικαστικό του  έλεγχο   το ιστορικό στοίχημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης εν μέσω μιας πανδημίας που δοκιμάζει τις αντοχές  όχι μόνο της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης αλλά της ευρωπαϊκής φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου, πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών και Οικονομικών.