«Απελπιστική η παρακµή του αναγνωστικού κοινού», μού έλεγε ο Χάρολντ Μπλουμ, ο κορυφαίος αμερικανός κριτικός που απεβίωσε σήμερα σε ηλικία 89 ετών, πριν από οκτώ χρόνια, τον Σεπτέμβριο του 2011, σε συνέντευξή του για το «Βήμα». Τότε, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του «Ανατοµία της επίδρασης», είχαμε μιλήσει για όλα. Μιλήσαμε για τη γόνιμη σύλληψη περί αγωνίας της επίδρασης, που πολύ επηρέασε έκτοτε με τη σειρά της την κριτική και τον τρόπο με τον οποίο μελετούμε συγγραφείς και διαβάζουμε κείμενα. Μιλήσαμε για το πάθος του για τον Σαίξπηρ, τον κορυφαίο, κατά την άποψή του, συγγραφέα όλων, μαζί με τον Όμηρο και τον Δάντη. Μιλήσαμε για τους μεγάλους λογοτέχνες και τον «Δυτικό κανόνα» του, γι’ αυτό του το βιβλίο που θεωρείται το λογοτεχνικό Libro d’olo της δυτικής λογοτεχνίας. Μιλήσαμε για το πώς διδάσκεται η λογοτεχνία και για το τι γνώμη έχει για την ιδεολογική και την πολιτισμική κριτική. Μιλούσε με ζωντάνια και πάθος. Δεν είχε σκοπό να αφήσει τη διδασκαλία, μου έλεγε. Μάλιστα, παρότι είχε πάρει σύνταξη, δίδασκε ακόμα στο Γέιλ, σε μια επίλεκτη ομάδα φοιτητών που επέλεγε μαζί με τη σύζυγό του Τζιν, αφού πρώτα του απάγγελλαν από στήθους Σαίξπηρ. Την ποίηση τη μαθαίνεις απέξω, έτσι την κουβαλάς μέσα σου, δεν τη διαβάζεις σιωπηλά από το βιβλίο, έλεγε. Την περασμένη Πέμπτη δίδαξε το τελευταίο του μάθημα στο Γέιλ. Απεβίωσε, τη Δευτέρα 14 Οκτωβρίου, σε νοσοκομείο του Νιού Χέιβεν.

Αποχαιρετούμε τον σημαντικό αυτό άνθρωπο των παγκόσμιων γραμμάτων, θυμίζοντας τα λόγια του όπως δημοσιεύτηκαν στη συνέντευξη εκείνη («Βήμα της Κυριακής», 25.9.2011):

Η φωνή του έφθανε από το µακρινό Μανχάταν ζωηρή. Ο αιρετικός, ο προκλητικός, ο µοναδικός Χάρολντ Μπλουµ είχε τα κέφια του. Φηµισµένος για τις αϋπνίες του, για την εκπληκτική ταχύτητα µε την οποία καταβροχθίζει τις σελίδες, την ανεξάντλητη ευρυµάθεια και την ασυνήθιστη µνήµη του στην οποία έχουν αποθηκευθεί ολόκληρα έργα του αρχαίου, του εβραϊκού και του χριστιανικού κόσµου, ο καθηγητής Λογοτεχνίας του Πανεπιστηµίου Γέιλ έχει µείνει στην Ιστορία για την Αγωνία της επίδρασης, ένα σύντοµο κείµενο που γράφτηκε µέσα σε τρεις ηµέρες το 1973 σε κατάσταση συγγραφικού παροξυσµού. Συνδυάζοντας τη θεωρία περί υψηλού του Λογγίνου µε το οιδιπόδειο σύµπλεγµα του Φρόιντ, παρουσίασε τον λογοτεχνικό στίβο ως πεδίο άγριων συγκρούσεων για επικράτηση ανάµεσα σε ταλαντούχους νέους συγγραφείς και στους ανυπέρβλητους προγόνους τους. Γνωστός στο ευρύ κοινό έγινε όµως µε τον «∆υτικό κανόνα», ένα ογκώδες βιβλίο µε τους συγγραφείς που αξίζει να διαβάσουµε και από όπου προκλητικά και συνειδητά απουσιάζει όλη η ελληνική γραµµατεία.

Στην «Ανατοµία της επίδρασης», ένα βιβλίο του το οποίο κυκλοφόρησε πριν από λίγους µήνες στην Αµερική και χαρακτηρίστηκε το κύκνειο άσµα της επίδρασης, συνοψίζει τη λογοτεχνική πορεία του, απαντά στους επικριτές του και αφήνει παρακαταθήκη στους αµερικανούς φοιτητές του το απόσταγµα της πολύτοµης συγγραφικής παραγωγής του για τις µείζονες λογοτεχνικές εµµονές του: τον Γουίλιαµ Σαίξπηρ και τον Γουόλτ Γουίτµαν. Μιλώντας αποκλειστικά στο «Βήµα» θυµήθηκε τους έλληνες φοιτητές του στο Γέιλ και µετάνιωσε που δεν κατάφερε ποτέ να πραγµατοποιήσει το ταξίδι ως την Ελλάδα. Τώρα είναι αργά, η υγεία του δεν του το επιτρέπει, χρειάζεται µπαστούνι για να περπατήσει και ζητεί να του µιλώ δυνατά γιατί το ακουστικό που φορά δεν τον βοηθάει στην τηλεφωνική επικοινωνία µας. Ο Σοφός του Γέιλ γέρασε. Στο σώµα όµως, όχι στο πνεύµα. Παραµένει λάβρος κατά των συγγραφέων του συρµού που µε τα έργα τους σαρώνουν τα ταµεία, κατά του παρηκµασµένου εκπαιδευτικού συστήµατος, κατά των αµερικανών πολιτικών και προβαίνει σε βαρείς χαρακτηρισµούς τονίζοντας: «Να παραθέσεις κατά λέξη τα λόγια µου».

Στα νιάτα του εξόργισε τους Νέους Κριτικούς που κυριαρχούσαν στην αγγλοσαξονική κριτική, γιατί «δεν αποδεχόµουν ότι ο Τ. Σ. Ελιοτ ήταν ο απεσταλµένος του Θεού πάνω στη Γη». Οταν η αποδόµηση ορµούσε από το Πανεπιστήµιο του Γέιλ να καταλάβει τον κόσµο, ο Μπλουµ διαχώριζε τη θέση του από τον φίλο του Πολ Ντε Μαν και την παρέα του. Σήµερα του ανεβαίνει η πίεση όταν ακούει περί φεµινιστικής, µαρξιστικής και πολιτισµικής κριτικής, περί όλων αυτών των προσεγγίσεων που αποκαλεί περιφρονητικά «Σχολή της Μνησικακίας». ∆εν ανήκει πουθενά και ενοχλεί τους πάντες. Στο Γέιλ έχει καταλήξει να αποτελεί, όπως λέει, «πανεπιστηµιακό τµήµα του ενός ατόµου». Συνεχίζει όµως να τα βάζει µε όλους και να µη φοβάται τίποτε. Εκτός από ένα πράγµα: τον θάνατο των συγγραφέων του «∆υτικού κανόνα». Στους συγγραφείς αυτούς, που θα προκαλέσουν τους νεότερους να τους ανταγωνιστούν και να συγκρουστούν µαζί τους, εναποτίθενται οι ελπίδες µας για τη δηµιουργία καλής λογοτεχνίας στο παρόν και στο µέλλον και σαν παθιασµένος ιεροκήρυκας, δεκαετίες τώρα, κηρύσσει να πλησιάζουµε τα κείµενα χωρίς ιδεολογικές αγκυλώσεις και να τοποθετήσουµε τον πήχη ψηλά, στα λίγα έργα που ανήκουν στην περιοχή του υψηλού ύφους.

– Είναι το καινούργιο βιβλίο σας ένας απολογισμός της πορείας σας στην κριτική;

«Αποτελεί µια ανακεφαλαίωση του έργου µου. Η πρόθεσή µου ήταν να δώσω µια σύνοψη του έργου της ζωής µου, που στρέφεται γύρω από το ζήτηµα της λογοτεχνικής επίδρασης, για τη νέα γενιά αναγνωστών. ∆ιότι, µπορεί να είµαι 81 ετών, εξακολουθώ όµως να διδάσκω κανονικά στο Γέιλ – χθες παρέδωσα ένα σεµινάριο για το “Τραγούδι του εαυτού µου” του Γουίτµαν, την προηγούµενη ηµέρα δίδαξα τον “Βασιλιά Λιρ” του Σαίξπηρ».

– Για τον Σαίξπηρ, τον «συγγραφέα των συγγραφέων», αναφέρετε, παραθέτοντας τον κριτικό και ποιητή Ραλφ Γουόλντο Εμερσον, ότι «συνέγραψε το κείμενο της σύγχρονης ζωής» και επεκτείνετε τον συλλογισμό προσθέτοντας ότι ο Σαίξπηρ μάς επινόησε. Πώς το εννοείτε;

«Η θέση µου ότι ο Σαίξπηρ µάς επινόησε έχει παρεξηγηθεί πολύ. ∆εν εννοώ βέβαια ότι εφηύρε τον ηλεκτρικό λαµπτήρα ή την τυπογραφία. Ο σπουδαιότερος κριτικός της αγγλικής παράδοσης, ο δρ Σάµιουελ Τζόνσον – τον οποίο έχω ως υπόδειγµα κριτικού και εύχοµαι να αποδειχθώ ισάξιός του, γιατί να τον ξεπεράσω δεν γίνεται –, γράφει ότι η ουσία της ποίησης είναι η επινόηση, µε την έννοια της ανακάλυψης. Αυτό που εννοώ λοιπόν είναι ότι διαβάζοντας Σαίξπηρ ή παρακολουθώντας έργα του στο θέατρο ή στην οθόνη ανακαλύπτουµε πράγµατα για εµάς που πάντοτε ήταν εκεί αλλά χωρίς τον Σαίξπηρ δεν θα τα είχαµε αντιληφθεί, όπως ισχύει και για τον Οµηρο, ο οποίος αντίστοιχα συνέγραψε το κείµενο της αρχαίας ζωής».

 

Ο Χάρι Πότερ και η δηµοκρατία στην Αµερική

– Ποια είναι η άποψή σας για την αισθητική δύναμη της λογοτεχνίας του 21ου αιώνα; Εκτός από τον φόβο που εκφράζετε για τους συγγραφείς του «Κανόνα», στην «Ανατομία της επίδρασης» μοιάζει να θρηνείτε που οι νέοι σήμερα είναι στερημένοι από τα «δαιμόνια» που κινούν τη λογοτεχνία. Είναι μια έκφραση απελπισίας για την ποιότητα της λογοτεχνίας σήμερα και στο μέλλον;

«∆εν εκφράζω απελπισία για το µέλλον της λογοτεχνίας, πιστεύω ότι η καλή λογοτεχνία θα βρίσκει τρόπους να αναδύεται πάντοτε σε ευθεία σχέση µε τη µεγαλειώδη λογοτεχνία του παρελθόντος. Η απελπισία µου αφορά την παρακµή και την αποσύνθεση του αυθεντικού, πολιτισµένου αναγνωστικού κοινού. Τα παιδιά στον δυτικό κόσµο, ιδιαίτερα στις αγγλόφωνες χώρες, θα έπρεπε να διαβάζουν τον Λιούις Κάρολ. Αντ’ αυτού διαβάζουν αυτές τις ανοησίες περί Χάρι Πότερ. Θα έπρεπε το κοινό αυτό να διαβάζει Προυστ ή Τζόις ή Σάµιουελ Μπέκετ ή Τόµας Μαν και αντί αυτών σε ετούτη τη χώρα εκατοµµύρια αναγνώστες διαβάζουν Στίβεν Κινγκ, που τον βρίσκω αηδιαστικό. Αυτό που εκφράζω στην ουσία στην “Ανατοµία” είναι ο πραγµατικός φόβος µου ότι η ανώτατη εκπαίδευση, η εκπαίδευση γενικά, στις ΗΠΑ και στον αγγλόφωνο κόσµο έχει αποτύχει στην αποστολή της. Γι’ αυτό οι ΗΠΑ κινδυνεύουν από αυτό που αποκαλείται Tea Party, το οποίο είναι ένα φασιστικό κίνηµα».

– Η θεσμική και ακαδημαϊκή αντικουλτούρα που σνομπάρει την ατομικότητα και υποτιμά τις πνευματικές αξίες έχει μερίδιο ευθύνης, γράφετε, για την παρακμή των ΗΠΑ στον 21ο αιώνα. Φοβάστε ακόμη και για την αμερικανική δημοκρατία;

«Φοβάµαι ότι οι ΗΠΑ παύουν όλο και περισσότερο να είναι δηµοκρατική χώρα. Επικρατούν η ολιγαρχία, η πλουτοκρατία και σύντοµα και η θεοκρατία. Αν ο φασίστας κυβερνήτης του Τέξας – ο οποίος είµαι βέβαιος ότι θα λάβει το χρίσµα από τους Ρεπουµπλικανούς – κατέβει υποψήφιος και νικήσει τον πρόεδρο Οµπάµα, τότε η δηµοκρατία θα πάψει να υπάρχει στις ΗΠΑ».

– Ελπίζετε στον πρόεδρο Ομπάμα ως το τελευταίο προπύργιο της δημοκρατίας;

«Είµαι ένας από τους εκατοµµύρια σκεπτόµενους και µορφωµένους πολίτες που έχουν απογοητευθεί από τον πρόεδρο Οµπάµα. ∆εν είναι ο άνθρωπος που πιστεύαµε ότι εκλέγαµε. Οι προθέσεις του είναι καλές αλλά είναι τροµερά αδύναµος.

Η σύζυγός µου επισηµαίνει διαρκώς ότι η Ελινορ Ρούζβελτ θα περιφρονούσε, θα ειρωνευόταν και θα περιγελούσε από καιρό το Tea Party για να δείξει όχι µόνο πόσο επικίνδυνοι είναι αλλά και πόσο γελοίοι. Ο πρόεδρος Οµπάµα δεν είναι ικανός για κάτι τέτοιο, φαίνεται ότι φοβάται να θυµώσει. Αν συνεχίσει έτσι, δεν θα εκλεγεί ξανά. Μακάρι οι ∆ηµοκρατικοί να µπορούσαν να κατέβουν στις εκλογές µε άλλον υποψήφιο. Ας επιστρέψουµε όµως στις αισθητικές ερωτήσεις».

 

Η διδασκαλία της λογοτεχνίας

– Διδάσκετε τους φοιτητές σας να διαβάζουν λογοτεχνία αφήνοντας στην άκρη την ιδεολογία…

«Η ιδεολογία κάθε είδους είναι ο θάνατος της λογοτεχνίας, ο θάνατος της σκέψης, ο θάνατος του ανθρώπου».

– Σε έναν κόσμο όπου ο γραπτός λόγος κυριαρχεί επιμένετε να απομνημονεύουν τα λογοτεχνικά κείμενα που διαβάζουν…

«Ο καλύτερος τρόπος για να εκτιµήσεις ένα κείµενο είναι να το κατέχεις από µνήµης. Το λέω από προσωπική πείρα. ∆εν µπορώ να απαγγείλω ολόκληρη την “Ιλιάδα” και την “Οδύσσεια” στο πρωτότυπο αλλά θυµάµαι απ’ έξω τµήµατα των 80-90 στίχων από κάθε έπος, έχω αποστηθίσει τον “Χαµένο Παράδεισο” του Μίλτον, τον “Βασιλιά Λιρ” του Σαίξπηρ και τα περισσότερα ποιήµατα του Γουίτµαν. Είχα πάντοτε ασυνήθιστη µνήµη, καθώς και τροµακτική ταχύτητα στην ανάγνωση, που αποτέλεσε βέβαια προσόν στο επάγγελµά µου».

 

Η λογοτεχνία ως τρόπος ζωής

– Η ζωή σας κύλησε μέσα στη λογοτεχνία. Η καλή λογοτεχνία μπορεί να μας κάνει καλύτερους πολίτες;

«∆εν το πιστεύω, µακάρι να το πίστευα. Θα σε παραπέµψω στον Πλάτωνα που ανέφερα νωρίτερα: γνωρίζει ότι ο Οµηρος είναι ο σηµαντικότερος συγγραφέας του αρχαίου κόσµου τον οποίο ο ίδιος δεν µπορεί να ξεπεράσει, παρ’ όλα αυτά επιµένει ότι δεν έχει θέση στην πλατωνική “Πολιτεία”. Εν µέρει έχει δίκιο στα επιχειρήµατά του, εν µέρει άδικο. Συµφωνώ όµως ότι δεν µπορείς να κάνεις κάποιον καλύτερο πολίτη ή να τον ευαισθητοποιήσεις για τα κοινά δίνοντάς του να διαβάσει Οµηρο ή ∆άντη ή Σαίξπηρ».

– Τι μας προσφέρει λοιπόν η λογοτεχνία ως τρόπος ζωής;

«Αν εξαιρέσουµε την αγάπη που γεννιέται ανάµεσα σε δύο ανθρώπινα πλάσµατα, η λογοτεχνία προσφέρει την υψηλότερη χαρά της πιο βαθιάς απόλαυσης, µας οδηγεί στην πιο βαθιά επίγνωση της ύπαρξής µας και µας προσφέρει βαθύτατη αίσθηση των ανθρώπινων επιτευγµάτων και του τι δύναται ακόµη να επιτύχει ο άνθρωπος».

 

Οι έλληνες συγγραφείς και ο κατάλογος του «∆υτικού κανόνα»

– Γιατί απουσιάζει ο Ομηρος από τις 26 αντιπροσωπευτικές μορφές της δυτικής λογοτεχνίας που παρουσιάζετε στον πολυσυζητημένο «Δυτικό κανόνα»;

«Αν πρόκειται να μιλήσουμε για τις σπουδαιότερες φυσιογνωμίες της δυτικής λογοτεχνικής παράδοσης, τα πρωτεία κατέχουν σίγουρα ο Ομηρος, ο Δάντης και ο Σαίξπηρ. Αν κάποιος προσπαθούσε να εξορίσει τον Ομηρο από την εκπαίδευση των Ελλήνων, θα έπασχε, κατά τη γνώμη μου, από οξεία αγωνία της επίδρασης απέναντί του. Σπούδασα κλασική φιλολογία στο Cornell από το 1946 ως το 1950, μπορώ να απαγγείλω μεγάλα αποσπάσματα των ομηρικών επών στο πρωτότυπο, έχω ασχοληθεί επισταμένως με τον αγώνα του Πλάτωνα απέναντι στον Ομηρο στο βιβλίο μου «Where Shall Wisdom Be Foundκαι έχω επιμεληθεί τόμους και για τα δύο έπη.

Ο «Κανόνας» ήταν ένα βιβλίο που προοριζόταν για το ευρύ κοινό, γράφτηκε για να ασκήσει πολεμική στην τρομερή υποβάθμιση των λογοτεχνικών σπουδών σε όλα τα πανεπιστήμια, ιδιαίτερα του αγγλόφωνου κόσμου. Η αυθεντική εκπαίδευση στην “κανονική λογοτεχνία” που βασιζόταν μόνο στην αντίληψη και σε κριτήρια αισθητικά είχε εν πολλοίς καταστραφεί και θεώρησα αποστολή μου να πολεμήσω αυτή την κατάσταση. Για τον σκοπό αυτόν σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να ξεκινήσω λίγο πολύ από τον Δάντη και να αφήσω στην άκρη την κλασική λογοτεχνία. Αλλωστε δεν μπορείς να συμπεριλάβεις τα πάντα σε έναν τόμο».

– Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο «Δυτικός κανόνας» είναι αγγλοκεντρικός;

«Αναφέρομαι στον τόμο στον Θερβάντες, στον Μοντέν, στον Μολιέρο, στον Κάφκα, στον Μπόρχες και σε άλλους, επαναλαμβάνω όμως ότι για τους σκοπούς αυτής της πολεμικής αποφάσισα να δώσω έμφαση στους συγγραφείς εκείνους που κινδύνευαν περισσότερο να χαθούν στα σκοτάδια φοβερών προσεγγίσεων. Δεν θέλω να επεκταθώ περισσότερο στο θέμα γιατί μου ανεβαίνει η πίεση και δεν είναι καλό στην ηλικία μου, ξέρεις όμως τι εννοώ, αγαπητή μου, όλες αυτές τις ανοησίες περί σεξουαλικού προσανατολισμού, φυλής, πολιτικών πεποιθήσεων, εθνικότητας οι οποίες μας λένε ότι πρέπει να καθορίσουν τι διαβάζουμε και πώς και τι μελετούμε. Υπό αυτή την έννοια, ο Δυτικός κανόνας θυσιάστηκε στις ανάγκες της εποχής».

– Στον κατάλογο του Παραρτήματος με τα έργα που προτείνετε για ανάγνωση, στην ενότητα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, επιλέγετε τα ποιήματα του Καβάφη, του Σεφέρη, του Ρίτσου, του Ελύτη και του Σικελιανού και το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και την «Οδύσσεια» του Καζαντζάκη. Με ποια κριτήρια έγινε η επιλογή αυτή;

«Θα πρέπει να ξεκαθαρίσω ευθύς εξαρχής ότι αυτό το Παράρτημα μου επιβλήθηκε από τον εκδότη και τον ατζέντη μου. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την πίεση που δέχθηκα συνέταξα τον κατάλογο των προτεινόμενων έργων πρόχειρα σημειώνοντας το πρώτο όνομα που μου ερχόταν στον νου, επομένως το κριτήριο στο οποίο βασίστηκε η επιλογή μου ήταν να ξεμπερδεύω το ταχύτερο δυνατό. Μετανιώνω από καρδιάς για το Παράρτημα αυτό, το οποίο έχω ζητήσει να αφαιρεθεί από πολλές ξενόγλωσσες εκδόσεις. Το συνέταξα με το ζόρι και εύχομαι οι αναγνώστες να το ξεχάσουν. Σε διαβεβαιώ ότι ο κατάλογος των έργων του Παραρτήματος δεν αντιπροσωπεύει τη σκέψη μου για την αισθητική δύναμη της νεοελληνικής λογοτεχνίας του 20ού και του 21ου αιώνα. Είναι ένας κατάλογος που μου προκαλεί ντροπή και δεν με αντιπροσωπεύει».