Η συστηματική αποτυχία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να επιβάλει κυρώσεις στην Τουρκία διευκόλυνε την πυροδότηση ενός νέου γύρου επιθετικών ενεργειών. Αυτός ο γύρος συνοδεύθηκε από μια σειρά καυστικών δηλώσεων κατά του Προέδρου της Γαλλίας για τον πρόσφατο αντι-σαλαφιστικό του νόμο και κατά των ΗΠΑ για τη διαμαρτυρία τους, επειδή η Τουρκία κατέστησε επιχειρησιακούς τους S-400.

Παράλληλα ο Ερντογάν έστειλε ένα σαφές μήνυμα στη Γερμανία, την ευρωπαϊκή δύναμη που τον προστάτευσε περισσότερο από κάθε άλλη χώρα ώστε να μην του επιβληθούν κυρώσεις με τη λογική ότι εάν επιλεγόταν ο δρόμος των κυρώσεων θα έκλεινε ο δρόμος των διερευνητικών επαφών. Με τη στάση του αυτή εξευτέλισε τη Γερμανία και υπέσκαψε την αξιοπιστία της διαμεσολαβητικής της πρωτοβουλίας, αφαιρώντας επιχειρήματα στήριξης της θέσης του εντός των επόμενων Ευρωπαϊκών Συμβουλίων.

Ο Ερντογάν δεν επιδιώκει και δεν έχει συνηθίσει να διαπραγματεύεται σε ισότιμη βάση. Η μόνη περίπτωση να προσέλθει σε διάλογο σε ισότιμη βάση είναι να του επιβληθεί (ή να απειληθεί ότι θα του επιβληθεί) χειροπιαστό κόστος για τις επιθετικές του συμπεριφορές, όπως αυτό που του επέβαλε η Ρωσία και ο Ασαντ στο μέτωπο του Ιντλίμπ (Φεβρουάριος 2020) και ο Πρόεδρος Σίσι στο μέτωπο της Λιβύης, όταν προειδοποίησε (Ιούλιος 2020) ότι τυχόν προέλαση του GNA δυτικά του άξονα της Σύρτης θα προκαλούσε την ένοπλη αντίδραση της Αιγύπτου.

Θα πρέπει να έχει γίνει σαφές ακόμη και στη Γερμανία ότι ο Ερντογάν θέλει να αλλάξει το πλαίσιο των διερευνητικών επαφών ώστε να εγγράψει ως θέματα συζήτησης τις μονομερείς του διεκδικήσεις. Ο Ερντογάν δεν μπόρεσε να ανεχθεί ότι οι διερευνητικές επαφές θα γίνονταν με όρους ισοτιμίας και επί της ατζέντας που δέχεται να συζητήσει η Αθήνα, δηλαδή την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών βάσει του Διεθνούς Δικαίου της θάλασσας, κάτι που έχουν επιβεβαιώσει δημόσια και η Γερμανία και οι ΗΠΑ.

Η Ελλάδα φυσικά δεν μπορεί να ανεχθεί συζήτηση επί των μονομερών διεκδικήσεων της Τουρκίας, οπότε το κρίσιμο ζήτημα είναι έως πότε θα συνεχίσει η Αθήνα να ανέχεται τις τουρκικές ενέργειες μέχρι το σημείο που Ευρωπαίοι και Αμερικανοί θα υποχρεώσουν τον Ερντογάν να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με όρους διεθνούς και όχι οθωμανικού δικαίου.

Το θετικό της «στρατηγικής υπομονής» που ακολουθείται είναι ότι αναδεικνύει την τουρκική διπροσωπία, μετατοπίζοντας σταδιακά το κέντρο βάρους των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων πλησιέστερα προς την επιβολή κυρώσεων έως τον Δεκέμβριο, ή τη μερική έστω επιβολή εμπάργκο πώλησης όπλων στην Τουρκία ή την ανάκληση της τελωνειακής της ένωσης με την ΕΕ, ιδίως εάν η Αγκυρα προχωρήσει σε μποϊκοτάζ γαλλικών προϊόντων.

Το αρνητικό της στρατηγικής αυτής είναι ότι αφήνει την πρωτοβουλία των κινήσεων στην Τουρκία και ότι εξαρτά τη δυναμικότητα και αποτελεσματικότητα της δικής μας αντίδρασης από τη στάση των συμμάχων μας, ενώ θα έπρεπε να ισχύει το αντίστροφο. Δηλαδή η κινητοποίηση των συμμάχων μας να αντανακλά τη δική μας αποφασιστικότητα να βάλουμε συγκεκριμένες κόκκινες γραμμές, ενδεχόμενη παραβίαση των οποίων θα επιφέρει εν ευθέτω χρόνω στρατιωτικά αντίμετρα.

Το δίλημμα συνίσταται στο πότε θα βάλουμε τις κόκκινες γραμμές. Θα μετατραπεί δε σε αδιέξοδο εάν αυτές οι κόκκινες γραμμές δεν τεθούν ποτέ, γιατί στην περίπτωση αυτή οι σύμμαχοί μας θα καταλήξουν να μας πιέζουν να δεχθούμε τους τουρκικούς όρους διαλόγου υπό απειλές στρατιωτικού καταναγκασμού.

Είναι προφανές ότι στην παρούσα συγκυρία και το παρόν γεωγραφικό μέτωπο κρίσης, όπου η υφαλοκρηπίδα μας είναι ακαθόριστη και η παραβίαση είναι παροδική και όχι ανήκεστος – όπως θα είναι εάν επιτραπεί να γίνει τουρκική γεώτρηση – το ζωτικό κυριαρχικό μας δικαίωμα είναι η προάσπιση της υφιστάμενης αιγιαλίτιδας ζώνης, κάτι που επιβάλλεται ήδη επί του πεδίου πέραν της γραμμής των 6 ν.μ. από τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις. Αυτό δεν συνεπάγεται ότι χάνουμε το δικαίωμα επέκτασης στα 12 ν.μ.

Ωστόσο, εάν εμφανισθεί το «Oruc Reis» στο Αιγαίο, νοτίως της Κρήτης ή εντός της ελληνοαιγυπτιακής ΑΟΖ, ή επιχειρηθεί μετά από 9-12 μήνες γεώτρηση στις περιοχές των υφιστάμενων NAVTEX, τότε η αντίδρασή μας δεν μπορεί παρά να συμπεριλάβει ενεργά στρατιωτικά αντίμετρα εάν η ευρω-αμερικανική διπλωματία συνεχίσει να αποτυγχάνει στην αποτροπή της τουρκικής παραβατικότητας.

Σε διαφορετική περίπτωση, κάτι τέτοιο θα ήταν αυτοκτονικό από πλευράς μας με δεδομένη την ιστορία των ελληνοτουρκικών αντιπαραθέσεων στο Αιγαίο το 1976 και το 1987 αλλά και πιο πρόσφατα την οριοθέτηση των ελληνικών τεμαχίων εξερεύνησης υδρογονανθράκων νότια της Κρήτης και τη συμφωνία ΑΟΖ με την Αίγυπτο, τα οποία θα κληθούμε να επιβεβαιώσουμε εμπράκτως.

Ο κ. Θεόδωρος Τσακίρης είναι αναπληρωτής καθηγητής Γεωπολιτικής και Ενεργειακής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.