Μπορούμε ίσως να συμφωνήσουμε ότι κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης – και όχι μόνο κατά τα τελευταία χρόνια – υπήρχαν συχνά βίαιες συγκρούσεις, παράνομες ενέργειες και σχεδόν πλήρης ασυδοσία σε ορισμένα πανεπιστήμια της χώρας μας. Μένει να δούμε αν ο νέος νόμος που δημιουργήθηκε μπορεί να εγγυάται τις συνθήκες ελεύθερης μάθησης, έρευνας και διακίνησης των ιδεών στο πανεπιστήμιο, βέβαια με την προστατευτική αρωγή του κράτους δικαίου στον ευαίσθητο αυτόν χώρο. Για να γίνουν αυτά, πρέπει να απαλλαγούμε από ορισμένες πλάνες και ιδεοληψίες της Μεταπολίτευσης: μία από αυτές είναι η ταύτιση του ασύλου με τις ακαδημαϊκές ελευθερίες.

Αν δούμε ιστορικά την ελευθερία διδασκαλίας, μάθησης και έρευνας στα πανεπιστήμια, διαπιστώνουμε ότι οι ελευθερίες αυτές ορίζονται και προσλαμβάνονται με τα κυρίαρχα κριτήρια κάθε κοινωνίας και εποχής. Σήμερα θεωρείται, μάλλον, ως δεδομένο ότι οι βασικές αυτές ελευθερίες των πανεπιστημίων είναι εγγυημένες και ουσιαστικές μόνο σε συνθήκες δημοκρατίας: στη βάση του πλουραλισμού των ιδεών και αντίστοιχα του ανταγωνισμού των πολιτικών κομμάτων στο πλαίσιο του κοινοβουλευτισμού. Γνωρίζουμε από τις εμπειρίες δικτατορικών και αυταρχικών καθεστώτων πως όταν μονοπωλείται η εξουσία μόνο από ένα κόμμα, τότε οι κοινωνικές όπως και οι ακαδημαϊκές ελευθερίες συνθλίβονται και καταργούνται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.

Το γνωστό σε εμάς «πανεπιστημιακό άσυλο» συνδέεται, συνήθως, με τις «ελευθερίες» που δόθηκαν από την κοσμική και την εκκλησιαστική εξουσία στα πρώτα μεσαιωνικά πανεπιστήμια, με τη μορφή ειδικών προνομίων. Ομως, στις «ελευθερίες» αυτές δεν είχε περίοπτη θέση η ελευθερία διδασκαλίας, μάθησης και έρευνας χωρίς λογοκρισία. Στις προνομιακές «ελευθερίες» των μεσαιωνικών πανεπιστημίων ανήκε, κυρίως, η απαλλαγή από ορισμένα οικονομικά – φορολογικά και άλλα βάρη που έπεφταν στους ώμους των άλλων κοινωνικών ομάδων και παράλληλα κάποια «ελευθερία» διαχείρισης των πανεπιστημιακών υποθέσεων από τους καθηγητές και τους φοιτητές – σε συνεργασία με τις τοπικές και τις οικουμενικές αρχές (Πάπα, βασιλιά). Οταν άρχισαν να δημιουργούνται τα πανεπιστήμια από «ελεύθερα» σωματεία καθηγητών και σπουδαστών ή από συντεχνίες καθηγητών, ιδιαίτερα σε ορισμένες πόλεις της Ιταλίας και της Γαλλίας, δεν υπήρχαν οι σημερινές θεσμικές ελευθερίες και τα αστικά δικαιώματα. Πέρα από τον ανταγωνισμό της ανερχόμενης κοσμικής εξουσίας έναντι της εκκλησιαστικής, είχε αρχίσει να αναπτύσσεται η οικονομία της ελεύθερης αγοράς. Με την επέκταση της αγοράς άρχισαν να δημιουργούνται νέα πρότυπα πόλεων, οι οποίες εξελίσσονταν σε εμπορικά και βιοτεχνικά, εμπορικά και εργασιακά κέντρα. Με τα πρωτόγνωρα εργασιακά πρότυπα στις νέες πόλεις, άρχισαν να δημιουργούνται νέες ανάγκες για γραμματείς, συμβολαιογράφους, νομικούς, γιατρούς, καθηγητές και άλλους ειδικούς: η ζήτηση αυτή ειδικών ήταν ο πρώτος παράγοντας για τη δημιουργία των μαζικών πανεπιστημίων. Σε ένα καθεστώς όπου η «ελευθερία» άσκησης μιας βιοποριστικής τέχνης προσφερόταν μόνο στη μορφή αποκλειστικών προνομίων σε ορισμένα μόνο σωματεία και συντεχνίες, οι καθηγητές και οι σπουδαστές άρχισαν επίσης να αποκτούν τα «σωματειακά δικαιώματα» «ελεύθερης» διδασκαλίας και μάθησης υπό τη μορφή «ειδικών προνομίων».

Βέβαια, τα προνόμια αυτά δεν αποτελούσαν σταθερές εγγυήσεις εναντίον της λογοκρισίας στα πανεπιστήμια. Για παράδειγμα, στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού είχε απαγορευτεί από το 1210 η διδασκαλία της Φυσικής και της Μεταφυσικής του Αριστοτέλη, με αναβίωση της απαγόρευσης το 1215 και το 1228 από τον Πάπα. Ωστόσο, το Πανεπιστήμιο της Τουλούζης, με την ίδρυσή του το 1229, για να προσελκύσει «φοιτητική πελατεία» ανακοίνωσε ότι σ’ αυτό θα διδάσκονται όλα τα βιβλία του Αριστοτέλη που έχουν απαγορευτεί στο Παρίσι (με αποτέλεσμα την άρση της σχετικής απαγόρευσης του Πάπα). Ποιος λέει ότι ο ανταγωνισμός είναι εναντίον της ελευθερίας των ιδεών στο πανεπιστήμιο;

Τα παραπάνω ιστορικά στοιχεία είναι ίσως αρκετά για να δούμε ότι: το σημερινό πανεπιστήμιο, όσο πιο αποκομμένο παραμένει από την κοινωνία, τον ελεύθερο ανταγωνισμό των ιδεών και το συντεταγμένο κράτος δικαίου, τόσο περισσότερο είναι ευάλωτο από ιδεολογικά και δογματικά περιχαρακωμένες ομάδες, που έχουν ως βασική αρχή το αντιεπιστημονικό «πίστευε και μη ερεύνα». Τα όρια από το σημείο αυτό μέχρι τις βίαιες και παράνομες δράσεις είναι ρευστά. Ηδη ο Αριστοτέλης προειδοποιεί στα «Πολιτικά» του ότι «χωρίς νόμους» και θεσμικούς κανόνες «επικρατεί το θηρίο στον άνθρωπο». Ακριβώς από τη σκοπιά αυτή μπορούμε να ερμηνεύσουμε τις ακραίες τάσεις ανομίας και βίαιης αυθαιρεσίας που είδαμε να επικρατούν συχνά, ιδιαίτερα σε ορισμένα πανεπιστήμια, κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Οι τάσεις αυτές επικράτησαν επειδή το άσυλο παρερμηνεύτηκε και εφαρμόστηκε σαν να υπήρχε ένα υποτιθέμενο «τέλος της ιστορίας»: μια εξ αποκαλύψεως «αλήθεια», οπότε κάθε άλλη αναζήτηση είναι πλέον περιττή και άχρηστη! Ετσι δημιουργήθηκε η γνωστή σύγχυση με τον όρο του ασύλου.

Σήμερα, με τον νέο νόμο και χωρίς τις ιδεοληψίες και τις πλάνες της Μεταπολίτευσης πρέπει, επιτέλους, να δούμε ότι στο πανεπιστήμιο (το οποίο θεωρείται ο ναός της επιστήμης) δεν επιτρέπονται αυθαίρετες δράσεις και βιαιοπραγίες, με απουσία ή αδράνεια του κράτους δικαίου και των θεσμικά οριοθετημένων οργάνων του. Βέβαια, αμέσως μετά τη δικτατορία ήταν αδύνατο να εξαφανιστούν από τη μια μέρα στην άλλη τα κρούσματα αυθαίρετων αστυνομικών ενεργειών. Ωστόσο σήμερα, μετά τις ακρότητες που επεκράτησαν (κατ’ αρχάς ως αντίθεση προς την αυταρχικότητα της δικτατορίας), η ασυδοσία που ακολούθησε με τις παρερμηνείες του ασύλου έφθασε σε τόσο ακραίο βαθμό ώστε κάθε καλοπροαίρετος πολίτης θέλει την εφαρμογή του κράτους δικαίου και στο πανεπιστήμιο: βέβαια μόνο με έννομο – θεσμικό τρόπο και μακριά από την αυθαίρετη αστυνομοκρατία.

Ο κ. Στέλιος Χιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης.