Πριν από περίπου δύο χρόνια μια ομάδα δημοσιογράφων και αναλυτών από την Ελλάδα συνομιλούσε με υψηλόβαθμο αξιωματούχο στο ισραηλινό υπουργείο Εξωτερικών για τις εξελίξεις στη Συρία. Μετά την αρχική συζήτηση για τους κινδύνους που εγκυμονούσε για την εθνική ασφάλεια του Ισραήλ η παρουσία ιρανικών δυνάμεων στην αραβική χώρα, ο αξιωματούχος δεν έκρυψε τα λόγια του σχετικά με τον κομβικό ρόλο που ήδη διαδραμάτιζε στις εξελίξεις η παρουσία της Ρωσίας. «Αυτή τη στιγμή», είχε πει, «ο Βλαντίμιρ Πούτιν είναι ο πιο αξιόπιστος συνομιλητής του Βενιαμίν Νετανιάχου. Η Ρωσία έχει επιστρέψει στη Μέση Ανατολή και ο τρόπος προσέγγισης της Μόσχας τής επιτρέπει να έχει επαφές με όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές».

Οι συνέπειες της έλλειψης στρατηγικής

Το στιγμιότυπο αυτό θα μπορούσε να περιγράφει άνετα όσα συμβαίνουν σήμερα στη Συρία αλλά και στην ευρύτερη καυτή ζώνη της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής.

Μέσα σε αυτό το δαιδαλώδες σκηνικό, η Μόσχα αναδεικνύεται στον μεγάλο κερδισμένο των εξελίξεων. Από την απόφαση του προέδρου Πούτιν να προστρέξει, τον Σεπτέμβριο του 2015, σε βοήθεια του Μπασάρ αλ Ασαντ, η επιρροή της Ρωσίας βαίνει συνεχώς αυξανόμενη τόσο στη Μέση Ανατολή όσο και στη Βόρεια Αφρική. Εκμεταλλευόμενη την έλλειψη στρατηγικής εκ μέρους των Ηνωμένων Πολιτειών και τη γενικότερη μείωση της επιρροής τους στην περιοχή, η Μόσχα επιδιώκει μέσα από ένα πλέγμα στρατιωτικής παρουσίας, διπλωματικών επαφών και οικονομικής συνεργασίας να διαμορφώσει διαύλους επικοινωνίας με όλους τους εμπλεκομένους.

Οι αντιφάσεις ΗΠΑ και η Κοινή Δήλωση

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αποσπασματικότητα των αμερικανικών αντιδράσεων σε μία προσπάθεια να μην πληγεί ανεπανόρθωτα το γόητρο των Ηνωμένων Πολιτειών κατέδειξε ότι η εξωτερική πολιτική της υπερδύναμης διέπεται από σοβαρές αντιφάσεις. Ο πρόεδρος Τραμπ επιχείρησε αρχικά να μεταπείσει τον κ. Ερντογάν με μία προσωπική εποστολή γραμμένη σε μία γλώσσα που εξισωνόταν με τα όρια του γραφικού. Ακολούθησε η έκδοση της Εκτελεστικής Διαταγής για την επιβολή ελαφρών κυρώσεων που δεν θα μπορούσαν να αλλάξουν την άποψη του τούρκου προέδρου – μία κίνηση που έφερε τον πρόεδρο σε αντιπαράθεση ακόμη και με Ρεπουμπλικανούς συμμάχους του στο Κογκρέσο. Η αμερικανική αδυναμία κατέστη εμφανέστερη μετά την έκβαση των συναντήσεων στην Αγκυρα από τον αντιπρόεδρο Μάικ Πενς και τον υπουργό Εξωτερικών Μάικ Πομπέο.

Η Κοινή Δήλωση για τη Βορειοανατολική Συρία είναι ένα κείμενο που ο κ. Ερντογάν – και μαζί με αυτόν ο Βλαντίμιρ Πούτιν – δεν θα μπορούσε να αναμένει ούτε στα καλύτερα όνειρά του. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνωρίζουν καθαρά (σημείο 9 της δήλωσης) «τη συνεχιζόμενη σημασία και λειτουργικότητα της ζώνης ασφαλείας με σκοπό την αντιμετώπιση των ανησυχιών εθνικής ασφαλείας της Τουρκίας, την επανασυλλογή των βαρέων όπλων του YPG και την απενεργοποίηση των οχυρώσεων και των υπολοίπων μάχιμων θέσεών του». Επιπλέον, επισημαίνεται σαφώς (σημείο 10) ότι «η ζώνη ασφαλείας θα επιβληθεί πρωτευόντως από τις τουρκικές Ενοπλες Δυνάμεις και οι δύο πλευρές θα ενισχύσουν τη συνεργασία τους σε όλες τις πτυχές της εφαρμογής της». Μετά από αυτά τα δύο κρίσιμα σημεία, η συμφωνία των δύο πλευρών ότι «η τουρκική πλευρά θα παύσει την Επιχείρηση Πηγή Ειρήνης ώστε να επιτραπεί η αποχώρηση του YPG από τη ζώνη ασφαλείας εντός 120 ωρών» δεν μπορεί παρά να συνδυαστεί με τη συνάντηση που αναμένεται στις 22 Οκτωβρίου στο Σότσι μεταξύ Πούτιν και Ερντογάν και η οποία χαρακτηρίζεται ως «κλειδί» για την επόμενη μέρα στο Συριακό. Από την άποψη αυτή, η προγραμματισμένη για τις 13 Νοεμβρίου επίσκεψη του τούρκου ηγέτη στην Ουάσιγκτον ίσως να αποκτά μικρότερη σημασία.

Οι ρωσικές κινήσεις στο παρασκήνιο

Εμπειροι παρατηρητές σημείωναν ότι όσα συμβαίνουν το τελευταίο διάστημα στο «συριακό παζλ» έχουν ένα παρασκήνιο πολύ βαθύτερο. Η τηλεφωνική συνομιλία της 6ης Οκτωβρίου μεταξύ των κ.κ. Τραμπ και Ερντογάν επέτρεψε στην Τουρκία να πραγματοποιήσει την κίνηση εκείνη που θα έστελνε τους Κούρδους της Συρίας στην «αγκαλιά» του Ασαντ ώστε να αποφύγουν μια συντριπτική ήττα. Η Μόσχα ήταν έτοιμη να λειτουργήσει ως γεφυροποιός, ώστε η Δαμασκός και οι Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF) – βασικός πυλώνας των οποίων ήταν το κουρδικό YPG, παρακλάδι του ΡΚΚ – να έλθουν κοντά. Υπενθυμίζεται ότι στις 7 Οκτωβρίου, μία ημέρα μετά τη συνομιλία Τραμπ – Ερντογάν, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντιμίτρι Πεσκόφ είχε επισημάνει ότι η Ρωσία αναγνωρίζει το δικαίωμα της Τουρκίας να εγγυηθεί την ασφάλειά της.

Ο τούρκος πρόεδρος συνομίλησε και με τον κ. Πούτιν στις 9 Οκτωβρίου, ανήμερα της έναρξης της επίθεσης. Στην ανακοίνωση που εκδόθηκε αμέσως μετά από τη ρωσική πλευρά τονιζόταν με έμφαση ότι αυτό που ενδιέφερε τη Μόσχα ήταν να μην πληγούν οι προσπάθειες επίλυσης της συριακής κρίσης. Επίσης, ότι οι δύο πλευρές «επαναβεβαίωσαν τη σημασία της διασφάλισης της ενότητας και της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας καθώς και του σεβασμού της κυριαρχίας της». Παράλληλα, η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν οι δύο χώρες που έθεσαν βέτο στο ψήφισμα που κατέθεσαν οι ευρωπαϊκές χώρες-μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για καταδίκη της τουρκικής εισβολής.

«Στρώνει» το έδαφος για τον Ασαντ

Προς το παρόν, η Μόσχα έχει αναλάβει να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις της συνεννόησης του καθεστώτος Ασαντ με τους Κούρδους της Συρίας και να καλύψει το κενό ασφαλείας που αφήνει η αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη Βόρεια Συρία. Ρωσικά και συριακά στρατεύματα καταλάμβαναν τις τελευταίες ημέρες στρατηγικές θέσεις σε πόλεις όπως το Κομπάνι, η Μανμπίτζ και η Ράκα (άλλοτε πρωτεύουσα του Ισλαμικού Κράτους). Αυτό που επιθυμεί η Μόσχα είναι να ενισχυθεί όσο γίνεται περισσότερο η θέση του καθεστώτος Ασαντ και των περιοχών που ελέγχει. Παράλληλα, η Μόσχα ελέγχει τις στρατιωτικές εξελίξεις στη Συρία και δύσκολα μπορούν τρίτοι παίκτες να δράσουν εκεί αυτόνομα.

Πρέπει να επισημανθεί ότι τον Δεκέμβριο του 2018, όταν και πάλι ο πρόεδρος Τραμπ είχε αιφνιδιάσει το επιτελείο του ανακοινώνοντας την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από τη Συρία (τελικώς αποχώρησαν οι μισοί από τους περίπου 2.200 άνδρες των Ειδικών Δυνάμεων, παράλληλα όμως παραιτήθηκαν λόγω διαφωνίας ο υπουργός Αμυνας Τζέιμς Μάτις και ο ειδικός προεδρικός απεσταλμένος Μπρετ Μακ Γκερκ για τον Παγκόσμιο Συνασπισμό κατά του Ισλαμικού Κράτους), είχε προηγηθεί άλλη μία τηλεφωνική συνομιλία με τον κ. Ερντογάν. Τότε η επιχείρηση για τη δημιουργία ζώνης ασφαλείας δεν προχώρησε. Ο κ. Πούτιν όμως είχε ρίξει μία άλλη ιδέα στο τραπέζι.

Το Πρωτόκολλο των Αδάνων

Η ιδέα αυτή δεν ήταν άλλη από την αναβίωση του Πρωτοκόλλου των Αδάνων. Χρονολογούμενο από το 1998, το Πρωτόκολλο αυτό είχε υπογραφεί μεταξύ Δαμασκού και Αγκυρας ώστε να ανασχεθεί η δράση του ΡΚΚ που χρησιμοποιούσε ως ορμητήριο τη Συρία. Η Δαμασκός ανέλαβε να κλείσει τα στρατόπεδα της οργάνωσης, να φυλακίσει μέλη και να εκδιώξει από το έδαφος της χώρας τον ηγέτη του ΡΚΚ Αμπντουλάχ Οτσαλάν (σε ένα διπλωματικό θρίλερ που ενέπλεξε και την Ελλάδα). Μια ανανεωμένη έκδοση του Πρωτοκόλλου των Αδάνων θα εκπλήρωνε δύο στόχους: πρώτον, την αποτροπή δημιουργίας αυτόνομης κουρδικής οντότητας εντός της μετεμφυλιακής Συρίας και, δεύτερον, θα διασφάλιζε την κυριαρχία του καθεστώτος Ασαντ. Παράλληλα, θα άνοιγε τον δρόμο για να προχωρήσει η ειρηνευτική διαδικασία που έχει εγκαθιδρυθεί από τη Διαδικασία της Αστάνα, στην οποία συμμετέχουν η Ρωσία, η Τουρκία και το Ιράν και στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται η Συριακή Συνταγματική Επιτροπή.

Η ανανέωση του Πρωτοκόλλου των Αδάνων θα λειτουργούσε καθησυχαστικά και για το Ιράν, κάτι που προκύπτει και από σχετικές δηλώσεις του ιρανού υπουργού Εξωτερικών Μοχάμαντ Τζαβάντ Ζαρίφ. Η Τεχεράνη δεν είδε θετικά την τουρκική εισβολή καθώς η επίθεση εναντίον των Κούρδων της Συρίας θα μπορούσε να ξεσηκώσει τον κουρδικό πληθυσμό στην ιρανική επικράτεια. Βέβαια, η Τεχεράνη δεν επιθυμεί κουρδική αυτόνομη παρουσία στη Συρία και από την άποψη αυτή συντάσσεται με τη Μόσχα στο θέμα της διεύρυνσης της ισχύος του καθεστώτος Ασαντ.

Ο νέος ρόλος της Μόσχας και οι συμμαχίες

Οι διπλωματικοί σχεδιασμοί επί χάρτου δεν υλοποιούνται πάντοτε με απόλυτη ακρίβεια. Ωστόσο, με δεδομένη την επιθυμία Τραμπ να αποχωρήσει από τους «ατελείωτους πολέμους», όπως τους ονομάζει, ο ρόλος της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή ενισχύεται εντυπωσιακά. Η επιθυμία της Μόσχας για διατήρηση του status quo και για προώθηση μίας πολυπολικής τάξης πραγμάτων ηχεί όμορφα στα αυτιά των ηγετών της περιοχής. Η πλέον χαρακτηριστική κίνηση της Ρωσίας είναι το Σχέδιο για την Ασφάλεια στη Μέση Ανατολή που πρωτοπαρουσιάστηκε τον περασμένο Ιούλιο και προωθήθηκε στην πρόσφατη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών. Ουσιαστικά η Μόσχα επιδιώκει, ακόμη κι αν το σχέδιο είναι δύσκολο, τη δημιουργία ενός ΟΑΣΕ του Περσικού Κόλπου που θα κατοχυρώνει τον ηγετικό της ρόλο. Η Μόσχα έχει καλέσει να συμμετάσχουν σε αυτό το σχήμα τόσο τις ΗΠΑ και την Κίνα όσο και την ΕΕ.

Ρωσικό μεταγωγικό μεταφέρει τμήματα των S-400 στην Τουρκία. Και η Σαουδική Αραβία έχει ανακοινώσει την πρόθεσή της να προμηθευθεί το πυραυλικό σύστημα. Ενδιαφέρον θα έχει η αντίδραση Τραμπ…

Δύο βάσεις στη Συρία και βλέπει μακρύτερα…

Τέσσερα χρόνια μετά τη στρατιωτική της επέμβαση, η Μόσχα διαθέτει πλέον δύο βάσεις στην αραβική χώρα. Πέρα από τη ναυτική βάση στην Ταρτούς (η οποία έχει εκσυγχρονιστεί), που αυξάνει το ναυτικό αποτύπωμα της Ρωσίας στην Ανατολική Μεσόγειο, υπάρχει και η αεροπορική βάση Χμαϊμίμ στη Λατάκεια. Σήμερα σταθμεύουν εκεί 30 αεροσκάφη και ελικόπτερα, ενώ εξετάζεται επέκτασή της. Παράλληλα, οι Ρώσοι φέρονται να έχουν κατασκευάσει και ναυπηγείο στην Ταρτούς.Ο Βλαντίμιρ Πούτιν όμως βλέπει πέραν της Συρίας. Επιδιώκει να διαμορφώσει ένα πλέγμα σχέσεων με όλες τις χώρες της περιοχής και κατέστησε σαφείς τις προθέσεις του μιλώντας στο τελευταίο Valdai Discussion Club, το πλέον προβεβλημένο φόρουμ εξωτερικής πολιτικής που πραγματοποιείται στη Ρωσία. Την προηγούμενη εβδομάδα επισκέφθηκε για πρώτη φορά μετά το 2007 τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, χώρες με τις οποίες έχει ενισχύσει πολύ τις οικονομικές σχέσεις με την υπογραφή μεγάλων συμβολαίων αξίας πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων. Το Ριάντ έχει μάλιστα ανακοινώσει την πρόθεση να προμηθευτεί το ρωσικό αντιπυραυλικό σύστημα S-400, ακολουθώντας το παράδειγμα της Τουρκίας. Ο κ. Πούτιν επιδιώκει την αποκατάσταση των σχέσεων Δαμασκού – Ριάντ και την ίδια στιγμή επιδιώκει να μεσολαβήσει ώστε το Ριάντ και η Τεχεράνη να βρουν λύση στην Υεμένη (όπου το Ιράν στηρίζει τους αντάρτες Χούθι). Αν η Δαμασκός και το Ριάντ τα βρουν, τότε η Σαουδική Αραβία θα μπορέσει να συμμετάσχει στην ανοικοδόμηση της Συρίας, ανοίγοντας παράλληλα τον δρόμο για επιστροφή της δεύτερης στον Αραβικό Σύνδεσμο.

Καλές σχέσεις με Ισραήλ και Αίγυπτο

Ο Πούτιν έχει επίσης βρει πολύ καλό σημείο επαφής με τον πρόεδρο της Αιγύπτου Αμπντέλ Φατάχ αλ  Σίσι. Οπως προαναφέρθηκε και παρά τις κατά περίπτωση διαφωνίες, υπάρχει αρμονική συνεννόηση Μόσχας – Τελ Αβίβ στο Συριακό, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η Μόσχα μπορεί (ή θέλει) να πιέσει υπερβολικά την Τεχεράνη να μειώσει την παρουσία της στη Συρία για να ικανοποιήσει τις ισραηλινές επιθυμίες. Αλλωστε, η Μόσχα διατηρεί καλές σχέσεις με το Ιράν και η οικονομική συνεργασία είναι στενότατη, χωρίς να σημαίνει ότι είναι ανέφελη. Δεν πρέπει βέβαια να αγνοείται η βαθιά οικονομική συνεργασία Μόσχας – Αγκυρας, παρά την ιστορική καχυποψία. Η ενέργεια (υδρογονάνθρακες και κατασκευή πυρηνικού σταθμού στο Ακουγιού), ο τουρισμός και φυσικά η προμήθεια των S-400 αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες της νέας σχέσης.