Με την ιστορική ψηφοφορία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την περασμένη Τετάρτη διαδραματίστηκε η τελευταία πράξη ενός δράματος που άρχισε με τη μοιραία, όπως αποδείχθηκε, απόφαση του τότε πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον να παίξει στα ζάρια το ευρωπαϊκό μέλλον της χώρας του.

Η Βρετανία αποφάσισε λοιπόν να ζήσει μόνη της, ίσως «για να ξαναβρεί τον εαυτό της», όπως είθισται να λέγεται σε τέτοιες περιπτώσεις, διαλύοντας μια σχέση που κράτησε 47 – όχι πάντα ανέφελα – χρόνια. Η ΕΕ το αποδέχθηκε με «ανάμεικτα συναισθήματα» προτείνοντάς της να μείνουν «φίλοι» και αφήνοντας να εννοηθεί ότι η πόρτα της επιστροφής θα είναι πάντα ανοιχτή.

Στα χρόνια που μεσολάβησαν από το ιστορικό δημοψήφισμα του Ιουνίου του 2016, το κυρίως θέμα, η προοπτική δηλαδή του «χωρισμού», επισκιάστηκε από τις θυελλώδεις πολιτικές εξελίξεις στη Βρετανία και από τη συζήτηση για το είδος του διαζυγίου. Αν δηλαδή το Brexit θα ήταν «άτακτο» ή συντεταγμένο.

Ενα διαζύγιο, όμως, είτε συναινετικό είτε όχι, είναι πάντα ένα διαζύγιο, για το οποίο «φταίνε κι οι δυο». Το ποιος φέρει τη μεγαλύτερη ευθύνη δεν μπορεί εύκολα να απαντηθεί, ενώ και οι μακροπρόθεσμες συνέπειες της ιστορικής αυτής εξέλιξης θα αποκαλυφθούν σε βάθος χρόνου.

Το μόνο βέβαιο είναι ότι προς το παρόν και οι δύο πλευρές βγαίνουν τραυματισμένες και μετρούν απώλειες. Η βρετανική οικονομία από το 2016 έχει ήδη απολέσει λόγω Brexit 169 δισ. δολ., ενώ μέχρι την ολοκλήρωση της μεταβατικής περιόδου στο τέλος του 2020 θα έχει επιβαρυνθεί επιπλέον κατά περίπου 91,5 δισ. δολ.

Από την άλλη πλευρά, ο πληθυσμός της ΕE μειώνεται κατά 66 εκατομμύρια και η οικονομία της χάνει τα 2,6 τρισ. δολ. του βρετανικού ΑΕΠ. Παρά τις αμφιθυμίες, το Ηνωμένο Βασίλειο υπήρξε βασικός πυλώνας του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και η χώρα-μέλος με το υψηλότερο ποσοστό ενσωμάτωσης της κοινοτικής νομοθεσίας στο εσωτερικό της δίκαιο. Ο πρώην πρόεδρος της Koμισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ είχε προειδοποιήσει ότι όσοι κουνούν χαιρέκακα το μαντίλι στην άλλη πλευρά της Μάγχης πολύ σύντομα θα διαπιστώσουν ότι μια Ευρώπη χωρίς την αγγλοσαξονική διάστασή της είναι μια Ευρώπη ακρωτηριασμένη.

Ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω. Το ζητούμενο από εδώ και πέρα είναι ποιος θα ξεπεράσει γρηγορότερα τον χωρισμό και θα μπορέσει να σταθεί καλύτερα στα πόδια του. Πολλά θα εξαρτηθούν από το είδος της σχέσης στην οποία θα καταλήξουν κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου. Βρετανία και ΕΕ έχουν αποδείξει ότι δεν μπορούν «ούτε μαζί ούτε χώρια».