Χρειάζεται ισχυρή δόση ψυχοτρόπου ουσίας για να φανταστείς τα «στίφη» της ΕΛ.ΑΣ. να κορυβαντιούν έξω από τις πανεπιστημιακές αίθουσες επί πρωθυπουργίας Κυριάκου Μητσοτάκη. Εναλλακτικά, χρειάζεται απλώς να είσαι κάτι σαν Κνίτης που ξυπνάει στο σήμερα μετά από βαθιά νάρκη πενήντα χρόνων και βάλε, έχοντας στο μεταξύ χάσει κρίσιμα επεισόδια – σαν τον καλόν εκείνο Ριπ βαν Βινκλ που κοιμάται είκοσι χρόνια, όσο χρειάζεται για να χάσει το επεισόδιο της Αμερικανικής Επανάστασης που άλλαξε ριζικά τον κόσμο που ήξερε. ‘Η, πάλι εναλλακτικά, χρειάζεται μόνο το hangover μιας εκλογικής ήττας και η ακλόνητη πίστη ότι ο λαός, ό,τι και αν ψηφίζει στην κάλπη, δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά. Με αφορμή την πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή για το πανεπιστημιακό άσυλο, ο Αλέξης Τσίπρας κατάφερε να συνδυάσει τα δύο τελευταία.

Και να ήταν μόνο αυτός… Δεν πρόλαβε να γιομίσει ένα φεγγάρι μετά τις εκλογές και ο συριζαϊκός κοπετός για την «παλινόρθωση του κράτους της Δεξιάς» είναι το hit του φετινού καλοκαιριού. Να θυμίσουμε και τα lyrics: ο Μητσοτάκης είναι η ενσάρκωση της σκληρής και αυταρχικής Δεξιάς, ακολουθεί διχαστική και πολωτική πολιτική, επιλέγει οργουελικούς συνεργάτες, φέρνει κακοκαιριά και άσχημες μέρες στο ελληνικό πανεπιστήμιο με την κατάργηση του ασύλου. (Το υπερατλαντικό προμοτάρισμα των πωλήσεων το ανέλαβε, μέσω των «New York Times», πρώην σύμβουλος του Τσίπρα.)

Δεν τα λένε όλοι τόσο ωμά και νέτα σκέτα. Ο πρώην Εσωτερικών και νυν εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ (διαφημιζόμενος και ως φέρελπις του συριζαϊκού μέλλοντος αιώνος) είδε με τα μάτια του τον Μητσοτάκη να απελευθερώνει «το τζίνι του κοινωνικού συντηρητισμού, του οικονομικού φιλελευθερισμού και του κομματικού εναγκαλισμού του κράτους» – προφανώς σε κάποια υπόγεια, σπηλαιώδη κόγχη της Πειραιώς, όπου το λιγοστό φως άφηνε να φανεί το σαρδόνιο χαμόγελο του αλχημιστή. Ο κ. Χαρίτσης έχει πιο ανθηρή φαντασία από τον αρχηγό του, ο οποίος αντί να βλέπει τον Μητσοτάκη ως σατανικό Αλαντίν περιορίζεται να τον καταγγέλλει ως πολιτικό αδερφοποιτό του Ομπαν και του Μπολσονάρο.

Οσοι τα τελευταία χρόνια νοιάστηκαν να σταθμίσουν και να κατανοήσουν τις αρχές, ή την έλλειψη αρχών, που κανονάρχησαν το πολιτικό ήθος του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν καμιά αμφιβολία ότι η τρέχουσα αντιπολιτευτική ρητορική του δεν περίμενε τις πρώτες κινήσεις της νέας κυβέρνησης. Γι’ αυτό αναρωτιέμαι αν ως πάγιος αριστερός «πρετ α πορτέ» λόγος αυτή η ρητορική δικαιούται, σύμφωνα με τα γνωστά δημοσιογραφικά κριτήρια, τον χαρακτηρισμό της είδησης περισσότερο από ό,τι τον δικαιούται η βαθυστόχαστη και οξυδερκής διάγνωση του Δημήτρη Κουτσούμπα ότι η κατάργηση του ασύλου «επιδιώκει ένα φιμωμένο πανεπιστήμιο ΑΕ στο οποίο θα κάνετε ό,τι θέλετε».

Και αν μιλάμε γι’ αυτό το έρμο το άσυλο, δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι είδηση αποτελεί και η στάση της Φώφης Γεννηματά. Αλήθεια, τι εμπόδισε το ΚΙΝΑΛ να υπερψηφίσει μαζί με την κυβερνητική πλειοψηφία το νομοσχέδιο; Η κυρία Γεννηματά φρονεί ότι η διάταξη που ως προς την επέμβαση των δημοσίων αρχών «εξισώνει τα πανεπιστήμια με τις πλατείες δεν είναι αποτελεσματική». Φυσικά, πρέπει να γνωρίζει ή, τέλος πάντων κάποιος που ξέρει πρέπει να της έχει πει, ότι η απονεύρωση του νόμου Διαμαντοπούλου για τα πανεπιστήμια άρχισε και ολοκληρώθηκε με τέτοιες εφεκτικότητες, ναι μεν, φοβικούς αστερίσκους και ποικίλα παραπόρτια προτού ενσκήψει το laissez faire, laissez passer του συριζαϊκού προοδευτισμού. Και θα έπρεπε να σκεφτεί ότι αν υπάρχει κάτι το οποίο στα μάτια του νόμου εξισώνει όλους τους δημόσιους χώρους αυτό είναι η τέλεση αξιόποινων πράξεων.

Και, βέβαια, δεν μας απεκάλυψε τις λεπτομέρειες της βελτιωτικής αντιπρότασής της. Θέλει, όπως ο κ. Γαβρόγλου, να πάρει την κατάσταση στα χέρια του ένα «εύρωστο φοιτητικό κίνημα»; Προτιμά, όπως προτιμούσε ο κ. Γαβρόγλου, αντί για την αυτονόητη πρακτική προστασία και αποτροπή, μια επιτροπή, κατά προτίμηση νεφελοβατούντων κοινωνιολόγων αριστερής κοπής, που θα ψηλαφήσει τα απώτερα αίτια του φαινομένου για να τα δημοσιεύσει σε κάποια σεμιναριακά Πρακτικά; ‘Η, μήπως, προτείνει την ώρα του μεγάλου χαμού η αστυνομία να στείλει πρώτα μια προφυλακή ψυχολόγων για να συζητήσει ήρεμα και πολιτισμένα με τον επικεφαλής στο εργαστήρι των μολότοφ;

Στην πραγματικότητα, το «filioque» της υπόθεσης δεν είναι η συγκεκριμένη διάταξη αλλά αυτό που περιγράφει το πολιτικό ρεπορτάζ ως «ασκήσεις ισορροπίας για το ΚΙΝΑΛ», το οποίο στην αγωνία του να κρατήσει ίσες αποστάσεις από την επίβουλη Αριστερά του Τσίπρα και την «επάρατη» Δεξιά του Μητσοτάκη θα προσπαθήσει, όσο μπορεί, να βγάλει αντιπολιτευτικό ξύγκι και από τη μύγα, όπως στην περίπτωση αυτή. Δικαίωμά του να το κάνει, κυρίως αν νιώθει ότι ανήκει στα πολιτικά είδη που απειλούνται με εξαφάνιση, αρκεί να μην επιδίδεται σε προσχηματικές κινήσεις συναίνεσης, και αρκεί να ξέρει ότι η τήρηση ίσων αποστάσεων δεν συνιστά ακριβώς πολιτικό πρόγραμμα. Οι Εγγλέζοι, οι οποίοι έχουν μια πιο γραφική παράσταση για το ζήτημα αυτό, θα έλεγαν στην αρχηγό του ΚΙΝΑΛ ότι «προτιμά να κάθεται πάνω στον φράχτη» – όπου, θα μπορούσε να προσθέσει κανείς, είναι κρίμα να ξεροσταλιάζει επαναλαμβάνοντας «παρών».

Ωστόσο, παρ’ όλο που δεν έβγαλε ειδήσεις και εκπλήξεις, η συζήτηση για το άσυλο επιτρέπει, νομίζω, να διαπιστώσουμε πράγματα και τρόπους σκέψης που υπερβαίνουν το συγκεκριμένο ζήτημα. Πρώτα πρώτα, το ζητούμενο του «νόμου και της τάξης». Η Αριστερά, ή ένα μέρος της, με ειρωνικές ή ευθέως χλευαστικές αναφορές, θέλει να μας πείσει ότι το αίτημα για σύννομη ευταξία είναι κλασικό σύμπτωμα βαθέος κοινωνικού συντηρητισμού ή κάποιας υποκριτικής αστικής εμμονής. Αλλά αν υποθέσουμε ότι κάποτε ήταν, τουλάχιστον εν μέρει, και αυτό, πολύ περισσότερο σήμερα πρόκειται για εκπρόθεσμο κατάλοιπο μιας ανταρσιακής διάθεσης απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας που έχει μακρά διαδρομή στην ιστορία μας ως χειμαζόμενης κοινότητας ή κοινωνίας με ποικίλα προνεωτερικά επιβιώματα.

Το δεύτερο είναι η επίμονη και ιδιάζουσα μυθολογία μιας «προοδευτικότητας» που διαφημίζει αγέρωχα και αξιωματικά το όνομά της ακόμη και όταν φαίνεται καθηλωμένη σε αταβιστικές δαιμονοποιήσεις, ακόμη και όταν αναμηρυκάζει το παρελθόν, ακόμη και όταν είναι προφανώς αποκομμένη από σύγχρονα δρώμενα και τρέχουσες εξελίξεις.

Το τρίτο είναι πολύ πιο απτό και πολύ πιο διδακτικό, αρκεί να σκεφτούμε, με αφορμή την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, τι θα συνέβαινε αν ο Μητσοτάκης δεν είχε την αυτοδυναμία που του επιτρέπει να κάνει το απλούστερο: να υλοποιήσει μία από τις πιο εμφατικές προεκλογικές του διακηρύξεις.

 

Ο κ. Θεόδωρος Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ.