Ο ελληνικός λαός επέλεξε τον κ. Μητσοτάκη στις εκλογές της 7ης Ιουλίου του 2019 προκειμένου να αναλάβει το δύσκολο έργο ανασυγκρότησης και αναγέννησης της χειμαζόμενης οικονομίας.

Αυτή ήταν επί της ουσίας η εντολή που έλαβε. Οι εκλογείς, πολύ πριν στηθούν οι κάλπες, είχαν πεισθεί ότι ο κ. Τσίπρας δεν ήταν ο καταλληλότερος, είτε γιατί δεν μπορούσε, είτε για δεν πίστευε σε αυτή την αποστολή. Η πρότασή του φάνταζε παλαιά, δεν ικανοποιούσε την αδημονία των ψηφοφόρων έπειτα από δέκα χρόνια μακράς κρίσης.

Κοινώς δεν μπορούσαν να περιμένουν άλλο και έτσι επέλεξαν τον κ. Μητσοτάκη και τη μέθοδό του, που υποσχόταν γρήγορη και δυναμική ανάπτυξη.

Γι’ αυτό και αμέσως μετά τις εκλογές του περασμένου καλοκαιριού οι προσδοκίες για την οικονομία εκτοξεύθηκαν στα ύψη και διατηρούνται ακόμη υψηλές και ικανές να καλύπτουν τις όποιες φθορές υφίσταται η κυβέρνηση σε άλλα, εκτός της οικονομίας, πεδία.

Ωστόσο μετά την εκλογή του και ενόσω η προσοχή όλων ήταν στραμμένη στην οικονομία εισέβαλαν δυναμικά στο προσκήνιο θέματα εξωτερικής πολιτικής, άμυνας και μετανάστευσης, λόγω της όξυνσης των σχέσεων με τη γειτονική Τουρκία.

Η απαίτηση της Τουρκίας είναι πλέον ευρύτερη, ξεπερνά τις ελληνοτουρκικές διαφορές στο Αιγαίο, εκτείνεται στην ευρύτερη ζώνη της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, συνδέεται με το Κυπριακό και ιδιαιτέρως με τη διεκδίκηση μερίδας του λέοντος από τον υποθαλάσσιο πλούτο.

Με άλλα λόγια η κυβέρνηση Μητσοτάκη εξαιτίας των τουρκικών διεκδικήσεων και ενός επαπειλούμενου θερμού επεισοδίου κινδυνεύει να εκτραπεί του στόχου και του σκοπού της.

Πράγμα που ούτε ο πρωθυπουργός, ούτε η κυβέρνησή του επιθυμούν.

Γι’ αυτό και προσπαθούν να διαμορφώσουν, δια της διπλωματικής οδού, συνθήκες αποτροπής μιας ενδεχόμενης και επιδιωκόμενης πιθανώς από την άλλη πλευρά σύγκρουσης.

Ολες οι διπλωματικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης αυτό το σκοπό έχουν. Να αποκλείσουν την ένταση και αντιθέτως να διαμορφώσουν σταδιακά συνθήκες επανέναρξης του ελληνοτουρκικού διαλόγου.

Ολοι γνωρίζουν ότι αυτή η διαδικασία δεν είναι εύκολη, ούτε απλή. Και πιθανώς θα περάσει από σαράντα κύματα.

Ομως, κακά τα ψέματα, η χώρα δεν έχει περιθώρια για συγκρούσεις που μπορεί να αποφύγει.

Προέχει στην παρούσα φάση να αφοσιωθεί στην ανασυγκρότηση και ανασύνταξη της εθνικής οικονομίας.

Είναι αυτός ένας ρεαλιστικός εθνικός στόχος, ο μόνος που μπορεί να εγγυηθεί πραγματικά την εσωτερική συνοχή και βεβαίως το μέλλον.

ΤΟ ΒΗΜΑ