Μια Γερμανία νικημένη στο Μεγάλο Πόλεμο, ταπεινωμένη και απελπισμένα πεινασμένη, χτυπημένη μάλιστα και από μια φοβερή επιδημία γρίπης που σάρωνε την Ευρώπη, βρίσκονταν σε πολύ δεινή κατάσταση τον Ιανουάριο του 1919, έτος αιματηρών εξεγέρσεων στην καθημαγμένη Γερμανία .

Λίγους μήνες πριν ο Αυτοκράτοράς της Βίλχελμ Β΄ («Γουλιέλμος» επί το ελληνικότερον) την είχε εγκαταλείψει έμφοβος, αφήνοντας το θρόνο του (8/11/1918) το έλεος του Θεού και βρίσκοντας καταφύγιο στη φιλόξενη Ολλανδία όπου ο μονάρχης της ποτέ δεν τον εξέδωσε στους Συμμάχους της Αντάντ παρόλο που εκείνοι τον ζητούσαν επίμονα γιατί σκόπευαν να τον παραπέμψουν σε δίκη.

Πολλά σημαντικά γεγονότα είχαν προηγηθεί του 1919. Πρώτα από όλα το ξέσπασμα της Ρωσικής Επανάστασης το 1917 που οι Καρλ Λίμπνεκτ και Ρόζα Λούξεμπουργκ, από κοινού ηγέτες της Γερμανικής Αριστεράς της Ενωσης Σπαρτακος (Spartakusbund) εκείνη την εποχή, όντας σε εξέγερση και αυτοί, έτρεφαν τον ευσεβή πόθο ότι θα ξαπλωνόταν στην Γερμανία και σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης. Αλλά κάτι τέτοιο ουδόλως προέκυψε γιατί η επανάσταση παρεχώρησε τη θέση της στο μοναχικό «Σοσιαλισμός σε μια χώρα» .

Οι δύο αντιμαχόμενοι

Οι δύο εμπόλεμοι ήταν αφενός μεν οι μετριοπαθείς Σοσιαλδημοκράτες (SPD) συνεπικουρούμενοι από σύσσωμη την συντηρητική παράταξη αλλά και τα φιλομοναρχικά «Ελεύθερα Σώματα» (Freikorps) που αποτελούνταν από βετεράνους του Μεγάλου Πολέμου, και όχι με τόσο λευκό ποινικό μητρώο, οι οποίοι δεν είχαν παραδώσει τα όπλα τους, ενώ ήταν πάντα έτοιμοι και ικανοί να συντρίψουν κάθε είδους αριστερή εξέγερση.

Αφετέρου ήταν οι Σπαρτακιστές, ομάδα Αριστερών που είχαν αποσχιστεί από το SPD –για την ακρίβεια από τους Ανεξάρτητους του USPD, γιατί ήταν ενάντια στην εμπλοκή της Γερμανίας στον Μεγάλο Πόλεμο και είχαν, ως ηγέτες τον Καρλ Λίμπνεχτ και τη λαμπρή θεωρητικό του Μαρξισμού Ρόζα Λούξεμπουργκ.

Ο μεν Λίμπνεχτ ήταν δικηγόρος που έτρεφε ως μεγάλη φιλοδοξία του να γίνει «ο Λένιν της Γερμανίας», αν και δεν είχε τις οργανωτικές ικανότητες του Ρώσου κομουνιστή ηγέτη. Προς τιμή του υπήρξε ο μοναδικός βουλευτής που αντιτάχθηκε στον Μεγάλο Πόλεμο.

Η δε Λούξεμπουργκ , παιδιόθεν αντιπολεμική ακτιβίστρια, σπουδαγμένη στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης με διδακτορικό που πραγματεύονταν τη βιομηχανική ανάπτυξη της Πολωνίας ,πολυγραφότατη, ήταν αρχικά ενάντια στην ένοπλη εξέγερση και τη χρήση βίας αλλά μετά συμφώνησε με τον Λίμπνεχτ διαβλέποντας ότι δεν υπήρχε άλλη λύση κατάληψης της εξουσίας από το λαό.

Ρόζα Λούξενμπουργκ

Εκείνα που έκαναν τη Λούξεμπουργκ να ξεχωρίζει από τους άλλους αγωνιστές κομουνιστές ήταν το ακμαίο δημοκρατικό της φρόνημα και η μαρξική της συγκρότηση. Υπήρξε μία ένθερμη υπερασπίστρια του δημοκρατικού συστήματος και άξια κληρονόμος της

δημοκρατικής παράδοσης. Πάντα τόνιζε ότι η δημοκρατία διαδραμάτισε κυρίαρχο ρόλο στη μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Για αυτό και η Λούξενμπουργκ πίστευε στην αναγκαιότητα προάσπισης του συστήματος και των δημοκρατικών θεσμών. «Σοσιαλισμός» υποστήριζε « ως μέσον χειραφέτησης του προλεταριάτου χωρίς τη δημοκρατία δε νοείται. [Και] Σοσιαλισμός χωρίς δημοκρατία είναι αδιανόητος».

Η μοίρα των δύο Σπαρτακιστών –Κομουνιστών υπήρξε αδυσώπητη. Ο Εμπερτ εξαπέλυσε τους Freikorps σαν λυσσασμένα σκυλιά και εκείνοι οι δύο έμφοβοι έσπευσαν να κρυφτούν στο σπίτι κάποιων φίλων. Τους αναγνώρισαν όμως κάποιοι γείτονες και τους κατέδωσαν. Το απόγευμα της 15ης Ιανουαρίου 1919 πιάστηκαν από την αστυνομία που με τη σειρά της τους παρέδωσε στα Freikorps. Αφού ανακρίθηκαν, χτυπήθηκαν ανελέητα με τους υποκόπανους των όπλων των Freikorps μέχρις αναισθησίας, τελικά πυροβολήθηκαν στο κεφάλι. Ο Λίμπνεχτ παραδόθηκε στο νεκροτομεία ανώνυμα. Η Ρόζα ρίχτηκε στο μεγαλύτερο Κανάλι του Βερολίνου το Landwehr και το πτώμα της εκβράστηκε στις 31 Μαΐου προκαλώντας θλίψη ακόμα και στο Λένιν με τον οποίο είχε έντονες διαφωνίες: «Αλλά παρά τα λάθη της είναι- και παραμένει για μας-ένας αετός».

Η Ανταρσία στο Κίελο και αλλού

Προς το τέλος του πολέμου τα πλοία του Γερμανικού Αυτοκρατορικού Ναυτικού έλαβαν εντολή (24/10/1918) να προωθηθούν στη Βόρεια Θάλασσα για μια αναμέτρηση με το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό.

Οι ναύτες του Κιέλου διέβλεψαν τον κίνδυνο να γίνουν «τροφή για τα βρετανικά κανόνια» και αρνήθηκαν να υπακούσουν οργανώνοντας ανταρσία την οποία προσπάθησε να ματαιώσει ο πολύς Γκούσταβ Νόσκε, υπουργός του SPD χωρίς επιτυχία. Ηταν αργά πλέον να συγκρατήσει το επαναστατικό κύμα που απλωνόταν σε όλη τη Γερμανία και τίποτα δεν μπορούσε να το συγκρατήσει . Οργανώθηκαν « Συμβούλια» κατά το σοβιετικό πρότυπο από το στρατό το ναυτικό και τους εργάτες.

Οι ναύτες ήξεραν πολύ καλά ότι επρόκειτο για μια αποστολή αυτοκτονίας που οι Γερμανοί ήταν αδύνατο να διεκπεραιώσουν γιατί το ναυτικό τους δεν ήταν τόσο ισχυρό όσο το Βρετανικό, αλλά αυτό το ήξερε και ο Γερμανικός λαός που τάχθηκε με το μέρος των στασιαστών, αλλά οι Γερμανοί ηγέτες του στόλου( Ναύαρχος Φράντς φον Χίπερ, Ράινχαρτ Σίαρ) έλπιζαν μάταια σε μια δυναμική επίδειξη γερμανικής ισχύος που θα τους έδινε τη δυνατότητα να επιτύχουν καλύτερους όρους στη διαπραγμάτευση για τη σύναψη ανακωχής. Φρούδες ελπίδες διότι, παρά την καλή θέληση του προέδρου των ΗΠΑ Γούντροου Γουίλσον, οι Βρετανοί και ιδίως οι Γάλλοι με τον πρωθυπουργό τους Ζορζ Κλεμανσό δεν ήταν διατεθειμένοι να παζαρέψουν την ανακωχή, αλλά υπήρξαν ανυποχώρητοι σε μια άνευ όρων παράδοση των Γερμανών.

Την 3η Νοεμβρίου άρχισε η ανταρσία του Κιέλου. Την επόμενη μέρα το Κίελο ήταν στα χέρια 40 χιλιάδων επαναστατών ναυτών, στρατιωτών και εργατών. Στις 7 Νοέμβρη από τα μπαλκόνια του Ράιχσταγκ ο σοσιαλιστής ηγέτης Φίλιπ Σάιντεμαν ανακήρυσσε μεγαλόφωνα την ίδρυση αβασίλευτης δημοκρατίας χωρίς να έχει λάβει εντολή από τον καθ’ύλην αρμόδιο Καγκελάριο Φρίντριχ Εμπερτ που έγινε έξαλλος γιατί δεν του ζήτησε την άδεια. Ο

Εμπερτ είχε κατά νου την ανακήρυξη μιας μετριοπαθούς Βασιλευόμενης Δημοκρατίας. Το πού θα έβρισκε τον Κάιζερ, ήταν μια άλλη ιστορία.

Την ίδια μέρα με δύο ώρες διαφορά και μερικά μέτρα πιο κάτω, ο Λίμπνεχτ ανακηρύσσει τη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γερμανίας ενώπιον πολυπληθούς λαϊκής συγκέντρωσης.

Όπως είχε τονίσει ο Νόσκε, οι Αριστερά θα είχε νικήσει εάν οι ηγέτες της άφηναν τις ρητορείες και καταπιάνονταν με τις πρακτικές πλευρές του αγώνα. Ο φυσικός ηγέτης Καρλ Λίμπνεχτ αποσύρθηκε για τη συγγραφή άρθρων που θα δημοσιεύονταν στην «Κόκκινη Σημαία». Πολλοί επαναστάτες αμφιταλαντεύονταν: να προχωρήσουν στην επανάσταση ή, να αρχίσουν διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση Εμπερτ;

Η άργητα και η απραξία έδωσαν τον απαιτούμενο χρόνο που χρειάζονταν ο Νόσκε και ο Γκέρνερ για να συντρίψουν την επανάσταση. Να ξανακαταλάβουν τα καίρια σημεία (Εθνικό Τυπογραφείο Τηλεγραφικά Κέντρα κ. ά. Και τέλος να εξουδετερώσουν πλήρως τα συμβούλια, στρατιωτών, ναυτών και εργατών. Αρτια εξοπλισμένοι με κανόνια οπλοπολυβόλα, χειροβομβίδες, φλογοβόλα κατάφεραν να εξοντώσουν τους επαναστάτες. Η κερκόπορτα για την μεγαλειώδη είσοδο του Αντολφ Χίτλερ άνοιγε διάπλατα.

Εμίλ Εϊκορν, ο ανεξάρτητος σοσιαλιστής αρχηγός της Αστυνομίας

Όταν το SPD ανέλαβε την εξουσία, διεκδίκησε μαζί με τους ανεξάρτητους USPD τον έλεγχο της αστυνομίας. Τελικά κέρδισαν οι δεύτεροι και ένα μέλος της αριστεράς πτέρυγας του ανεξάρτητου USPD, ο Εμίλ Αϊκoρν έγινε αρχηγός της αστυνομίας του Βερολίνου (9/11/ 1918) με σκοπό τον εκδημοκρατισμό της . Θεωρήθηκε όμως πολύ «Αριστερός» για αστυνομικός και στις 4/1/1919 ο Πρώσος ΥΠ.ΕΣ. κοινοποίησε την απόλυσή του με συνοπτικές διαδικασίες. Eκείνος όμως αρνήθηκε να παραιτηθεί τονίζοντας ότι μόνο αυτοί που τον διόρισαν είχαν το δικαίωμα να ζητήσουν την παραίτησή του.

Στις 5 Ιανουαρίου το όργανο του κομουνιστικού κόμματος, KPD, η εφημερίδα Die Rote Fahne, (Κόκκινη Σημαία) κάλεσε το λαό σε εκδήλωση διαμαρτυρίας για την απόλυση του αστυνομικού. Η ανταπόκριση του κόσμου υπήρξε πρωτοφανής. Εκατοντάδες χιλιάδες λαού κατέκλυσαν το κέντρο του Βερολίνου, απόδειξη της μεγάλης δημοτικότητας που έχαιρε ο Αϊκορν. Σύσσωμος ο λαός αδημονούσε για δράση αλλά δεν υπήρχε καμιά ηγεσία.

Την επόμενη μέρα ξαναμαζεύτηκε ο λαός και όλοι περίμεναν να ηγηθεί κάποιος επί ματαίω. Πολλοί ήταν εκείνοι που ανυπομονούσαν να κάνουν χρήση των όπλων που κουβαλούσαν μαζί τους προμηθευμένα από τον ίδιο τον Αϊκορν

Εκτός από τον κακό εαυτό τους (παρορμητισμός, ανοργανωσιά ) οι Σπαρτακιστές είχαν δύο ακόμα μεγάλους εχθρούς: το ηγετικό στέλεχος των σοσιαλδημοκρατών Γκουστάβ Νόσκε και τον στρατηγό Βίλχελμ Γκρένερ. Ο πρώτος διατηρούσε άριστες σχέσεις με τους Freikorps ( και με το αζημίωτο, βέβαια ήταν πρόθυμοι να του προφέρουν τις «πολύτιμες υπηρεσίες» τους). Ο δεύτερος, ως διοικητής, είχε στη διάθεσή του το στρατό ανά πάσα στιγμή.

Ο Θάνος Κακουριώτης είναι ομότιμος καθηγητής στο Αριστοτέλλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης