«Η κουζίνα της ζωγραφικής, ίσως επειδή ο πατέρας μου ήταν διεθνούς φήμης chef,  με ενδιέφερε πάντοτε και πάντοτε “έπαιζα” με τα διάφορα υλικά της. Σαν μάγειρος και εγώ με τη μόνη διαφορά ότι από εγωϊσμό αυτά που έφτιαχνα ήθελα να μένουν για πάντα (;) και όχι να γίνονται….εδέσματα. »

Ένα τοίχος έχει την δική του ιστορία. Γραμματοκιβώτιο σε τοίχο όπου διαφημίζεται η ELCO με φόντο την Αθήνα της δεκαετίας του 1970

Αυτά, ανάμεσα σε άλλα, αναφέρει σήμερα ενώ κοιτάζει προς το παρελθόν, ο εικαστικός Πέτρος Ζουμπουλάκης, ο οποίος την επόμενη εβδομάδα παρουσιάζει στη ΣΤΟart ΚΟΡΑΗ μια ιδιαίτερη αναδρομική έκθεση πρωταγωνίστρια της οποίας είναι η ελληνική πρωτεύουσα (εγκαίνια Πέμπτη 9 Ιανουαρίου). Η Αθήνα. Η πόλη του, με την οποία έχει αναπτύξει «μια σχέση αγάπης και μίσους. Στην Αθήνα γεννήθηκα, στην Αθήνα μεγάλωσα, την γνώρισα σε όλες τις μεταλλάξεις της, η Αθήνα με πονάει καθημερινά.»

Ένα μπουκάλι νερό Γεράνι Λουτρακίου ορθώνεται μπροστά από την Αθήνα της δεκαετίας του 1970

Για τον Π. Ζουμπουλάκη η απεικόνιση της Αθήνας δεν ήταν τιποτ’ άλλο παρά μια αέναη και διαρκής προσπάθεια «μετουσίωσης της βάναυσης καθημερινότητάς της από “ρεπορτάζ” σε ζωγραφική, κρατώντας τα ουσιώδη συστατικά της και τη συγκίνηση που ένιωθα κάθε φορά».

Στη δεκαετία του 1960 ο Ελληνας γίνεται «θύμα» της καταναλωτικής κοινωνίας

Στα χρόνια των σπουδών του στη Σχολή Καλών Τεχνών και στα πλαίσια κάποιας υποτροφίας για τη μελέτη της βυζαντινής και μεταβυζαντινής ζωγραφικής, ο έμπειρος αυτός ζωγράφος (που εφέτος κλείνει 50 χρόνια από την πρώτη ατομική παρουσία του στο ελληνικό καλλιτεχνικό γίγνεσθαι), έμαθε να φτιάχνει τις προετοιμασίες δημιουργώντας τις κατάλληλες επιφάνειες (απομίμηση τοίχου) για να ζωγραφίσει τις εικόνες ή τα μοτίβα που μελετούσε σε ναούς και μονές.

Δρόμος της Αθήνας με το παραδοσιακό περίπτερο και το μπλε λεωφορείο κάποια βροχερή ημέρα στη δεκαετία του 1970

«Ήταν μια συναρπαστική απασχόληση να βλέπεις να ζωντανεύει μπροστά σου σχεδόν σαν το πραγματικό και στις φυσικές του διαστάσεις, το πρόχειρο σκαρίφημα από κάποια π.χ. τοιχογραφία (φρέσκο) του 14ου αιώνα που αντέγραψες πρόχειρα σε χαρτί, όχι χωρίς και μια δόση φαντασίας» λέει. Ταυτόχρονα του δινόταν η ευκαιρία να πειραματισθεί με τις ματιέρες αποδίδοντας τις φθορές, την υγρασία, την απολέπιση της εικόνας, την πατίνα του χρόνου, την κάπνα από τα κεριά, την ασάφεια των μορφών από επεμβάσεις άλλων χεριών, άλλων καιρών, τις ρωγμές από σεισμούς, την μούχλα και τόσα άλλα.

Η πλατεία Ομονοίας έτσι όπως την απέδωσε ο Π. Ζουμπουλάκης

«Αυτά έδιναν στην εικόνα ένα ξεχωριστό ρεαλισμό και σε μένα ένα μεθύσι δημιουργικό.» Η τεχνική αυτή τον ακολούθησε σε όλα τα στάδια της δουλειάς του. Τα χρόνια της επταετίας, ή και πιο πριν ακόμα, τον έζωσαν οι πολιτικό-κοινωνικοί του προβληματισμοί που πάντα τον διακατείχαν. «Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα απαιτούσε, για να μην πω εξωθούσε σε ενεργή στράτευση» λέει χαρακτηριστικά.

Εργο του Π. Ζουμπουλάκη στο οποίο εικονίζεται ο ίδιος με την πλάτη σε έναν τοίχο

Στα Εξάρχεια όπου επί σειρά ετών βρισκόταν εργαστήρι του τα ξαναείδε όλα αυτά «εν υπαίθρω», στους εξωτερικούς τοίχους της περιοχής. Εγιναν το ιδανικό πλαίσιο και φόντο για να εκφράσει αυτούς τους προβληματισμούς.

Κατάστημα ανδρικών ρούχων στην οδό Χαριλάου Τρικούπη, λίγο πριν το πρωϊνό άνοιγμα

«Ο τοίχος έχει τη δική του ιστορία κυριολεκτικά, το φορτίο του από μνήμες αλλά και με νέα μοτίβα τώρα: ρεκλάμες, αφίσες σχισμένες, συνθήματα πολιτικά, αναρχικά αθλητικά ακόμη και θρησκευτικά με σπρέυ, γκράφιτι, λερώματα, καλώδια, ρωγμές,σωλήνες που τραυματίζουν τους σοβάδες, η σκόνη που ζυμώνεται με τη βροχή και το καυσαέριο. Αν απομόνωνες ένα κομμάτι ήταν τέλειος ζωγραφικός πίνακας με μοντέρνα αισθητική και ταυτόχρονα πολιτικό σχόλιο.»

Ερασιτεχνικό γήπεδο της δεκαετίας του ’60 στο οποίο εμφανίζεται διαφήμιση της ELCO

Θέματα-προκλήσεις για τον ζωγράφο που τα παρατηρούσε αχόρταγα, τα φωτογράφιζε και δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει στο εργαστήρι μου, για να τα εκτελέσει με «όσο το δυνατόν πιο ανατριχιαστική ακρίβεια για να τα εντάξω στη δουλειά μου.»

Αποψη της Αθήνας το 1976

Εσωτερικοί και εξωτερικοί τοίχοι, σπιτιών παλαιών (μεσοπολέμου), άλλα νεοκλασικά και άλλα όχι απαραιτήτως, όπως δεν ήταν και το δικό του, εκεί όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κυψέλη. «Οι τοίχοι έχουν πολλά να μαρτυρήσουν και να διηγηθούν….»

 

Πέραν όλων αυτών βέβαια, η έκθεση «αναδεικνύει για άλλη μια φορά τη μεγάλη ζωγραφική του Πέτρου Ζουμπουλάκη» όπως αναφέρει η Ιστορικός Τέχνης Βένια Παστάκα αναφερόμενη στην «σχεδιαστική άνεση» και στην «αρμονία χρώματος και σύνθεσης», ενός «μοντέρνου κλασικού και ταυτόχρονα κλασικού μοντέρνου» εικαστικό. Λέει η Ιστορικός: «Η τέχνη του Ζουμπουλάκη υπάρχει εδώ για να μας θυμίζει όλες αυτές τις αισθητικές αξίες που μοιάζουν να χάνονται. Ένας ακάματος εργάτης του πινέλου και του χρώματος. Υφολογικά ρεαλιστής αλλά όχι μέσα από την στείρα και ψυχρή αναπαράσταση. Στοιχεία σουρεαλισμού μπλέκονται στο έργο του συχνά, δημιουργώντας έναν διάλογο μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας. Πρωτίστως Ζωγράφος.»