Η πολιτική στις συνταγματικές δημοκρατίες, έτσι όπως διαμορφώθηκε από τη θεωρία αλλά και απ’ τις δοκιμασίες της στην πράξη, από τα μεγάλα παραδείγματα και τις ασίγαστες κρίσεις της, φιλοξένησε πάντα την πολωτική αντιπαράθεση. Οι ανταγωνισμοί και η πόλωση δεν ήταν οι εξαιρέσεις της, αλλά στοιχείο της κανονικής πολιτικής διαπάλης. Αυτό δεν ισχύει, όπως πιστεύουν πολλοί, μόνο για τις πιο ριζοσπαστικές και αντιφιλελεύθερες οικογένειες πολιτικής. Ισχύει και για την πιο συμβατική εκδοχή πολιτικής στις φιλελεύθερες δημοκρατίες που επικεντρώνεται στον ελεύθερο και ανεμπόδιστο ανταγωνισμό για την εξουσία. Φυσικά, άλλη είναι η παράδοση της ταξικής πάλης μέσω της πολιτικής, άλλη η κληρονομιά του ανταγωνιστικού πλουραλισμού της «αστικής πολιτικής». Σε γενικές γραμμές, όμως, ο ανταγωνισμός αναγνωρίζεται ως ένας από τους κινητήριους μοχλούς της πολιτικής στις μαζικές δημοκρατίες. Ακόμα και όταν επιδιώκεται η πολιτική συμφωνία σε βασικούς συνταγματικούς και θεσμικούς όρους, η πολιτική ζωή αποκτά νόημα μέσα από τη θεμιτή αξίωση διαφορετικών κομμάτων και δυνάμεων να αναλάβουν τη διακυβέρνηση μιας χώρας, να ασκήσουν την επιρροή τους, να εξασθενίσουν τις θέσεις του αντίπαλου.

Η απουσία κανόνων

Αυτό που ταλαιπωρεί περισσότερο τις δημοκρατίες και ιδίως τη δική μας εμπειρία είναι η απουσία ή η μη τήρηση κάποιων κανόνων του παιχνιδιού. Δεν είναι δηλαδή το γεγονός πως εμφανίζονται πολώσεις και αντιθέσεις –συχνά έντονες –που πρέπει τάχα να δώσουν τη θέση τους σ’ ένα είδος εθνικής συγκυβέρνησης. Είναι περισσότερο η ανάγκη για κυβερνητικές πρακτικές αλλά και για αντιπολιτευτικούς κώδικες που θα σέβονται ορισμένα δεδομένα.
Η πρώτη ευθύνη, φυσικά, πέφτει στις κυβερνήσεις, σε αυτούς που έχουν την εκτελεστική εξουσία. Αν τα κυβερνητικά στελέχη διέπονται από βαθιά περιφρονητική στάση έναντι των αντιπολιτευτικών κομμάτων –και «ζωγραφίζουν» το παρελθόν τους σαν εγκληματικό και ολέθριο, σαν να μην έγιναν καλά πράγματα σε αυτόν τον τόπο -, πώς είναι δυνατόν να διαμαρτύρονται για την ένταση των αντιθέσεων που γεννιούνται καθημερινά;
Οταν επιπλέον το βασικό θεωρητικό και ιδεολογικό πρότυπο του αριστερού λαϊκισμού ήταν και συνεχίζει να είναι (δεν έχουμε δει κάποια νέα επεξεργασία) η κάθετη αντίθεση ανάμεσα στον «λαό» και στις «ελίτ» ή αλλιώς ανάμεσα στην τωρινή κυβέρνηση και στο «παλιό χρεοκοπημένο σύστημα», πάλι η διαμαρτυρία για τους αντιπολιτευτικούς τόνους φαίνεται και μετέωρη και υποκριτική.
Υπάρχει όμως και μια άλλης τάξεως δυσκολία σε σχέση με τους κομματικούς ανταγωνισμούς και την πόλωση.

Το πώς μπορεί κανείς να αποφύγει τη χωρίς κανόνες διαμάχη και τη μετατροπή τής εύλογης αντίθεσης σε εχθροπάθεια και «εμφύλιο» ρήγμα. Η ευκολία με την οποία εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες μπορεί να σχολιάζουν καθημερινά – και ανά πάσα στιγμή – το οτιδήποτε, η εκρηκτική δηλαδή ανάπτυξη της δημοκρατίας της γνώμης, έφερε μια άλλη διάσταση στα πολιτικά πάθη. Η επίσημη και ελεγχόμενη ομιλία συνυπάρχει και εναλλάσσεται με την μπρούτα και «αλογόκριτη» φωνή του πλήθους ή όσων ατόμων χειρίζονται την επικαιρότητα με επιθετικό τρόπο. Κομμάτια του πολιτικού προσωπικού λειτουργούν εδώ και καιρό σαν Twitter χολής και διαβρωτικής επιθετικότητας μεθυσμένα από το δέλεαρ της αμεσότητας. Η απελευθέρωση του λόγου μαζί με την αίσθηση ότι η αυτοέκφραση βρίσκεται στην καρδιά της καθημερινής δημοκρατικής – ακόμα και η εξτρεμιστική και αντιδημοκρατική έκφραση – είναι ζητήματα που δεν αντιμετωπίζονται με τον παλιάς κοπής ορθολογισμό και τις διδαχές του.

Ανάγκη για κώδικες αυτοπεριορισμού

Υπάρχει λοιπόν ανάγκη για κώδικες αυτοπεριορισμού ή αλλιώς για μια ηθική της δημόσιας αντιπαράθεσης· τουλάχιστον από τα πολιτικά πρόσωπα και τους φορείς θεσμικής εξουσίας. Αντί να ανεμίζουν τα λάβαρα μιας συναίνεσης που κανένας δεν την πιστεύει, θα ήταν καλύτερα να δώσουν βάρος στην αποκήρυξη των πρακτικών της αγένειας, της προσωπικής ή οικογενειακής σπίλωσης του αντιπάλου, της μνησίκακης διαβολής και της φθηνής συκοφάντησης.
Με άλλα λόγια, το θέμα δεν είναι η εξουδετέρωση της πόλωσης μέσα από ευχές και ηθικούς αφορισμούς. Είναι η γονιμοποίηση των αντιθέσεων, η σύνδεσή τους με τον κανονικό πολιτικό ανταγωνισμό και με τη μάχη των ιδεών στη δημόσια σφαίρα. Ανά πάσα στιγμή ως πολιτικά όντα απειλούμαστε είτε από τα τεχνητά γλυκαντικά της συναίνεσης, είτε από μια συναισθηματική ψυχο-εκτόνωση που γυρεύει, καθημερινά, τον πόλεμο για τον πόλεμο. Κινδυνεύουμε από τα κόλπα των τεχνικών της εξουσίας και από τους πειρασμούς της αντι-εξουσίας, από αυτούς που ανακαλύπτουν πόσο κακή είναι η πόλωση όταν κυβερνούν και εκείνους που δεν έχουν όρια στο πολεμικό τους πάθος.
Το επόμενο διάστημα οι «τόνοι θα ανέβουν» όπως λένε στη δημοσιογραφική γλώσσα. Είναι αναπόφευκτο, ιδίως όταν, όπως ακούγεται, ο ανασχηματισμός που έγινε είναι ουσιαστικά εκλογικού χαρακτήρα. Το στοίχημα δεν είναι να ενοχλούμαστε αισθητικά από την πόλωση, αλλά να ελέγχουμε τις στρεβλώσεις της και να αποδοκιμάζουμε έμπρακτα όλα όσα κάνουν φθηνή και μικρή την πολιτική. Ολα όσα την ευτελίζουν ενθαρρύνοντας, έτσι, τους «αντισυστημικούς» δημαγωγούς της.

Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ