Στο 2ο Συνέδριο του Κινήματος Αλλαγής ο ευρωβουλευτής και εκ νέου υποψήφιος για την Ευρωβουλή Νίκος Ανδρουλάκης μίλησε για την αντιπαράθεση μεταξύ του κόμματος των μελών και του κόμματος-καρτέλ. Αν και – δυστυχώς – το κλίμα στα συνέδρια, όλων των κομμάτων, δεν αποτελεί τον ιδανικό χώρο για την ανάπτυξη ενός τόσου σοβαρού ζητήματος, το ότι τέθηκε αποτελεί μια τομή στους πανηγυρικούς που συνήθως ακούγονται εκεί.

Είτε μιλούμε για τα ταξικά κόμματα ιδεών των τελών του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, είτε για τα μαζικά κόμματα του Μεσοπολέμου, είτε για τα μετά τη δεκαετία του 1960 πολυσυλλεκτικά, σ’ όλα ενυπήρχε πάντα, λιγότερο ή περισσότερο, το στοιχείο της ιδεολογίας και της ταξικής εκπροσώπησης. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι πολυσυλλεκτικοί δύο πόλοι (σοσιαλδημοκρατία – Κεντροδεξιά) εξασφάλιζαν μια, στηριγμένη στην ανάπτυξη της παραγωγής, γενικευμένη κατανομή των αγαθών και την ανοδική κινητικότητα όλων. Το μέσο για την υλοποίηση αυτών των υποσχέσεων για τα μεν σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ήταν η ενδυνάμωση του κράτους πρόνοιας μέσω της προοδευτικής φορολογίας και για τα δε κεντροδεξιά – νεοφιλελεύθερα η εντελώς ελεύθερη χρηματοπιστωτική αγορά και ο ενιαίος φορολογικός συντελεστής (tax flat). Και τα δύο «σχέδια» στον έναν ή στον άλλο βαθμό απαιτούσαν μια ιδεολογική νομιμοποίηση. Οι ιδέες έπαιζαν ακόμη ρόλο.

Η μετά το 1990 ραγδαίως αναπτυσσόμενη παγκοσμιοποίηση μετέτρεψε σταδιακά τα μεγάλα πολυσυλλεκτικά σε αποϊδεολογικοποιημένα κόμματα-καρτέλ. Αυτά επιδιώκουν να προσελκύσουν και να διατηρήσουν τους ψηφοφόρους τους μέσω της κατανομής αγαθών που προσφέρει το κράτος και όχι η παραγωγή πλέον. Ακόμα και τα νεοφιλελεύθερα κόμματα για να αντεπεξέλθουν στην πίεση για κατανομή αγαθών που τους ασκεί η ρευστή εκλογική βάση καταφεύγουν σε κρατικίστικες πολιτικές. Το γιατί κάποιοι σήμερα επιμένουν να ξορκίζουν τον νεοφιλελευθερισμό και όχι την καρτελοποίηση της πολιτικής, ο Θεός των απλοϊκών διλημμάτων ξέρει.

Τα κόμματα-καρτέλ δεν αποτελούν αυτόματο αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης, όπως τα παρουσιάζουν κάποιοι. Αντιθέτως, είναι απόρροια της απομάκρυνσής τους ολοένα και περισσότερο από την κοινωνία. Τα κόμματα-καρτέλ πουλώντας ίδια προϊόντα απαιτούν υψηλή ένταση κεφαλαίου (σύμβουλοι ηγεμόνων) και όχι υψηλή ένταση εργασίας (ακτιβιστές και ιδεολόγοι). Η «πελατεία» τους αποτελείται από αγοραστές «προϊόντων» και όχι ιδεών. Αυτή με ευκολία κινείται από το ένα κόμμα-προϊόν στο άλλο.

Ο υψηλός βαθμός μείωσης της κομματικής δέσμευσης των ψηφοφόρων φαίνεται στη γρήγορη φθορά των κομμάτων μόλις ανέρχονται στην εξουσία. Οσο μάλιστα κατέχουν λιγότερους πόρους για να διανείμουν, τόσο λιγότερο διακριτικά γίνονται στην άνιση κατανομή υπέρ των «ανθρώπων» τους και τόσο πιο επιθετικά στους αντιπάλους τους. Ετσι δυσαρεστούν τόσο τους μη ψηφοφόρους τους, που βλέπουν παντού την αδικία που πλέον ονομάζεται διαφθορά, όσο και τους ψηφοφόρους τους, που απαιτούν όλο και περισσότερα. Εδώ ενυπάρχει η μεγαλύτερη απειλή για τη δημοκρατία, όχι στον λαϊκισμό. Ο λαϊκισμός είναι εκφυλιστική απάντηση στα κόμματα-καρτέλ. Κατάρες κατά του λαϊκισμού που δεν κατανοούν αυτή την απλή αλήθεια είναι άσφαιρες.

Ολα αυτά οδηγούν στην ενίσχυση των κομμάτων διαμαρτυρίας, κυρίως αυτών που κινούνται στον χώρο της Ακροδεξιάς αλλά και στον χώρο του αριστερού ριζοσπαστισμού – μέχρι αυτός να αναλάβει τη διακυβέρνηση. Τα κόμματα διαμαρτυρίας δεν είναι αντισυστημικά. Τα περισσότερα μάλιστα ζητούν υποκριτικά περισσότερη δημοκρατία. Είναι όμως κόμματα των οποίων η αντιελιτίστικη ρητορική, συνδυασμένη με ανησυχίες για την εθνική λαϊκή κυριαρχία και τον κίνδυνο απώλειας της πολιτιστικής ταυτότητας, επαναφέρουν την ισχύ των ιδεών όχι για να συγκροτήσουν μια άλλη κοινωνική αφήγηση, αλλά για να εκμεταλλευθούν την κοινωνική δυσαρέσκεια. Η κοινωνική βάση των κομμάτων διαμαρτυρίας – όπως μαρτυρεί η ισχυροποίησή τους σε χώρες όπως οι Σκανδιναβικές, η Αυστρία, η Ελβετία, η Βόρεια Ιταλία και η Γαλλία – δεν είναι τόσο οι ασθενέστεροι. Είναι οι μικρομεσαίοι (Κίτρινα Γιλέκα), οι οποίοι θεωρούν ότι έχουν εξαπατηθεί τόσο από τις ελίτ όσο και από τους ευεργετημένους από το κράτος πρόνοιας και τα επιδόματα ασθενεστέρους σε βάρος τους. Η απολυτοποίηση της «αξιοκρατίας», σύμφωνα με την οποία μόνο οι άξιοι πρέπει να επωφελούνται από τα αγαθά, οδηγεί σε έναν κοινωνικό αυτοματισμό ο ξενιστής του οποίου «μεταφέρεται» στα μεσαία στρώματα. Αυτή είναι μια τάση που λίγοι επικριτές του λαϊκισμού και ακόμα λιγότεροι πολιτικοί λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους.

Μήπως η λύση βρίσκεται στη «δημοψηφισματική δημοκρατία»; Από τα δημοψηφίσματα για το ευρωσύνταγμα έως το δικό μας και το Brexit είναι γνωστό πόσο με αυτά επί της ουσίας διαστρέφεται η έννοια της λαϊκής κυριαρχίας στο όνομά της. Το ίδιο ισχύει και για τα «εσωκομματικά δημοψηφίσματα». Τα κόμματα-καρτέλ απαντούν στην αμφισβήτησή τους με την ισχυροποίηση της εντός τους εκτελεστικής εξουσίας (προεδροποίηση) και με τη μεγιστοποίηση της εξάρτησής τους από τα ΜΜΕ, τα οποία είναι οι καλοί αγωγοί της μόνης «δέσμης ιδεών» που τα ενδιαφέρει και είναι η εξωτερική τους εικόνα ενότητας. Η διαμάχη για ιδέες ονομάζεται «εσωστρέφεια». Και όσο περισσότερο προεδροκεντρικά γίνονται τόσο και πιο πολύ «ομνύουν» στη διοργάνωση εσωκομματικών δημοψηφισμάτων και σε εκλογές ηγεσίας από τη «βάση». Η εκλογή ηγεσίας από τη βάση είναι δήθεν δημοκρατική κατάκτηση, στην ουσία όμως είναι απόρροια της περιθωριοποίησης των μελών για χάρη της αδιαμεσολάβητης σχέσης μεταξύ της ηγεσίας και των ψηφοφόρων. Το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό, εισήχθη εδώ, και μάλιστα πολύ αργά, το 2004. Ελάχιστοι όμως σήμερα το αμφισβητούν σε Ευρώπη και Ελλάδα.

Τελικά η γενίκευση των δημοψηφισμάτων και οι εσωκομματικές εκλογές από μια ιδιαιτέρως ρευστή βάση αποσαθρώνουν τους δύο πυλώνες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας: Κοινοβούλιο και κόμματα. Στην ανάγκη επιστροφής στα κόμματα των μελών θα αναφερθώ σε επόμενο σημείωμά μου.

Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας. Σε λίγες ημέρες κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια το βιβλίο του «Το πρωτείο της Δημοκρατίας. Σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία».