Στη διαγραφή του μέλους της Νέας Δημοκρατίας Χρήστου Σκαλούμπακα για άθλιες, εκδικητικές αναρτήσεις στο διαδίκτυο.

Το θέμα είχε αναδείξει και η γνωστή δημοσιογράφος Έλενα Ακρίτα μέσω Facebook. Η κ. Ακρίτα, η οποία είχε υποχρεώσει τον κ.Σκαλούμπακα να της ζητήσει δημόσια συγγνώμη, για υβριστικούς χαρακτηρισμούς σε βάρος της ,δημοσίευσε αναρτήσεις του κ.Σκαλούμπακα ο οποιος έγραφε μεταξύ άλλων: “ότι δεν σας έκανε ο πατέρας μου το 47 – 48, θα σας κάνω εγώ ανθελληνικά καθίκια” και απειλούσε με χυδαίο τρόπο τι θα πράξει στους πολιτικούς του αντιπάλους όταν έρθει ξανά η δεξιά.

“Εσείς στη ΝΔ να χαίρεστε το εγγεγραμμένο μέλος σας Χ. Σκαλούμπακα με παλαιά και νέα τουιτ παρόμοιου ύφους και ήθους. Έχει φωτογραφηθεί τόσο με την κομματική του ταυτότητα όσο και με τον Αδωνι της καρδιάς σας. Ωραίο μήνυμα περνάει προεκλογικά, όχι;”, σχολίασε η κ.Ακρίτα.

Ο Σκαλούμπακας είναι γιος του δεσμοφύλακα της Μακρονήσου Σκαλούμπακα ο οποίος χαρακτηρίζεται ιστορικά ως ενορχηστρωτής βασανιστηρίων πολιτικών κρατουμένων.

Μια μαρτυρία για τον Παναγιώτη Σκαλούμπακα

Ενας Μακρονησιώτης είχε διηγηθεί την ιστορία του για τη σφαγή στη Μακρόνησο.

«…Έζησα όλα τα δραματικά γεγονότα της Μακρονήσου το 1948. Ο στρατός μας με είχε επιταγμένο με το καΐκι μου «Αγιος Νικόλαος», επί μισθώ, οκτώ χιλιάδες δραχμές το μήνα. Κουβαλούσα από το Λαύριο πέρα στη Μακρόνησο φαντάρους, πολιτικούς υπόδικους, νερό σε βαρέλια και άλλα. Στο φοβερό τουφεκίδι του Μάρτη 1948 ο Σκαλούμπακας μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους πέρα μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο. Στο Γ’ Τάγμα φόρτωνα τους νεκρούς φαντάρους, που τους εξέταζε ο γιατρός Μαλάμης, κι έγραφε στο πιστοποιητικό θανάτου, τη λέξη «νεκρός». Ητανε δίπλα στο γιατρό Μαλάμη κι άλλοι δύο γιατροί.

Τους σκοτωμένους φαντάρους τους τακτοποιούσανε στριμωχτά στο αμπάρι οι Αλφαμίτες Χούμης και Δήμητρας Λαγός. Σ’ ένα μόνο δρομολόγιο φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους. Λέω στον Σκαλούμπακα: «Το καΐκι δε σηκώνει τόσο πράμα, είναι πολύ το πράμα, θα μπατάρει το καΐκι». Αυτός κουβέντα δεν έπαιρνε, με το πιστόλι με διέταξε. Τι να ‘κανα; Το πιστόλι σε παγώνει…Ανοιγόμασταν τη νύχτα στον Κάβο Ντόρο. Εκεί στο Σαν Τζιόρτζιο περίμενε καράβι πολεμικό. Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας. Αυτό ξανάγινε. Οι νεκροί όλοι – όλοι ήταν 350 κοντά, τους μέτραγα έναν – έναν και ήταν 350 φαντάροι νεκροί. Αυτή ήταν η πιο τραγική περιπέτεια που έζησα στη ζωή μου…»