Το κενό το απεχθάνεται όχι μόνο η φύση αλλά και η Ιστορία, και ο Πρωθυπουργός, που ως αρχικαταληψίας σίγουρα είχε ακούσει ήδη το κάλεσμά της και πρέπει να ήταν ήδη από τότε «με το μέρος της», αισθάνεται ότι είναι φυσικό χρέος του να βηματίσει προς το, κατά την εκτίμησή του, «τεράστιο κενό» στον μεσαίο χώρο της πολιτικής μετά τη μετατόπιση της Νέας Δημοκρατίας «προς τα άκρα της δεξιάς ρητορικής». Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς αν ο Αλέξης Τσίπρας οραματίζεται μια Κεντροαριστερά με αριστερή λεοντή ή μια Αριστερά με κεντροαριστερό φύλλο συκής, αλλά η διερώτηση είναι παντεσπάνι πολυτελείας σε μια συγκυρία όπου καταναλώνουμε μαζικά την μπομπότα του απροσχημάτιστου πολιτικού καιροσκοπισμού.

Ασφαλώς, οι λάγνες περιπτύξεις με την εξουσία δεν είναι πρωτοφανέρωτο θέαμα, αλλά είναι σκανδαλιστικά ενδιαφέρον το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να ερεθίσει το αίσθημα της δημοσίας αιδούς ανάγοντας ένα λίγο-πολύ αυτονόητο πολιτικό ένστικτο στο επίπεδο του πορνό, που ίσως μας επιφυλάσσει πιο hardcore σκηνές στα ημίφωτα σοκάκια που οδηγούν προς τις εκλογές. Και δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε τις ηθικολογικές ιερεμιάδες από βαθέος όρθρου μέχρι βαθείας νυκτός που θα ανέπεμπε, και λόγω ηθικού πλεονεκτήματος, ο κ. Τσίπρας και οι συν αυτώ αν η παραγωγή και η σκηνοθεσία ανήκαν στους άλλους.

Αλλά οι σωστοί υποκριτές καταγγέλλουν πάντα τα αισχρά και πράττουν τα αισχρότερα. Και προαναγγέλλουν για άλλη μια φορά τα μαρμαρένια αλώνια όπου η Ελλάδα της προόδου θα παλέψει με την Ελλάδα της συντήρησης. Ποιοι είναι αυτοί που σαλπίζουν τη νίκη του φωτός επί του σκότους;

Είναι αυτοί που φροντίζουν εδώ και μερικά χρόνια να αποστραγγίσουν από κάθε λογικό νόημα την αντιπαράθεση καινούργιου και παλαιού, προσθέτοντας έτσι άφθονο νερό στον μύλο της πολιτικής μας μυθολογίας.

Είναι αυτοί που από Τσακιτζήδες της αγέρωχης αντίστασης απέναντι στη δεσποτεία της γερμανόδουλης Ευρώπης έγιναν ο καλύτερος αγωγός των φετφάδων της, εμπλουτίζοντας το παραδοσιακό ιστορικό της νεοελληνικής διπολικής διαταραχής που μας θέλει εναλλάξ περήφανα ανάδελφους τα Σαββατοκύριακα και ραγιάδικα υποτελείς τις εργάσιμες.

Είναι αυτοί που όχι μόνο δεν στάθηκαν απέναντι στην επιλεκτική ανοχή της πολιτικής βίας, αλλά την έκαναν οικογενειακό μας μελόδραμα όταν μας φόρτωσαν «για δικά μας» τα παιδιά που απαιτούσαν την αυθωρεί και παραχρήμα απελευθέρωση των Βαραββάδων της τρομοκρατίας και του αναρχισμού, όταν με στοργή και προδέρμ σμικρογράφησαν τις φάλαγγες του Ρουβίκωνα ως αμελητέα ποσότητα «ιδεολογικών μωρών που μπουσουλάνε» ή ως μαθητούδια που συλλαμβάνονται να αντιγράφουν – ό,τι κι αν σημαίνουν αυτά στα δυσανάγνωστα κιτάπια της συριζαϊκής παιδαγωγικής.

Είναι αυτός που ανέβασε στον υπουργικό θώκο πρόσωπα που έβλεπαν την παιδεία άλλοτε ως Allou Fun Park παυσίλυπου εξισωτισμού ένθα απέδρα αριστείας άγχος και στεναγμός, άλλοτε ως διαθέσιμο πεδίο βολής για το αναχρονιστικό και ληγμένο οπλοστάσιο της σεμιναριακής Αριστεράς και άλλοτε ως πειραματικό εργαστήριο όπου γλωσσικώς δύσαρθρα υποκείμενα θα υποβάλλονται σε θεραπεία με τη μέθοδο της εντατικής κοινωνιολογικής κατήχησης.

Είναι αυτός που με εγγαστρίμυθη πανουργία άφησε τη δική του φωνή να πολλαπλασιαστεί μέσα από τον χυδαίο, ακατέργαστο και αιμοβόρο λαϊκισμό ενός κυβερνητικού στελέχους που σου δίνει την αίσθηση ότι, με τις κατάλληλες συνθήκες, θα μπορούσε να είχε διαπρέψει ως Ερυθρός Χμερ.

Είναι αυτός που με ασύμμετρη μέθη και υπεροψία, και με ληξιπρόθεσμους ανδρεοπαπανδρεϊκούς επιτονισμούς, ανεβαίνει στο βήμα της Βουλής με την ειρωνεύουσα βεβαιότητα ότι οι αμαρτίες των άλλων επαρκούν ως εξαγνιστικό πυρ για τις δικές του αυταπάτες και απάτες.

Είναι αυτός που, όψιμος απόφοιτος του κουτσογιωργισμού, λέει και ξαναλέει ότι δεν δικαιούνται διά να ομιλούν οι «πορφυρογέννητοι», λες και κάνει σπονδή στον άγνωστο αδιάφθορο με την καθαρή ματιά που μεγάλωσε και πόνεσε στη φτωχογειτονιά του παλιού ελληνικού κινηματογραφικού μελοδράματος.

Είναι αυτός που υποσχέθηκε μέλλον αλλά σκαλίζει βουλιμικά τη χόβολη του παρελθόντος και δεν διστάζει να εγκολπωθεί την ηθικολογία της Παλαιάς Διαθήκης όταν βλέπει την αποστασία ως μη εξαγνίσιμο προπατορικό αμάρτημα του πολιτικού του αντιπάλου.

Ο Αλέξης Τσίπρας έχει ηγετικές προδιαγραφές και όσο χάρισμα χρειάζεται για να βρεθείς με νομιμοποιημένη έπαυλη εκεί όπου είχες κληρονομήσει ποσοστά γκαρσονιέρας. Ο,τι του λείπει σε παιδεία το αντισταθμίζει με ένα ισχυρό ένστικτο επιβίωσης. Αλλά απέχει από το καινούργιο τουλάχιστον όσο και ο λεβιάθαν του παλαιοκομματισμού. Αν δεν ήταν έτσι, δεν θα αναπνέαμε σήμερα την τοξικότητα που υποθάλπει αχρείαστη πόλωση και εξαιρετικά δυσάρεστη αίσθηση διχασμού. Αν δεν ήταν έτσι, η βαριά ευθύνη για την όποια λύση του Μακεδονικού, με τις όποιες επιμέρους διαφωνίες, θα μπορούσε να έχει επιμεριστεί σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις, πλην Λακεδαιμονίων του αδιαπραγμάτευτου εθνικισμού.

Αλλά είναι έτσι. Και το σάλπισμά του για μια προοδευτική απέναντι σε μια συντηρητική Ελλάδα είναι η κακόφωνη επανάληψη μιας πολιτικής μυθολογίας-θεολογίας. Αυτό πιθανότατα το ξέρει κατά βάθος και ο ίδιος, γι’ αυτό, όποιες κι αν είναι οι ηγεμονικές του αξιώσεις, στην πραγματικότητα ποντάρει περισσότερο στην ιδιάζουσα ικανότητα μιας πολύ σεβαστής μερίδας ψηφοφόρων να προσέρχονται στην κάλπη λησμονώντας τα πάντα εκτός από την πιο πρόσφατη προεκλογική παροχή. Φυσικά, δεν μπορεί κανείς να αναμένει πρωτοτυπία ακόμη και από τον νεο-παλαιοκομματισμό.

Ο κ. Θεόδωρος Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ.