λα άρχισαν τον Ιούνιο του 1971 με μια επιστολή. Το Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ πληροφορούσε τον Στίβεν Μίλλερ, ο οποίος εργαζόταν στο πλαίσιο ερευνητικής υποτροφίας στην Αρχαία Αγορά των Αθηνών, ότι του προσφερόταν η θέση του επίκουρου καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας και διευθυντή των ανασκαφών της Νεμέας. Πέρασαν από τότε σχεδόν 50  χρόνια και στην Αρχαία Νεμέα σήμερα μπορεί να δει κανείς τα αποτελέσματα εκείνου του γράμματος: το αρχαίο στάδιο, τον εν μέρει αναστηλωμένο Ναό του Διός, τα κατάλοιπα της βυζαντινής περιόδου, το αρχαιολογικό μουσείο, σε ένα σπάνιο στη χώρα μας αρχαιολογικό πάρκο έκτασης περίπου 180 στρεμμάτων. Στο μεταξύ, ο Στίβεν είχε γίνει Στέφανος Μίλλερ, μέλος της μεγάλης οικογένειας των ανθρώπων της περιοχής, πολύ προτού πολιτογραφηθεί έλληνας υπήκοος το 2005 έχοντας διαγράψει μια μεγάλη σταδιοδρομία ως καθηγητής του Μπέρκλεϊ και τιμηθεί ως Ταξιάρχης του Τάγματος της Τιμής στην Ελλάδα. Μέσα στο βιβλίο του με τίτλο «Η Νεμέα και εγώ», το οποίο πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καπόν σε μια καλαίσθητη δίτομη έκδοση με πλούτο φωτογραφικού υλικού, ξεχωριστή θέση έχουν τα πρόσωπα των άλλων: εργατών, τεχνιτών, φοιτητών, δωρητών, συναδέλφων, συνεργατών, φίλων, όλων όσοι μετείχαν στο όραμα της Νεμέας για το οποίο συζητήσαμε μαζί του.

Η οικογένεια Μίλλερ έχει κάνει ένα μακρύ ταξίδι προτού εσείς ως απόγονός της φθάσετε στη Νεμέα… «Ερευνώντας το οικογενειακό μας δέντρο ανακάλυψα ότι από την πλευρά του πατέρα μου η καταγωγή μας προέρχεται από την Ελβετία του 16ου αιώνα. Τον 17ο αιώνα μεταναστεύουν στη Γερμανία και στην Αγγλία, όπου και αλλάζει το όνομά τους από Müller σε Miller. Γύρω στο 1730 μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες – προτού καν γίνουν Ηνωμένες Πολιτείες! Ισως γι’ αυτό και εγώ να βρίσκομαι στην Ελλάδα!».

Το βιβλίο δεν αφορά μόνο τη σχέση σας με τη Νεμέα. Γιατί στο πλήθος των φωτογραφιών του δεν είστε ποτέ μόνος… «Το βιβλίο σε πολύ μεγάλο βαθμό είναι η προσπάθειά μου να αποδώσω φόρο τιμής και να ευχαριστήσω τους εκατοντάδες ανθρώπους που με βοήθησαν. Ανήκει και σε εμένα, γιατί εγώ το έγραψα, όμως είναι για ανθρώπους που θα ήθελα να μην ξεχαστούν και να τους δουν εδώ τα παιδιά και τα εγγόνια τους».

Από το πλήθος των ιστοριών που αφηγείστε για τις ζωές όλων αυτών των ανθρώπων έχω συγκρατήσει την αντίδραση ενός έλληνα εργάτη της ανασκαφής που δεν παύει να περιεργάζεται μια κινεζοαμερικανίδα φοιτήτρια του Πανεπιστημίου του Μπέρκλεϊ. «Τότε εδώ ήταν ένα χωριουδάκι με ένα τηλέφωνο και μία τηλεόραση στο καφενείο. Ο δήμαρχος μου είπε: «Ελα, θέλουμε να κάνουμε κάτι τιμητικό για σένα». Καθίσαμε όλοι μαζί στο καφενείο να παρακολουθήσουμε το «Πέιτον Πλέις» στην τηλεόραση. Ηταν και άβολο γιατί με εξαίρεση την τότε σύζυγό μου, Στέλλα, το καφενείο ήταν γεμάτο άνδρες – οι γυναίκες έπρεπε να μένουν έξω και να κοιτούν από εκεί. Μεγάλωσα τη δεκαετία του 1940 σε μια μικρή πόλη στην Ιντιάνα. Οταν ήρθα εδώ στη δεκαετία του 1970 ήταν σαν να ξαναβρέθηκα εκεί – σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος για μένα. Οι κάτοικοι του χωριού δεν είχαν έρθει ποτέ σε επαφή με τον μεγάλο κόσμο. Γι’ αυτό και μια κινεζοαμερικανίδα φοιτήτρια έκανε τόση εντύπωση σε εκείνον τον εργάτη. Σήμερα βέβαια τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ».

Πώς προσαρμοστήκατε, ειδικά από τη στιγμή που περνούσατε τον μισό σας χρόνο στη Νεμέα και τον άλλο μισό στην Καλιφόρνια διδάσκοντας στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ; «Μπορεί να φανεί παράξενο αυτό που θα πω, αλλά αυτός ο τρόπος ζωής με βοήθησε. Οταν είχα βαρεθεί ή θυμώσει ή κουραστεί με την όλη κατάσταση στο ένα μέρος ήταν πια καιρός να επιστρέψω στο άλλο! Κάθε έξι μήνες ανανεωνόμουν, λοιπόν».

Ενας αρχαιολόγος πεδίου πρέπει να είναι άνθρωπος-ορχήστρα; Διευθύνατε την ανασκαφή, κανονίζατε την εξαγορά της γης που απαιτούνταν, προσλαμβάνατε εργάτες, αναζητούσατε χρηματοδότες, οργανώνατε τα της επιμελητείας, διευθετούσατε διαφωνίες που ανέκυπταν και ούτω καθεξής… «Εν μέρει αυτό είναι δικό μου σφάλμα! Στη δεκαετία του ’70, όταν άρχισαν όλα, έθεσα κάποιους στόχους στον εαυτό μου. Για να τους πετύχω, λοιπόν, έπρεπε να κάνω όλα όσα αναφέρατε. Ηταν δική μου επιλογή, λοιπόν. Ωστόσο, πολλοί αρχαιολόγοι δεν αντιμετωπίζουν τις ίδιες δυσκολίες. Ο συνάδελφός μου που ανασκάπτει την αρχαία Κόρινθο, για παράδειγμα, δεν χρειάζεται να σκέπτεται για αγορές εδαφών, εργάτες ή εργαλεία, υπάρχει η προεργασία ετών – ως και το μουσείο έχει χτιστεί εδώ και 70 χρόνια. Αλλοι συνάδελφοι που ξεκινούν τις ανασκαφές τους από το μηδέν δεν αναλαμβάνουν τη δική μου δέσμευση – να αγοράσουν τα εδάφη, να οικοδομήσουν ένα μουσείο, να καταθέσουν δηλαδή μια μόνιμη συνεισφορά στην ελληνική αρχαιολογία. Αλλά, όπως είπα και πριν, δεν με υποχρέωσε κανείς, ό,τι έκανα ήταν δική μου επιλογή».

Στο στάδιο της Νεμέας σάς πήρε περίπου 20 χρόνια από την ανακάλυψη ως την αναστήλωση του τούνελ που οδηγεί από τα αποδυτήρια στον χώρο των αγώνων. Η αρχαιολογία είναι επιστήμη της βραδείας και ακριβούς προσέγγισης; «Πράγματι, και έτσι πρέπει να είναι. Το 90% της αρχαιολογίας αφορά μικρές μικρές λεπτομέρειες – και ξαφνικά εμφανίζεται μια λάμψη όπως αυτό το τούνελ. Και σκεφτείτε ότι χρειαστήκαμε ήδη πολλά χρόνια ανασκαφών μόνο και μόνο για να δούμε την είσοδό του».

Ενίοτε χρειάζεται και μια δόση τύχης, όπως με την ανακάλυψη του σταδίου την τελευταία ημέρα των ανασκαφών τον Ιούλιο του 1974; «Αυτό κι αν ήταν τύχη! Τύχη όμως που τη δημιούργησε η υπομονή με την οποία σκάβαμε ως την τελευταία στιγμή».

Το αρχαιολογικό πάρκο που δημιουργήσατε, με το στάδιο, τον ναό, το μουσείο, την αναβίωση των Νεμέων κάθε τετραετία, είναι ένα επίτευγμα τόσο για τη συνοχή όσο και για τις δυνατότητες περιήγησης και επιμόρφωσης που δίνει στο κοινό. «Είχα συμμετάσχει για τέσσερα χρόνια στις ανασκαφές της Αρχαίας Αγοράς στην Αθήνα και το πρότυπο που ακολούθησα στη Νεμέα προέρχεται από εκείνη την εμπειρία. Ημουν μεταπτυχιακός σπουδαστής τότε. Θυμάμαι ότι εργαζόμουν στον δεύτερο όροφο της Στοάς του Αττάλου και είκοσι μέτρα μακριά μου ήταν το γραφείο του πρώην διευθυντή των ανασκαφών, Χόμερ Τόμπσον. Διάφοροι έμπαιναν εκεί και εκείνος έβγαινε και τους έδειχνε πού περπατούσε ο Σωκράτης ή πού ήταν το Βουλευτήριο. Τον ρώτησα λοιπόν μια μέρα: «Συγγνώμη, καθηγητά Τόμπσον, εσείς είστε σημαντικός αρχαιολόγος, έχετε σοβαρά πράγματα να κάνετε, γιατί ξοδεύετε τον χρόνο σας με τους τουρίστες και τους άλλους ανθρώπους που δεν έχουν σχέση με την ανασκαφή;». «Στιβ», μου είπε, «θα σου πω κάτι και πρέπει να το καταλάβεις αυτή κιόλας τη στιγμή. Εμείς οι αρχαιολόγοι είμαστε άχρηστοι». Λέω: «Τι πράγμα; Εδώ εγώ προσπαθώ να πάρω το διδακτορικό μου, τι είναι αυτά που λέτε;». Μου είπε: «Οχι, κοίτα να δεις. Εμείς οι αρχαιολόγοι δεν φέρνουμε φαγητό στο τραπέζι του κόσμου, δεν βάζουμε ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους, δεν θεραπεύουμε τις αρρώστιες τους. Εμείς τους δίνουμε την Ιστορία τους». Αυτά τα λόγια τα θυμάμαι εδώ και 50 χρόνια. Και αυτό προσπάθησα να κάνω στη Νεμέα – ένα μέρος όπου ο κόσμος θα έρχεται όχι μόνο για να μάθει κάτι για την αρχαία Ιστορία αλλά και για τον ίδιο του τον εαυτό, σε ένα ευχάριστο περιβάλλον όπου για μισή ώρα θα μπορεί να επιστρέφει στην ίδια την αρχαιότητα».

Αυτή είναι και η λογική της αναβίωσης των Νεμέων. «Ακριβώς. Οποιος λαμβάνει μέρος σε αυτούς κάθε τέσσερα χρόνια γίνεται για δέκα λεπτά αρχαίος αθλητής. Είναι όμως μια εμπειρία που θα μείνει μαζί του για πάντα».

Θα συνιστούσατε να ακολουθηθεί το παράδειγμα της Νεμέας στους αρχαιολογικούς χώρους όπου μπορεί να γίνει κάτι παρόμοιο; «Προσωπικά, θα το συνιστούσα – αλλά εγώ είμαι προκατειλημμένος. Τη στιγμή που μιλάμε βρίσκομαι στην κοιλάδα της Αρχαίας Νεμέας. Κάπου οκτώ χιλιόμετρα ανατολικά μου είναι οι αρχαίες Κλεωνές. Δεν έχουν ανασκαφεί, παραμένουν αφύλακτες και αφρόντιστες, υπό τον κίνδυνο της αρχαιοκαπηλίας. Οκτώ χιλιόμετρα δυτικά υπάρχει ο αρχαίος Φλειούς στην ίδια κατάσταση. Πριν από μερικά χρόνια τοποθετήθηκε ένας φράχτης σε ένα μικρό τμήμα του. Κάθε φορά που περνάω βλέπω την πόρτα ανοικτή και μέσα πρόβατα που βόσκουν. Κάποτε είχα προτείνει στο ελληνικό κράτος να συνεργαστεί με ιδιωτικές επιχειρήσεις με συμβόλαια εικοσιπενταετίας όπου οι εταιρείες αυτές θα αναλάμβαναν να αγοράσουν το έδαφος στο όνομα του κράτους, να το περιφράξουν, να το φυλάττουν και να το προστατεύουν σε αντάλλαγμα του δικαιώματος να πραγματοποιήσουν ανασκαφές και να χτίσουν ξενοδοχεία για επισκέπτες. Είχε καλή υποδοχή από τους συναδέλφους μου ακαδημαϊκούς. Οι πολιτικοί με κοίταζαν σαν να ήμουν εκτός τόπου και χρόνου. Αν υπάρχει κάτι που με πειράζει είναι ότι η Ελλάδα δεν εκμεταλλεύεται κάτι που ισοδυναμεί με τον μεγαλύτερο πλουτοπαραγωγικό πόρο της. Ηλιος, τουρισμός, νησιά, ναι, ας μην ξεχνάμε όμως ότι η Ελλάδα είναι το σχολείο του πολιτισμού μας».

Πενήντα χρόνια μετά το ξεκίνημα εκείνων των ανασκαφών το έργο φαντάζει τεράστιο. Εκπληρώσατε το αρχικό σας όραμα; «Η αλήθεια είναι ότι βγήκα στη σύνταξη χωρίς να κάνω όλα όσα σχεδίαζα, εν μέρει γιατί ήθελα η διάδοχός μου να έχει κι εκείνη έργο μπροστά της. Ωστόσο, η διάδοχός μου ενδιαφέρεται για την προϊστορική, όχι για την κλασική αρχαιολογία. Υπάρχουν πολλά πράγματα ακόμη να ανασκαφούν. Το πρώιμο στάδιο, για παράδειγμα, εκείνο που πάνω του έχει πατήσει ο ίδιος ο Πίνδαρος! Ή ο δρόμος στον οποίο βάδιζαν οι αθλητές από τον Ναό του Διός ως τα αποδυτήρια, η «Ιερά Οδός», όπως την αποκαλώ εγώ. Θα ήθελα να είχα ολοκληρώσει αυτό το τελευταίο τμήμα, ώστε να μπορεί κανείς να βαδίσει ακριβώς στα βήματα των αρχαίων αθλητών.Από την άλλη πλευρά, ο σύλλογός μας, ο «Σύλλογος για την Αναβίωση των Νεμέων Αγώνων», έχει εκπονήσει μια πρόταση για ένα ξενοδοχείο που θα μπορούσε να χτιστεί στην περιοχή. Η ιδέα είναι να προσφέρει μια εμπειρία της αρχαιότητας, να ζει κανείς εκεί σαν αρχαίος Ελληνας για μερικές ημέρες. Εντάξει, θα κάνουμε μερικούς συμβιβασμούς, οι σύγχρονοι τουρίστες δεν είναι ανάγκη να ζουν χωρίς τουαλέτες! Υπήρξαν κάποιες επαφές με μεγάλες ξενοδοχειακές αλυσίδες που είδαν θετικά την ιδέα, δεν έκαναν επενδύσεις όμως λόγω της κρίσης. Ηλπιζα ότι κάτι θα γινόταν μετά την ύφεση και τώρα έχουμε αυτόν τον ηλίθιο ιό! Ας ελπίσουμε ότι θα φύγει κι αυτός».