Τρία περιστατικά στον χώρο της παιδείας με προβλημάτισαν ιδιαιτέρως. Το ένα ήταν το βίντεο με τον έξαλλο «μαθητή» που απειλούσε την καθηγήτριά του για μια απουσία. Ρηχές αναλύσεις το απέδωσαν στην κουλτούρα που καλλιεργήθηκε στα χρόνια του Μνημονίου και όχι στη διαχρονική απουσία της παιδευτικής αστικής διαδικασίας εσωτερίκευσης του ηθικού καταναγκασμού.

Το δεύτερο αφορά ανακοίνωση του υπουργείου Παιδείας πως για αυτό προέχει η επιμόρφωση και η αξιολόγηση σχολικών μονάδων και ακολουθεί η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Το τρίτο αφορά μια προκήρυξη εκπαιδευτικών η οποία σε πανάθλια ελληνικά καταδίκαζε το νομοσχέδιο που δίνει τη δυνατότητα στους απόφοιτους των κολεγίων να συμμετάσχουν σε διαγωνισμούς του υπουργείου Παιδείας. Δεν υπεισέρχομαι στην ουσία του νόμου, σημασία εδώ έχει η εναντίον του επιχειρηματολογία. Αυτή ανάγεται στο σύνθημα «Οχι στο προσοντολόγιο. Πτυχίο η μόνη προϋπόθεση για δουλειά». Οταν κάποιοι εκπαιδευτικοί απαξιώνουν τα «προσόντα», περισσότερες και ανανεωμένες γνώσεις δηλαδή – ευτυχώς υπάρχουν και πολλά φωτεινά αντιπαραδείγματα – και όταν το υπουργείο «θρησκεύεται» -αντιπαράδειγμα μόνο ο Νίκος Φίλης -, δεν είναι να απορεί κανείς για συμπεριφορές σαν αυτού του «μαθητή» αλλά και για τις γνώσεις πολλών νέων ανθρώπων.

Oι νέοι μας υποφέρουν από μια διαχρονικά καταστροφική εκπαίδευση, η οποία αγνοεί παντελώς την καλλιέργεια της αγάπης προς το διάβασμα, κοινός τόπος σε όλη την Ευρώπη, ακόμη και στην Ανατολική Ευρώπη του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ευρισκόμουν στη στρατοκρατούμενη Πολωνία του Γιαρουζέλσκι, όταν μαθητής του Γυμνασίου, αφού πρώτα είχε διαβάσει ολόκληρη την Αντιγόνη του Σοφοκλή, αναζητούσε απαντήσεις στο ερώτημα πώς μπορεί ο πολίτης να αντιπαλέψει τις αυταρχικές εξουσίες. Δεν το απαιτούσε αυτό η «ύλη» αλλά οι δάσκαλοί του. Στη δε ολοκληρωτική Βουλγαρία του Ζίβκοφ, καθηγητής Λυκείου μού έλεγε ότι έθεσε στους μαθητές του – αφού πρώτα είχαν διαβάσει ολόκληρο το «Καίσαρας Μπιροτό» του Μπαλζάκ, που μαζί με δεκάδες άλλα κλασικά και σύγχρονα μυθιστορήματα περιεχόταν στο Πρόγραμμα Σπουδών – το ερώτημα γιατί οι κλασικοί του 19ου αιώνα ασχολούνταν τόσο συχνά με τον κόσμο του χρηματιστηρίου και των αγορών.

Στη χώρα όπου προτεραιότητα έχουν οι «σχολικές μονάδες» και «το πτυχίο αρκεί», ακόμη και η απλή αναφορά σε ολοκληρωμένα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας φαντάζει κυνήγι ξωτικών του δάσους σε «όνειρο θερινής νυκτός». Μια ματιά να ρίξουμε σε τηλεοπτικά παιχνίδια για να αντιληφθούμε το χάος της φοιτήτριας Διεθνών Σχέσεων που στην ερώτηση «πείτε μας χώρες της Βαλτικής» ξεκινά με την Ισπανία και την Πορτογαλία ή του φοιτητή Γαλλικής Φιλολογίας που έχοντας μπροστά του τα γράμματα Φλ-μπερ αναζητεί γάλλο συγγραφέα και καταλήγει χωρίς αιδώ στον Φλάμπερ, ούτε καν Φλαμπέρ.

Να μην παραξενευόμαστε όταν και στην πολιτική ζωή συναντούμε τέτοιους νέους. Στα πολιτικά πάνελ κάποιοι «δεξιοί» νέοι θυμούνται το δίκαιο του αίματος για να καθορίσουν ποιοι δικαιούνται και ποιοι όχι επιδόματα και θεωρούν τις ανισότητες φυσικό φαινόμενο. Κάποιοι νεολαίοι «ριζοσπάστες αριστεροί» αυτοί, χαμένοι στη μετάφραση της ελπίδας που χάθηκε, πελαγοδρομούν μεταξύ του παλαιού ριζοσπαστισμού του ΣΥΡΙΖΑ και του προτεινόμενου εκσοσιαλδημοκρατισμού του κόμματός τους. Είναι εμφανές ότι δεν γνωρίζουν ούτε τον ριζοσπαστισμό ούτε τη σοσιαλδημοκρατία. Εχουν όμως μάθει απ’ έξω τη «συνεργασία των προοδευτικών δυνάμεων», οι οποίες κάποτε ήταν προδοτικές, αλλά σήμερα αναβαπτίστηκαν στην κολυμβήθρα των νέων αναγκών του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι καλύτερα τα πράγματα με τους «σοσιαλδημοκράτες» νέους. Αυτοί, κάτω από τα εικονίσματα του Ανδρέα Παπανδρέου, έχουν λυμένο το ζωνάρι να αντιπαλέψουν τους προδότες Μπλερ και Σρέντερ, τον νεοφιλελευθερισμό στην Ελλάδα του κρατισμού και να υποστηρίξουν τους «μη προνομιούχους». Αντί να μιλούν στους συνομήλικούς τους για την ανάγκη ενίσχυσης της δυναμικής Ελλάδας, προϋπόθεση για την ανόρθωση και των ασθενεστέρων, τους μιλούν με μια ορολογία και έναν τρόπο σκέψης κολλημένο στην Ελλάδα του 1974. Πολύ μακριά ακόμη και από το 1996-2004. Μιλούν για πράγματα, καταστάσεις και πρόσωπα της εποχής της Ελλάδας της «3ης Σεπτέμβρη», τα οποία στην Ελλάδα της παγκοσμιοποίησης και της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης είναι μακράν των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι σημερινοί νέοι. Νεογέροντες.

Και τα κόμματα; Αδιαφορούν και αυτά θανάσιμα για τα βιβλία και τις γνώσεις. Οι «κομματικές συνδιασκέψεις» και οι όποιες εξαγγελίες για κομματικές «ακαδημίες» γίνονται μόνο για να αναπαράγονται μηχανισμοί γύρω από τις ηγεσίες, και όχι για να λειτουργούν ως κυψέλες μόρφωσης και θύλακες κριτικής και αυτοκριτικής σκέψης. Οι δε «πολιτικοποιημένοι» νέοι, «γεννήματα-θρέμματα» κομματικών μηχανισμών, αδιαφορούν αλλά και φοβούνται τον κριτικό πολιτικό λόγο.

Εν τέλει, ανεξαρτήτως πολιτικού χώρου, αυτοί οι νεογέροντες δεν κατανοούν πως ο πολιτικός τους λόγος είναι συναισθηματικά στεγνός. Δεν σκέφτονται να διανθίσουν τους πολιτικούς τυφλοσούρτες που έχουν μπροστά τους με λίγη από την εμπειρία τους από τις συναναστροφές τους στα μπαρ, στα γήπεδα, στις παρέες, ακόμη και στις διαδικτυακές συνομιλίες τους. Και ούτε καν λίγη αυτονομία από «κομματικές ομαδούλες» και «αρχηγούς». Η πολιτική δεν θα γίνει εκ νέου θελκτική, αν και τα κόμματα δεν αποκτήσουν παιδευτικό κριτικό λόγο προωθώντας το διάβασμα και τη γνώση. Δυστυχώς όμως αυτά δεν τα κάνει ούτε η «Παιδεία» μας.

ΥΓ.: Τον νεολογισμό «νεογέροντες» δανείστηκα από τον εξ Ιωαννίνων φίλο Δημήτρη Σιώτο.

Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας. Το βιβλίο του «Το πρωτείο της Δημοκρατίας. Η σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.