Η επίσκεψη του Πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον πραγματοποιήθηκε μέσα σε μία δύσκολη συγκυρία όπου, λόγω της διαμάχης των ΗΠΑ με το Ιράν, δεν ήταν εύκολο και πρόσφορο να επικεντρωθεί η προσοχή της διεθνούς κοινής γνώμης στις ελληνικές θέσεις για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ηταν όμως μια επίσκεψη επιβεβλημένη. Θεωρώ, εντούτοις, ότι οι δημόσιες τοποθετήσεις του Πρωθυπουργού δεν ήταν όσο ευθύβολες θα έπρεπε. Ο ελληνικός λαός επιθυμεί και προσδοκά από τον ηγέτη του να στέλνει ευκρινώς το μήνυμα της αποφασιστικότητας για την υπεράσπιση των εθνικών δικαίων, σε κάθε περίσταση. Επίσης, φάνηκε καθαρά πως το επιτελείο του δεν είχε προνοήσει και προετοιμάσει επαρκώς τον Πρωθυπουργό για όσα θα μπορούσαν να συμβούν σε μία συνάντηση με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, ιδιαίτερα τη στιγμή που εξελισσόταν η κρίση με το Ιράν. Και, τέλος, καθώς οι λέξεις έχουν μεγάλη σημασία στη διπλωματία, η επιλογή τους υπήρξε επιεικώς ατυχής: κάθε χώρα προτιμά, μεταξύ δύο, να επιλέξει έναν σύμμαχο που είναι «αξιόπιστος» από έναν σύμμαχο που είναι «προβλέψιμος»-«δεδομένος». Παρά ταύτα, θεωρώ ότι η συνολική αποτίμηση της επίσκεψης δεν ήταν αρνητική. (Και εάν ήταν, φρονώ ότι δεν θα έπρεπε να το διαλαλούμε.)

Είναι όμως φαιδρό και δημαγωγικό να χαρακτηρίζεται από την αξιωματική αντιπολίτευση η επίσκεψη ως «φιάσκο» με το αιτιολογικό ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ δεν καυτηρίασε ή δεν απείλησε ευθέως και δημοσίως την Τουρκία διότι, υποτίθεται, αυτό και τίποτε λιγότερο δεν θα έπρεπε να είναι το αντάλλαγμα που όφειλαν να μας δώσουν οι ΗΠΑ για τη στρατιωτική συμφωνία και τις διευθετήσεις σχετικά με τη βάση της Σούδας.

Ακόμη φαιδρότερη είναι η αναβλύζουσα μνήμες της «ηρωικής» διαπραγμάτευσης του 2015 πρόταση περί μη υπογραφής της συμφωνίας με τις ΗΠΑ που (ορθώς) προετοίμασαν οι ίδιοι ως κυβέρνηση! Το κυριότερο είναι ότι, δυστυχώς, με τον δημαγωγικό της οίστρο η αξιωματική αντιπολίτευση αναπαράγει και διευρύνει την επιρροή στην ελληνική κοινωνία ενός ιδιαίτερα βλαπτικού μύθου, μιας δοξασίας, η οποία δυστυχώς καλλιεργήθηκε επί δεκαετίες αν και δεν έχει απολύτως καμία σχέση με την πραγματικότητα. Οτι, δηλαδή, τα προβλήματά μας θα μας τα λύσουν κάποιοι σύμμαχοι, ισχυροί ή λιγότερο ισχυροί οι οποίοι, σε αντάλλαγμα διπλωματικών μας ελιγμών και παραχωρήσεων, θα κινητοποιηθούν για δικό μας λογαριασμό για να αποκρούσουν κάθε επίθεση και επιβουλή εναντίον  μας.

Δεν γνωρίζω καμία χώρα, από εκείνες τουλάχιστον με τις οποίες θέλουμε να συγκρινόμαστε, που να διακινούνται τόσο ευρέως τέτοιες ελαφρότητες. Η εξασφάλιση συμμάχων στο εξωτερικό, η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ενωση, οι συνεργασίες και οι συμπράξεις είναι απολύτως απαραίτητες. Πλην όμως αποτελούν στοιχεία επικουρικά στην εξωτερική πολιτική με την έννοια ότι είναι απλοί «πολλαπλασιαστές», μικρότεροι ή μεγαλύτεροι σε μέγεθος, της ισχύος της χώρας. Εάν η χώρα δεν έχει ισχύ η ίδια από μόνη της, τότε οι «πολλαπλασιαστές» αυτοί δεν έχουν τίποτα να πολλαπλασιάσουν. Οπως και στην απλή αριθμητική, το πολλαπλάσιο του μηδενός ισούται με μηδέν. Η ισχύς είναι το πρωτεύον, είτε ως «σκληρή» στρατιωτική δύναμη αποτροπής είτε ως «ήπια» ισχύς. Ομως, το σημαντικότερο, η δημιουργία και ενίσχυση της ισχύος τής χώρας είναι υπόθεση δική μας, των ελλήνων πολιτών, της ελληνικής κοινωνίας και των ηγεσιών της, όχι των συμμάχων μας.

Πρωταρχικό και απαραίτητο στοιχείο για τη δημιουργία εθνικής ισχύος είναι η ύπαρξη εθνικού φρονήματος και γνώσης τα οποία, εάν υφίσταντο σε επαρκή βαθμό, θα απέτρεπαν την καλλιέργεια και τη διάδοση μιας εξίσου παραπλανητικής δοξασίας που επίσης συσκοτίζει την πραγματικότητα και αποπροσανατολίζει την ελληνική κοινωνία. Οτι, δηλαδή, είναι δυνατή η εύρεση λύσεων που θα στηρίζονται στον κατευνασμό τής γείτονος.

Αναφέρομαι στις επαναλαμβανόμενες και μονότροπα διατυπωμένες προτροπές «ρεαλιστών» για εξεύρεση μιας συμβιβαστικής λύσης με την Τουρκία στα διμερή μας προβλήματα, με βάση το Διεθνές Δίκαιο και την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Κάτι που θα ήταν μία πρόταση προς συζήτηση, εάν δεν προσέκρουε σε δύο πολύ μεγάλα εμπόδια. Το πρώτο, ευρέως γνωστό στην κοινή γνώμη, αφορά τη δηλωμένη αδιαφορία και περιφρόνηση της Τουρκίας για το Διεθνές Δίκαιο και τη ρητή άρνησή της να προσφύγει από κοινού με τη χώρα μας στη Χάγη για τη διευθέτηση των δύο και μόνο θεμάτων, της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, που εμείς αναγνωρίζουμε ως διμερείς διαφορές – και τα οποία είναι ουσιαστικά ένα, η υφαλοκρηπίδα. Η Ελλάδα διαχρονικά θεωρεί, ορθώς, το Διεθνές Δίκαιο ως ακρογωνιαίο λίθο τής εξωτερικής της πολιτικής. Ομως αυτό δεν αρκεί. Θα πρέπει να το θεωρεί και η απέναντι πλευρά. Η οποία όμως, αντιθέτως, ακολουθεί πολιτική «σκληρής» ισχύος επιδιώκοντας διμερή διαπραγμάτευση και, μάλιστα, υπό την απειλή των όπλων. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Και μπορεί η εύνοια των θεών να μη μας λείψει, αλλά στα ανθρώπινα πράγματα μπορούμε να μιλάμε για δίκαιο μόνο όταν τα δύο μέρη έχουν ίση ισχύ, μας θυμίζει ο Θουκυδίδης.

Πέρα όμως από αυτή τη μικρή λεπτομέρεια, η οποία ακυρώνει πλήρως την πολιτική κατευνασμού, υπάρχει και κάτι άλλο πολύ σημαντικό το οποίο δεν συζητείται ευρύτερα. Εάν πράγματι η Ελλάδα πιστεύει στο Διεθνές Δίκαιο το οποίο επικαλείται, τότε το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να κάνει είναι να αποδείξει ότι το εφαρμόζει. Ο μόνος δε τρόπος να συμβεί αυτό είναι να ασκήσει τα δικαιώματά της ακριβώς έτσι όπως αυτά προβλέπονται από τις διεθνείς συμβάσεις. Αυτό σημαίνει, κυρίως, ότι θα πρέπει να ανακηρύξει την ελληνική ΑΟΖ.

Κανείς δεν θέλει τον πόλεμο και κανείς δεν πρέπει να θέλει τον πόλεμο. Ομως, ο επιθετικός πόλεμος είναι μία επιλογή του επιτιθέμενου, ενώ ο αμυντικός πόλεμος δεν είναι επιλογή αλλά αναγκαιότητα για τον αμυνόμενο. Η ελληνική κοινωνία πρέπει να είναι έτοιμη, πληροφορημένη και σε εγρήγορση. Η εθελοτυφλία και ο στρουθοκαμηλισμός, που παρουσιάζονται ως «ρεαλισμός», δεν βοηθούν σε τίποτε.

 

Ο κ. Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι καθηγητής Οικονομικών και τέως πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Συγγραφέας μαζί με τον Δημήτρη Α. Ιωάννου του βιβλίου «Ζήτημα εθνικής επιβίωσης» (Εκδόσεις Κριτική).