25 Νοεμβρίου 1963. Στην εκκλησία του Αγίου Ανδρέα στην Ουάσιγκτον έχει μόλις ολοκληρωθεί η επιμνημόσυνη δέηση για τον αμερικανό πρόεδρο Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι, ο οποίος είχε δολοφονηθεί τρεις ημέρες νωρίτερα στο Ντάλας του Τέξας. Στρατιωτικό άγημα αποτίει φόρο τιμής στη σορό του προέδρου, πίσω από την οποία βρίσκονται η σύζυγός του Τζάκι και τα δυο τους παιδιά, η Καρολάιν και ο Τζον. «Εκείνη τη στιγμή η Τζάκι Κένεντι σκύβει και ψιθυρίζει στον γιο της: «Τζον, μπορείς να χαιρετήσεις τον μπαμπά τώρα και να τον αποχαιρετήσεις». Ο Τζον έκανε ένα βήμα μπροστά, τεντώθηκε και ύψωσε το δεξί χέρι του στον κρόταφο. Ο πλανήτης oλόκληρος τον παρακολουθούσε: ένα παιδί, μόλις τριών ετών, αποχαιρετούσε τον πατέρα του. «Ηταν πολύ περισσότερο από όσο μπορούσα να αντέξω» θυμάται ο πρώην πράκτορας των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, Κλιντ Χιλ. «Κοίταξα γύρω μου και είδα συνταγματάρχες, στρατηγούς και συναδέλφους μου – μερικούς από τους πιο σκληρούς άντρες που γνώριζα – οι οποίοι με δυσκολία προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους»».

Το βιβλίο

Αυτή είναι μία μόνον από τις μαρτυρίες που επικαλείται ο καθηγητής Iστορίας στο Πανεπιστήμιο της Οκλαχόμα, Στίβεν Μ. Γκίλον, στη βιογραφία του για τον Τζον Κένεντι Τζούνιορ, με τίτλο «Τhe Life of John F. Kennedy JR., America’s Reluctant Prince» (Εκδ. Dutton, Νέα Υόρκη, σελ. 456) – «Η ζωή του Τζον Φ. Κένεντι Τζούνιορ, Ο Διστακτικός Πρίγκιπας της Αμερικής». Το βιβλίο κυκλοφόρησε τον περασμένο μήνα, καθώς συμπληρώθηκαν είκοσι χρόνια από τον θάνατο του Κένεντι σε αεροπορικό δυστύχημα, στο οποίο σκοτώθηκαν επίσης η σύζυγός του, Κάρολιν Μπεσέτ, και η αδελφή της Λόρεν. Ο θάνατός τους, το 1999, προκάλεσε παγκόσμια συγκίνηση. Ο μύθος ωστόσο των Κένεντι αποδεικνύεται από τους πλέον ανθεκτικούς, όχι μόνο για την Αμερική αλλά και για την υφήλιο. Αναπόσπαστο κομμάτι του είναι και ο γιος του δολοφονηθέντος προέδρου: αυτό υποστηρίζει ο Γκίλον στο βιβλίο του.

Ο συγγραφέας εργάστηκε συστηματικά, πήρε εκατοντάδες συνεντεύξεις, συμβουλεύτηκε χιλιάδες έγγραφα και έφτασε ακόμη και να καταθέσει αγωγή κατά των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών οι οποίες αρνήθηκαν, αρχικώς, να τον συνδράμουν στην έρευνά του, με το επιχείρημα ότι στα αρχεία τους δεν υπήρχε φάκελος για τον γιο του προέδρου Κένεντι. Ο Γκίλον είχε ένα επιπλέον πλεονέκτημα: ο ίδιος υπήρξε καθηγητής Ιστορίας του Τζον Κένεντι στο Πανεπιστήμιο Μπράουν και διατήρησε φιλία μαζί του μέχρι τον θάνατό του. Στον πρόλογο του βιβλίου εξηγεί ότι προσπαθεί να διατηρήσει την ισορροπία ανάμεσα στην ιστορική έρευνα για το αντικείμενο της μελέτης του και τα συναισθήματά του για τον αγαπημένο του φίλο.

Ο γιος του Τζακ

Από τη στιγμή που γεννήθηκε, δυο εβδομάδες μετά την εκλογή του πατέρα του στην προεδρία των ΗΠΑ, ο Τζον Κένεντι Τζούνιορ ήταν ήδη διάσημος. Ηταν ο γιος του Τζακ – όπως αποκαλούσαν τον πρόεδρο Κένεντι η οικογένεια και οι φίλοι του – και της Τζάκι, ενός λαμπρού νεαρού προεδρικού ζεύγους στο οποίο είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους εκατομμύρια άνθρωποι. Με την εκλογή του Δημοκρατικού Κένεντι δεν φύσηξε απλώς άνεμος πολιτικής αλλαγής: ήταν η νίκη της νεότητας επί του παλαιού πολιτικού κατεστημένου. Ο Τζον Κένεντι Τζούνιορ ήταν η συνέχεια αυτής της ελπίδας. Οι φωτογραφίες του ενώ παίζει κάτω από το γραφείο του προέδρου, στο Οβάλ Γραφείο του Λευκού Οίκου, υπενθύμιζαν ότι ένα άλλο είδος πολιτικής είναι εφικτό. Η δολοφονία του προέδρου και η εικόνα του τρίχρονου γιου που αποχαιρετά στρατιωτικά τον πατέρα του κατέρριψαν αυτή τη βεβαιότητα, χαράχτηκαν στο παγκόσμιο υποσυνείδητο και καθόρισαν και τη ζωή του «Διστακτικού Πρίγκιπα της Αμερικής».

Αμέσως μετά την τραγωδία, φοβούμενη για την ασφάλεια των παιδιών της, η Τζάκι Κένεντι εγκατέλειψε τον Λευκό Οίκο. Παρότι η αμερικανική νομοθεσία προέβλεπε ότι η χήρα του προέδρου και τα δύο του παιδιά θα απολάμβαναν την προστασία των μυστικών υπηρεσιών, ως την ηλικία των 16 ετών, η Τζάκι αποφάσισε ότι τα παιδιά της θα μεγάλωναν σε ένα μεγάλο διαμέρισμα στην Πέμπτη Λεωφόρο στη Νέα Υόρκη. Την οικογένεια ακολούθησε η Μοντ Σο, η βρετανή νταντά των παιδιών που υποστηρίζει ότι «στη Νέα Υόρκη οι άνθρωποι έμοιαζαν να αποδέχονται ευκολότερα την παρουσία των παιδιών του προέδρου Κένεντι χωρίς να καρφώνουν το βλέμμα πάνω τους και χωρίς να κάνουν κάτι τόσο γελοίο όσο το να ζητούν αυτόγραφα».

Το βάρος του ονόματος

Από τη νηπιακή του ηλικία, ο Τζον Κένεντι υποχρεώθηκε να ζει με τη φήμη και το βάρος ενός μυθικού ονόματος. Η Τζάκι, η οποία έκανε τα πάντα για να διατηρήσει τη μνήμη και την πολιτική κληρονομιά του προέδρου Κένεντι, είχε πει σε φίλους της ότι μετάνιωσε που έδωσε στον γιο της το όνομα του πατέρα του. Η επόμενη νταντά, η Ιρλανδή Κάθι Μακ Κίον, περιγράφει τον Τζον ως «υπερκινητικό παιδί, που δεν είχε ούτε καταστροφικές τάσεις, ούτε παρίστανε τον νταή», αλλά που «διέθετε αστείρευτη ενέργεια και περιέργεια για τα πράγματα». Φρόντιζε μάλιστα ο μικρός να μην τρώει πολλή ζάχαρη γιατί «τότε θα άρχιζε να πηδάει στους τοίχους».

Από παιδί, ο Τζον μιμούνταν – με επιτυχία – τους πάντες: από τους Μπιτλς μέχρι τους θείους του, και αυτοσαρκαζόταν, δύο χαρακτηριστικά που διατήρησε στη ζωή του, όπως διατήρησε και τη μεγάλη του αγάπη του για τα σπορ. Οταν όμως η μητέρα του διαπίστωσε ότι ο γιος της προτιμούσε να παίζει φρίσμπι στο πάρκο και δεν τολμούσε να συμμετέχει σε πιο ανταγωνιστικά ομαδικά αθλήματα, σκέφτηκε ότι χρειάζεται «ένα στιβαρό πατρικό πρότυπο που να του εμπνέει εμπιστοσύνη».

Η δολοφονία του Ρόμπερτ

Ο γερουσιαστής Ρόμπερτ Κένεντι, ο αδελφός του προέδρου, ανέλαβε αυτόν τον ρόλο. Παρότι αγωνιούσε για την έκβαση του πολέμου στο Βιετνάμ, ο οποίος ήδη από το 1967 λάμβανε ανησυχητικές διαστάσεις και προκαλούσε την έντονη αντίδραση της αμερικανικής κοινής γνώμης, ο Μπόμπι Κένεντι έβρισκε χρόνο για να εμφυσήσει στον ανιψιό του την αίσθηση του καθήκοντος και της συμμετοχής στη δημόσια ζωή. Ο Τζον Κένεντι διηγήθηκε στον συγγραφέα ότι όταν κάποτε είπε στον θείο του ότι όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει σεφ, εκείνος του τόνισε αυστηρά: «Δεν μπορείς να είσαι απλώς σεφ. Είσαι ένας Κένεντι. Σου δόθηκαν ειδικά προνόμια και έχεις ευθύνη να βοηθάς τους άλλους».

Οταν ο Ρόμπερτ Κένεντι δολοφονήθηκε τον Ιούνιο του 1968, ο Τζον έχασε τον μόνο πατέρα που είχε γνωρίσει. Στην κηδεία του συνόδευσε τη γιαγιά του, Ρόουζ Κένεντι, 77 ετών τότε. Κατόπιν επιβιβάστηκε μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια στο τρένο που μετέφερε τη σορό του Ρόμπερτ Κένεντι από τη Νέα Υόρκη στην Ουάσιγκτον, για να ταφεί πλάι στον αδελφό του, στο κοιμητήριο του Αρλινγκτον. Βλέποντας τα φλας των φωτογράφων να αναβοσβήνουν έξω από το παράθυρο του τρένου, το οποίο κινούνταν με χαμηλή ταχύτητα ώστε χιλιάδες Αμερικανοί που στέκονταν πλάι στις ράγες να μπορούν να αποχαιρετήσουν τον Ρόμπερτ Κένεντι, ο Τζον, φοβισμένος ρώτησε την νταντά του «Κάθι, θα μας πυροβολήσουν και εμάς; Είμαστε οι επόμενοι;». Εκείνη τον καθησύχασε, λέγοντάς του ότι «ήταν απλώς τα φλας των φωτογράφων και ο ήχος των λουλουδιών που πετούσαν οι άνθρωποι στο τρένο, γιατί ήθελαν να δείξουν πόσο πολύ αγαπούσαν τον θείο Μπόμπι».

«Τα παιδιά μου είναι στόχοι»

Η δολοφονία του Ρόμπερτ Κένεντι πάγωσε την Αμερική και τον κόσμο, όπως πέντε χρόνια νωρίτερα η δολοφονία του αδελφού του. «Αν σκοτώνουν τους Κένεντι, τότε τα παιδιά μου είναι στόχοι. Πρέπει να φύγω απ’ αυτή τη χώρα» φέρεται ότι είπε η Τζάκι Κένεντι, η οποία στις 20 Οκτωβρίου του ιδίου έτους παντρεύτηκε τον Αριστοτέλη Ωνάση στον Σκορπιό. Το 1969 ήταν το πρώτο καλοκαίρι που ο Τζον Κένεντι έκανε διακοπές στο μυθικό νησί του Ιονίου που ανήκε στον έλληνα εφοπλιστή. Σύμφωνα με τον Γκίλον, ο Ωνάσης είχε αδυναμία στον νεαρό Κένεντι, τον πήγαινε βόλτα με το σκάφος του, του αγόρασε πόνι για να ιππεύει, του αφηγούνταν ιστορίες από τη ζωή του. Τα καλοκαίρια που πέρασε ο Τζον Κένεντι στον Σκορπιό μαζί με τον αγαπημένο του εξάδελφο, τον Αντονι Ράτζιβιλ, γιο της αδελφής της μητέρας του, ήταν από τα πιο ευτυχισμένα της ζωής του.

Μέχρι το 1976, ο Τζον, όπως και η αδελφή του, τελούσαν υπό την προστασία των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών. Η μητέρα τους ωστόσο δυσφορούσε με τη συμπεριφορά των πρακτόρων για τους οποίους ισχυριζόταν ότι δεν γνώριζαν πώς να συμπεριφερθούν σε παιδιά. Οι αμερικανοί πράκτορες βρίσκονταν σε διαρκή ετοιμότητα καθώς οι απόγονοι του προέδρου Κένεντι ήταν πιθανοί στόχοι απαγωγής. Ο Γκίλον αναφέρει ότι στις 15 Ιουλίου 1972 η ελληνική κυβέρνηση (σημ. η χούντα) ανακοίνωσε τη σύλληψη οκτώ επίδοξων απαγωγέων του Τζον Κένεντι. Ο πρώην πράκτορας Κλιντ Χιλ επιβεβαιώνει ότι οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες γνώριζαν περί του συγκεκριμένου σχεδίου απαγωγής.

Μεγαλώνοντας, ο Τζον Κένεντι έπαψε να συνοδεύεται από μυστικούς πράκτορες, όμως η λατρεία του κόσμου για τον γιο του δολοφονηθέντος προέδρου παρέμεινε ανέπαφη. Στο πανεπιστήμιο εξελίχθηκε σε έναν γοητευτικό αθλητικό νεαρό, με ωραίο χαμόγελο και αγάπη για τους γύρω του: τόσο τα πλήθη όσο και τα ΜΜΕ τον αντιμετώπιζαν ως ροκ σταρ. Οπως και η μητέρα του, είχε σχέση αγάπης και μίσους με τα μίντια: ο Στίβεν Γκίλον αναφέρει ότι στον Τζον δεν άρεσε η πίεση που ένιωθε, όμως αν περνούσαν μερικές εβδομάδες χωρίς να αναφερθούν σε αυτόν, έκανε αμέσως κάτι για να ασχοληθούν μαζί του, όπως το να βγάλει την μπλούζα του ενώ έπαιζε φρίσμπι στο Σέντραλ Παρκ.

«Ο πιο σέξι άνδρας»

Μέχρι τα τριάντα τέσσερά του, ο Τζον Κένεντι – ο οποίος τόνιζε σε όποιον τον αποκαλούσε Τζον-Τζον ότι «ένα Τζον ήταν αρκετό» -, δεν είχε να επιδείξει σπουδαία πράγματα. Είχε δύο πτυχία, Ιστορίας και Νομικής, είχε εργαστεί ως βοηθός του εισαγγελέα της Νέας Υόρκης και είχε κατορθώσει να αποκτήσει την άδεια εξασκήσεως δικηγορικού επαγγέλματος με την τρίτη προσπάθεια. Ηταν πασίγνωστος για το παρουσιαστικό του – «ο πιο σέξι άνδρας εν ζωή» έγραφε το περιοδικό «People» το 1988 -, τα φλερτ του με διάσημες και μη, γυναίκες, ανάμεσά τους η Μαντόνα, οι ηθοποιοί Σάρα-Τζέσικα Πάρκερ και η Ντάριλ Χάνα. Το 1994 όμως πεθαίνει από καρκίνο η μητέρα του και παρότι η θλίψη είναι άφατη, ο Τζον «έχει μάθει από την οικογένειά του ότι δεν βυθίζεσαι στον θάνατο. Προχωρείς και κρατάς τη θλίψη μέσα σου». Κατά έναν περίεργο τρόπο, ο θάνατος της Τζάκι τον απελευθέρωσε, ήταν πλέον ενήλικος και υπεύθυνος για όσα του είχαν κληροδοτήσει οι γονείς του.

Μαζί με τον φίλο του Μάικλ Μπέρμαν, ο οποίος προερχόταν από τον χώρο των Δημοσίων Σχέσεων, ο Τζον Κένεντι αποφασίζει να εκδώσει ένα πολιτικό περιοδικό «διαφορετικό», ένα μείγμα πολιτικής και ποπ κουλτούρας. Το βάφτισαν «George» προς τιμήν του Τζορτζ Ουάσιγκτον και το πρώτο τεύχος, το φθινόπωρο του 1995, κυκλοφόρησε με εξώφυλλο το διάσημο μανεκέν Σίντι Κρόφορντ ντυμένο ως Ουάσιγκτον. Οπως γράφει ο Γκίλον, οι εκδότες δεν είχαν ιδέα σχετικά με την έκδοση ενός περιοδικού, «είχαν όμως ένα μυστικό όπλο, τη φήμη του Κένεντι».

«Κυρίες και κύριοι, αυτό είναι το «George», είπε ο Τζον Κένεντι στην επίσημη παρουσίαση του περιοδικού. Στην ερώτηση δημοσιογράφων αν το περιοδικό θα κάλυπτε και την προσωπική ζωή των πολιτικών – θέμα ευαίσθητο, δεδομένου και των ερωτικών σκανδάλων της οικογένειας Κένεντι – ο Τζον απάντησε ότι θα το έκανε, μόνον αν αυτή εμπλεκόταν με την πολιτική. Το περιοδικό σημείωσε μεγάλη επιτυχία στο αναγνωστικό κοινό, παρά τις επιφυλάξεις παραδοσιακών ΜΜΕ όπως οι «Νew Υork Times» και η «Wall Street Journal».

Προς το τέλος

Τρία χρόνια αργότερα, παρά τη δραματική αποχώρηση του συνιδρυτή του και έχοντας σοβαρά οικονομικά προβλήματα, το «George» είχε καταφέρει να αφήσει το στίγμα που ονειρευόταν ο Τζον Κένεντι: ένα περιοδικό για την πολιτική που βλέπει τα πράγματα «αλλιώς», που δεν περιφρονεί την ποπ κουλτούρα, ούτε την ανάμειξη της πολιτικής με το lifestyle – μια εκδοτική συνταγή η οποία έχει αντιγραφεί, έκτοτε, κατά κόρον. Αυτό οφειλόταν αποκλειστικώς στον δημιουργό του που ενέπνεε τους συντάκτες του περιοδικού: η ατμόσφαιρα στο «George», όπου ο μέσος όρος ηλικίας των συντακτών ήταν τα 30, «θύμιζε συχνά χαρούμενο τσίρκο».

Οι τελευταίοι έξι μήνες της ζωής του Τζον Κένεντι υπήρξαν, σύμφωνα με τον βιογράφο του, οι δυσκολότεροι από τη δολοφονία του πατέρα του: Το περιοδικό του κινδύνευε να κλείσει, ο γάμος του με την Κάρολιν Μπεσέτ έπνεε τα λοίσθια, ο αγαπημένος του εξάδελφος Αντονι Ράτζιβιλ έδινε μάχη με τον καρκίνο. Λίγες εβδομάδες πριν από τη 16η Ιουλίου 1999 όταν ο Κένεντι επιβιβάστηκε στο αεροπλάνο του, ένα Piper Saratoga, μαζί με τη σύζυγό του και την αδελφή της, Λόρεν, και χαθούν για πάντα στα νερά του Ατλαντικού, είχε ένα ακόμη ατύχημα με αεροπλάνο, από το οποίο κατόρθωσε να γλιτώσει με έναν σπασμένο αστράγαλο. Με το πόδι στο γύψο, περνούσε πολλές ώρες στο πλευρό του ετοιμοθάνατου Αντονι. Αυτή η ανθρώπινη πλευρά τού Τζον Κένεντι, την οποία είδαν όσοι τον γνώρισαν αλλά και όσοι ένιωθαν ότι τον γνώριζαν από πάντα, είναι, κατά τον Γκίλον, η κυριότερη εξήγηση για την απήχηση που εξακολουθεί να έχει και σήμερα εκείνο το αγόρι που χαιρέτισε στρατιωτικά τη σορό του πατέρα του, τον Νοέμβριο του 1963.