Είναι αλήθεια ότι πλευρές των αποτελεσμάτων των Ισπανικών εκλογών είχαν προαναγγελθεί. Αυτό αφορούσε το προβάδισμα των Σοσιαλιστών, την ενίσχυση των αυτονομιστικών κομμάτων στην Καταλονία και τη Χώρα των Βάσκων, την υποχώρηση της συμμαχίας ανάμεσα στο Podemos και την Ενωμένη Αριστερά.

Κάποια άλλα αποδείχτηκαν πιο εντυπωσιακά από ό,τι θα περίμενε κανένας όπως ήταν για παράδειγμα ο βαθμός υποχώρησης του Λαϊκού Κόμματος που είχε το χειρότερο αποτέλεσμά του εδώ και δεκαετίες.

Και κάποια έδειχναν ότι έρχονταν, αλλά όλοι ήλπιζαν ότι τελικά δεν θα συνέβαιναν, όπως έγινε με την εντυπωσιακή εκλογική καταγραφή του ανοιχτά «φρανκικού» ακροδεξιού Vox.

Τα πολλά πρόσωπα της ισπανικής κρίσης

Ούτως ή άλλως, όπως είχε σχολιαστεί και συχνά στην προεκλογική περίοδο, η Ισπανία σε όλη την δεκαετία του διανύουμε βιώνει την ανοιχτή κρίση των πολιτικών, θεσμικών και κοινωνικών συμβιβασμών που αποτυπώθηκαν στο Ισπανικό Σύνταγμα του 1978 και τη μετάβαση από το φρανκισμό στην κοινοβουλευτική δημοκρατία.

Αυτή η κρίση πήρε διάφορες μορφές: την οικονομική κρίση του αναπτυξιακού μοντέλου που κυριάρχησε από τη δεκαετία του 1990 και μετά, την κρίση εκπροσώπησης των παραδοσιακών κομμάτων που τροφοδότησε και το κίνημα των Indignados το 2011, την ανοιχτή κατακραυγή για την ενδημική πολιτική διαφθορά, την αμφισβήτηση των ισορροπιών σε σχέση με τις αυτονομίες και προς την κατεύθυνση της ανεξαρτησίας και προς την κατεύθυνση της εκ νέου συγκεντροποίησης της κρατικής εξουσίας.

Πολιτικά αυτή η κρίση τροφοδότησε διάφορες εξελίξεις. Την αρχική εμφάνιση και εκλογική άνοδο των Podemos ως κατεξοχήν κόμματος που υποστήριξε τη ρήξη με το παλιό κομματικό κατεστημένο, την εμφάνιση των Ciudadanos ως δεξιόστροφη εκδοχή «κέντρου» που προσπάθησε να παίξει ρόλο αντίβαρου στα φαινόμενα ριζοσπαστικοποίησης, την κρίση της δεξιάς και βέβαια την ανοιχτή πληγή της Καταλονίας, τόσο με την κλιμάκωση του αιτήματος όσο ανεξαρτησίας όσο και με τις επιπτώσεις από την επιχείρηση καταστολής και ποινικοποίησης του αυτονομιστικού κινήματος.

Οι εκλογές της 28ης Απριλίου εντάσσονται, επομένως σε αυτό το πλαίσιο μιας κρίσης που δεν έχει επιλυθείς τον πυρήνα της.

Ας μην ξεχνάμε ότι οι Σοσιαλιστές είναι οι νικητές όχι γιατί θριάμβευσαν αλλά γιατί υπέστησαν συντριβή οι αντίπαλοί τους του Λαϊκού Κόμματος αλλά και γιατί το ταλανιζόμενο από εσωτερικές έριδες Podemos αδυνατούσε να εδώ και καιρό να αποτελέσει πραγματική αμφισβήτηση, έχοντας χάσει αυτή τη δυνατότητα στον προηγούμενο εκλογικό κύκλο.

Απλώς με αυτό τον τρόπο οι Σοσιαλιστές απέδειξαν ότι στην Ισπανία είναι πιο ανθεκτικοί από ό,τι άλλα «αδελφά κόμματα», όπως το Γαλλικό ή ακόμη και το πάλαι ποτέ κραταιό SPD. Και αυτό σε μεγάλο βαθμό γιατί ο Σάντσεθ είχε τη διορατικότητα να επιμείνει μακριά από ένα δρόμο πλήρους ταύτισης με την κεντροδεξιά, που όπου δοκιμάστηκε οδήγησε σε μεγάλες απώλειες για τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα.

Από την άλλη μεριά, τώρα συνεχίζουν τα δύσκολα για τον Σάντσεθ καθώς θα πρέπει να βρει μια λεπτή ισορροπία ώστε να έχει μια ευρύτερη ανοχή και όχι μια δεσμευτική κοινοβουλευτική πλειοψηφία που θα τον έκανε διαρκώς έκθετο σε εκβιασμούς.

Από την άλλη μεριά η ταυτόχρονη υποχώρηση του Λαϊκού Κόμματος και η άνοδος της ακροδεξιάς δείχνει τον κίνδυνο που υπάρχει στον πειρασμό αρκετών κεντροδεξιών κομμάτων να υιοθετήσουν την ατζέντα της ακροδεξιάς ελπίζοντας ότι έτσι θα αποφύγουν τις εκλογικές διαρροές.

Παράλληλα, η ενίσχυση αυτονομιστικών κομμάτων, με πιο εντυπωσιακή την καταλανική Ρεπουμπλικανική Αριστερά (ERC), δείχνει ότι η καταστολή δεν ήταν επαρκής για να υποχωρήσουν τα σχετικά αιτήματα.

Τέλος, το Podemos έδειξε ότι η προσπάθεια μετασχηματισμού ενός ρεύματος διαμαρτυρίας σε ένα κόμμα διακυβέρνησης έστω και αριστερής ενέχει και τον κίνδυνο εκλογικής υποχώρησης, ιδίως όταν η εικόνα που δείχνει πλησιάζει αυτή των συστημικών κομμάτων.

Ας μην ξεχνάμε ότι το κόμμα του Πάμπλο Ιγλέσιας δεν είναι πια η αντισυστημική έκφραση των Ισπανικών «Πλατειών», αλλά ένα κοινοβουλευτικό κόμμα που έδωσε το τελευταίο διάστημα ψήφο ανοχής σε μια κυβέρνηση των Σοσιαλιστών, δηλ. του κόμματος την πολιτική κληρονομιά του οποίου κατεξοχήν αμφισβήτησε το Podemos.

Τι σημαίνουν όλα αυτά για την Ευρώπη;

Είναι προφανές ότι ανεξαρτήτως  των ιδιαιτεροτήτων του ισπανικού πολιτικού τοπίου και παραμέτρων όπως τα αυτονομιστικά κινήματα, οι εκλογές αποτύπωσαν δυναμικές που μπορεί να δούμε και στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Καταρχάς είναι προφανές ότι ο συνδυασμός ανάμεσα στην οικονομική κρίση και την «κρίση αυθεντίας» των παραδοσιακών κομμάτων ανοίγει το δρόμο για σημαντική εκλογική υποχώρηση των «κλασικών» συστημικών κομμάτων, είτε της κεντροδεξιάς είτε της κεντροαριστεράς.

Πλάι στο φαινόμενο της «πασοκοποίησης», δηλαδή της κατάρρευσης ισχυρών κομμάτων όπως το ΠΑΣΟΚ, τώρα φαίνεται ότι αντίστοιχοι κίνδυνοι υπάρχουν και για παραδοσιακά προπύργια της Κεντροδεξιάς. Μένει να δούμε σε ποια κλίμακα θα αποτυπωθεί αυτό και στην περίπτωση των ευρωεκλογών, σε σχέση με τα μεγάλα κόμματα που ανήκουν στην «πολιτική οικογένεια» του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος.

Το δεύτερο μήνυμα είναι ότι γίνεται εμφανής η κρίση ενός ορισμένου μοντέλου «νέου αριστερού κόμματος» που εμφανίστηκε στη δεκαετία που διανύουμε τόσο με την εντυπωσιακή άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και με το φαινόμενο Podemos. Αποδεικνύεται ότι τα κόμματα αυτά μπορεί να κερδίζουν μεγάλο μέρος της δυσαρέσκειας σε κρίσιμες στιγμές, λειτουργώντας ως τρόποι έκφρασης μιας ευρύτερης κοινωνικής διαμαρτυρίας, όμως η τριβή άμεση ή έμμεση με τα καθήκοντα της διακυβέρνησης επιφέρει φθορά περισσότερο παρά εμβάθυνση της πολιτικής επιρροής.

Αυτό ενισχύεται και από το ότι τα μεγαλόσχημα συνθήματά τους συχνά δεν υποκρύπτουν ένα προγραμματικό βάθος που να υπερβαίνει τα όρια μιας κλασικής ήπιας σοσιαλδημοκρατικής τοποθέτησης. Σε αυτή την περίπτωση κινδυνεύουν και να μην δείχνουν από ένα σημείο και μετά το ίδιο «αντισυστημικά» και να βλέπουν να επανακάμπτουν οι «αυθεντικοί» εκφραστές της σοσιαλδημοκρατίας.

Τρίτον, η ακροδεξιά παραμένει ρεύμα σε άνοδο. Ενισχυμένη από την κρίση της κεντροδεξιάς και στην πραγματικότητα υποβοηθημένη από τον τρόπο που συχνά κυβερνήσεις υιοθέτησαν τη δική της ρητορική και πολιτική στοχοθεσία, συμπεριλαμβανομένων κυβερνήσεων που στηρίζονται σε κόμματα που μόνο ως ακροδεξιά μπορούν να χαρακτηριστούν, ετοιμάζεται να κάνει εντυπωσιακή καταγραφή. Εκμεταλλεύεται, παράλληλα, την αδυναμία των περισσότερων ρευμάτων της ευρωπαϊκής αριστεράς να αποσυνδεθούν από το «παράδειγμα ΣΥΡΙΖΑ» και κυρίως να διεκδικήσουν όντως το ρόλο μιας αντισυστημικής αντιπολίτευσης στην τρέχουσα διπλή κρίση διακυβέρνησης και στο επίπεδο των ευρωπαϊκών κρατών και στο επίπεδο των ευρωπαϊκών θεσμών.

Η ένταση που θα έχουν αυτές οι δυναμικές στις εκλογές του Μαΐου προφανώς και θα επικαθοριστεί και από τις επιμέρους πολιτικές αντιπαραθέσεις σε κάθε κράτος μέλος. Όμως, το σίγουρο είναι ότι το τοπίο θα συνεχίσει να παραπέμπει σε μια ανοιχτή πολιτική κρίση, ιδίως εάν αναλογιστούμε τόσο την αποτυχία των ευρωπαϊκών θεσμών να αρθρώσουν αν όχι απαντήσεις τουλάχιστον ερωτήματα για ένα φάσμα οξυμμένων προβλημάτων, την ώρα που όλες οι πολιτικές οικογένειες επιδεικνύουν εντυπωσιακή σωρευτική πολιτική αμηχανία.