Σαράντα τέσσερα χρόνια από την τουρκική εισβολή του 1974 ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος Αναστασιάδης θυμάται τις μέρες του τρόμου και μιλάει στα ΝΕΑ για τις προσπάθειες για λύση του Κυπριακού και επανένωση του νησιού. Τι συνέβαλε στην αποτυχία του Κραν Μοντανά, πώς θα συνεχιστούν οι συνομιλίες, τι περιμένει η Λευκωσία από την Άγκυρα και πώς προετοιμάζεται να αντιμετωπίσει προκλήσεις και απειλές…
– Σαράντα τέσσερα χρόνια μετά την εισβολή κ. Πρόεδρε πώς θυμάστε εσείς εκείνες τις μέρες του 1974;
Να πούμε πρώτα ότι είναι πολλά χρόνια. Είναι πολλά χρόνια για να μένουν οι άνθρωποι απομακρυσμένοι από τα σπίτια και τις περιοχές τους. Να μένουν οι Ελληνοκύπριοι αποστερημένοι από την περιουσία τους.
Το 1974 ασκούσα ως ιδιώτης τη δικηγορία και έμενα στη Λεμεσό. Όπως όλοι έσπευσα να καταταγώ στην εφεδρεία. Αλλά το τάγμα στο οποίο υπηρετούσα δεν ενεπλάκη σε πολεμικές επιχειρήσεις.
Εντούτοις ζήσαμε όλοι τότε τον πόνο και τον τρόμο που σκόπιμα προκαλούσε ο τουρκικός στρατός. Ζήσαμε το δράμα των προσφύγων που έρχονταν τρομοκρατημένοι και από τη μια μέρα στην άλλη δεν είχαν ούτε τα απαραίτητα προς το ζειν. Όλοι είχαμε γνωστούς, φίλους, συγγενείς που σκοτώθηκαν σε εκείνο τον τόσο άνισο πόλεμο.
Δεν έφτανε η απόλυτη υπεροπλία των Τούρκων, αλλά και οι κυπριακές δυνάμεις ήταν έσωθεν διαβρωμένες. Βλέπαμε δίπλα μας ανθρώπους να αγωνιούν για αγαπημένα τους πρόσωπα που πιάστηκαν αιχμάλωτοι, αρκετοί μεταφέρθηκαν τότε στην Τουρκία. Άλλοι είναι ακόμα και σήμερα αγνοούμενοι. Ενώ όλη η Κύπρος τότε αγωνιούσε για το αύριο, δεν ήξερες τι μπορούσε να ξημερώσει. Παρόλα αυτά όμως, τελικά ο κυπριακός λαός έδειξε αξιοθαύμαστο κουράγιο και εγκαρτέρηση.
Εκδηλώθηκε φυσικά αλληλεγγύη. Σύντομα ξεπεράσαμε τη χαώδη κατάσταση που δημιούργησε ο «Αττίλας» και η Κύπρος ανασυντάχθηκε, βάζοντας στιγμή σαν στόχο την απαλλαγή από την τουρκική κατοχή και την επίλυση του Κυπριακού με ειρηνικά μέσα.
Επεισόδια, που να προμήνυαν τι θα συνέβαινε, βεβαίως υπήρξαν.
Ζήσαμε χρόνια άκρατης διχόνοιας, ενώ η Χούντα μεθόδευε τη διάβρωση του νόμιμου κράτους βρίσκοντας, δυστυχώς, και υποστήριξη από μερίδα Κυπρίων που δεν αντιλήφθηκαν ότι άλλο η αντιπολίτευση και άλλο η παράνομη δράση κατά του κράτους.
Βρήκε στήριγμα σε μερίδες ενθουσιωδών άλλοτε «ενωτικών» που δεν μπόρεσαν να διακρίνουν ότι η δικτατορία των συνταγματαρχών καπηλευόταν τα εθνικά αισθήματα μεθοδεύοντας υποχθόνια και τελικά καθαρά αντεθνικά σχέδια.
Έγιναν από όλες τις πλευρές τότε λάθη, με μεγαλύτερο το τυφλό από φανατισμό και μισαλλοδοξία εμφύλιο μίσος. Όμως το πραγματικά εγκληματικό ήταν το πραξικόπημα. Γιατί ο κάθε πληροφορημένος πολίτης μπορούσε να αντιληφθεί ότι θα έδινε στην Τουρκία το πρόσχημα για να κάνει εκείνο που είχε και στο παρελθόν επιχείρησε αλλά απετράπη, δηλαδή την εισβολή.
Η ιστορική στήλη του Βήματος στο inbox σου
Γίνε μέλος του καθημερινού newsletter που αποκαλύπτει όσα συμβαίνουν στο πολιτικό παρασκήνιο και απόκτησε πρόσβαση σε αποκλειστικό περιεχόμενο. – Σχέδιο Ανάν και Κραν Μοντανά. Αποτέλεσαν ευκαιρία για λύση και τι οδήγησε στην αποτυχία;
Δεν συγκρίνονται τα δυο. Άσχετα από την κρίση που είχε ο καθένας μας τότε στο σχέδιο που ξεκίνησε από τον Νοέμβριο 2002 και κατέληξε ως «Σχέδιο Ανάν» σε δημοψήφισμα τον Απρίλιο 2004, αυτό απορρίφθηκε από την πλειοψηφία των πολιτών και επομένως δεν θα μπορούσε να το θεωρήσουμε «ευκαιρία».
Στη διάσκεψη των ΗΕ για την Κύπρο που έγινε στο Κραν Μοντάνα φτάσαμε πολύ κοντά σε λύση με την έννοια ότι στις διαπραγματεύσεις που είχαν προηγηθεί, με τον κ. Ακκιντζί, είχαμε επιτύχει πολύ σημαντικές συγκλήσεις, περισσότερες παρά ποτέ πριν και αφού για πρώτη φορά μετά από χρόνια κατατέθηκαν προτάσεις για τις εδαφικές αναπροσαρμογές πάνω σε χάρτη, στη συνέχεια είδαμε τον ίδιο τον ΓΓτων Η.Ε. να θέτει ως βασική προϋπόθεση για μια συνεκτική λύση τα θέματα ασφάλειας: Την κατάργηση του αναχρονιστικού και απαράδεκτου καθεστώτος των εγγυήσεων και ξένων παρεμβάσεων και, βεβαίως, την αποχώρηση του κατοχικού στρατού.
Όταν ο ίδιος ο κ.Γκουτέρες επεσήμανε ότι με την λύση η Κύπρος πρέπει να γίνει «ένα κανονικό κράτος», χωρίς κηδεμονίες και έλεγχο έξωθεν και όταν κατοχυρωνόταν ότι τη λειτουργία του κυπριακού κράτους θα έπρεπε να διέπουν και οι ευρωπαϊκοί κανόνες και αρχές, είχαμε ένα μεγάλο βήμα. Το «πλαίσιο Γκουτέρες» το οποίο απαριθμούσε τις βασικές παραμέτρους για μια συνολική λύση, έδινε τη διέξοδο για ένα αποφασιστικό βήμα. Δυστυχώς η τουρκική πλευρά δεν ήταν διατεθιμένη να αφήσει τον έλεγχο που θεωρεί ότι πρέπει να έχει στην Κύπρο είτε μέσω εγγυήσεων είτε μέσω στρατιωτικής παρουσίας.
Μέχρι την τελευταία στιγμή αξίωναν κάποια μόνιμη στρατιωτική βάση. Ήταν μόνο η δική μας πλευρά που κατέθεσε και γραπτώς ακόμα προτάσεις ανταποκρινόμενη στο «πλαίσιο» του ΓΓ, ενώ η Τουρκία που φάνηκε να υποβάλλει τη στάση και της τουρκοκυπριακής πλευράς παρέμεινε άκαμπτη.
Ενας από τους βασικούς λόγους που οι Ελληνοκύπριοι απέρριψαν το Σχέδιο Ανάν ήταν και η ανασφάλεια που ένοιωθαν είτε με τη διατήρηση εγγυήσεων και ελέγχου της Τουρκίας στην Κύπρο είτε και με ένα όχι και τόσο καθαρό σχέδιο απόσυρσης του τουρκικού στρατού. Γι’αυτόν ακριβώς το λόγο από τον πρώτο καιρό που είχα εκλεγεί στην προεδρία φρόντισα να μπει στην πρώτη γραμμή το ζήτημα της ασφάλειας. Από το 2015 είχα προσπαθήσει να εξασφαλίσω τη συναίνεση της Μ.Βρετανίας σε μια προοπτική κατάργησης του αναχρονιστικού συστήματος εγγυήσεων του 1960. Και σήμερα θέση μας είναι ότι οι διαπραγματεύσεις πρέπει να επαναρχίσουν από εκεί όπου είχαμε μείνει και με δεδομένο το «πλαίσιο Γκουτέρες».
– Πιστεύετε ότι μετά το 2004 υπήρξε «κλίμα εκδικητικότητας» απέναντι στην Κύπριακή Δημοκρατία και εύνοια απέναντι στην Τουρκία, λόγω του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος;
Πράγματι, μετά το 2004 δημιουργήθηκε ένα δύσκολο διεθνές κλίμα. Ίσως διότι σε όλο το προηγούμενο διάστημα ήταν η δική μας πλευρά που επεδίωκε με ζήλο μια συμφωνία για λύση και δεν μπορούσε πάντα να γίνει κατανοητό το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Ήταν τότε, για παράδειγμα, που υιοθετήθηκε ο «Κανονισμός για την Πράσινη Γραμμή». Ταυτόχρονα όμως με την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προσπαθήσαμε συλλογικά και σταδιακά αποκαταστάθηκε το κλίμα. Ενώ τα τελευταία χρόνια τόσο με την ενεργητική παρουσία μας μέσα στην Ε.Ε. και παρά τα δύσκολα χρόνια της οικονομικής κρίσης και της έντασης γύρω από τον δανεισμό και το Μνημόνιο, η Κύπρος έχει πλήρως αποκαταστήσει όχι απλώς μια αξιοπρεπή παρουσία, αλλά καταφέραμε νομίζω να προβάλουμε και την πρόσθετη αξία που μπορεί να έχει για την Ευρώπη ως ένας ευρωπαϊκός πυλώνας σταθερότητας και ασφάλειας στην πολυτάραχη περιοχή μας.
Ιδιαίτερα το πλέγμα τριμερών συμμαχιών και σχέσεων συνεργασίας με τα γειτονικά κράτη, καθώς και η προοπτική να παίξει η χώρα μας κεντρικό ρόλο όχι μόνο ως προμηθευτής στο μέλλον, αλλά και ως επίκεντρο ενός «ενεργειακού διαδρόμου» μεταξύ της ανατολικής Μεσογείου και ευρωπαϊκών αγορών, κάνει την Κύπρο να έχει εκτόπισμα και ρόλο μεγαλύτερο από το φυσικό της μέγεθος.
Τα τελευταία χρόνια έχουμε και στρατηγική αναβάθμιση των σχέσεών μας με τις ΗΠΑ, ενώ πάντα διατηρούνται άριστες σχέσεις με τη Ρωσία. Όσον αφορά στο Κραν Μοντάνα, νομίζω ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι, αλλά και οι παράγοντες της διεθνούς κοινότητας που παρακολουθούν το Κυπριακό, διαπίστωσαν ότι είναι η Τουρκία που αποτελεί το εμπόδιο. Αυτό φάνηκε καθαρά και στα πρόσφατα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου μέσα στα οποία και καταδικάστηκαν οι έκνομες δραστηριότητες της Τουρκίας στην Α.Ο.Ζ. της Κύπρου και τίθεται η Τουρκία προ των ευθυνών της και για τις «κυπρογενείς» υποχρεώσεις της απέναντι στην Ε.Ε., αλλά και για την απαιτούμενη συμβολή της για την επίλυση του Κυπριακού.
– Σε τί συνίσταται μία δίκαιη λύση 44 χρόνια μετά, με δεδομένα τα τετελεσμένα της κατοχής;
Το δίκαιο του κυπριακού λαού είναι να ισχύσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα πλήρως στην Κύπρο. Το δίκαιο του λαού μας κατοχυρώνεται πλέον και από μια συμφωνία για λύση που θα ανταποκρίνεται πλήρως στις αρχές και τους κανόνες της ενωμένης Ευρώπης. Θα πρόκειται βέβαια για ένα συμβιβασμό. Στη βάση των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας και των Ψηφισμάτων των Η.Ε. Όμως αυτές οι αποφάσεις σκοπό είχαν να τερματισθεί η τουρκική κατοχή και να φύγει ο στρατός. Επομένως μαζί θα πρέπει να εγκαταλειφθούν και αυτά που εμφανίζονται ως τετελεσμένα της κατοχής.
Πιστεύω ότι Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι μπορούμε να βρούμε δρόμους και τρόπους συνεννόησης. Αρκεί η Τουρκία να εγκαταλείψει την ιδέα ότι θα ελέγχει και θα ευθυγραμμίζει την Κύπρο με δικά της συμφέροντα ή στόχους. Δείτε ακόμα και αυτό το παράδειγμα της θαλάσσιας περιοχής. Εκείνα τα οποία έξω από κάθε έννοια διεθνούς δικαίου ζητά η Τουρκία από την Κύπρο, τελικά δεν είναι προς όφελος των Τουρκοκυπρίων, αλλά της ίδιας της Τουρκίας.
Χαράζουν αυθαίρετα γραμμές και απαιτήσεις που θα ζήμιωναν συνολικά την Κύπρο. Ενώ δείχνουν τόσο μεγάλη σπουδή όχι για τους Τουρκοκύπριους αλλά κυρίως για να εξασφαλίσουν ενδεχομένως τη διέλευση και τον έλεγχο των ενεργειακών αποθεμάτων όλης της περιοχής μας.
• Ποιες είναι οι κόκκινες γραμμές της Κυπριακής Δημοκρατίας;
Το κυπριακό είναι πρόβλημα εισβολής και κατοχής. Γι’αυτό υπάρχουν τα ψηφίσματα των Η.Ε. Η λύση του θα πρέπει να τερματίζει την κατοχή και τα αυθαίρετα αποτελέσματα της εισβολής. Ενώ εξυπακούεται ότι θα πρέπει να αποτρέπει την πιθανότητα επανάληψης εισβολής. Γι’αυτό είναι στην πρώτη γραμμή το ζήτημα της κατάργησης των εγγυήσεων και των όποιων δικαιωμάτων επέμβασης. Ταυτόχρονα όλοι, και οι συμπατριώτες μας Τουρκοκύπριοι, θεωρούμε πραγματικό κέλυφος προστασίας και ως ασφαλιστική δικλίδα για ένα σύγχρονο δημοκρατικό κράτος την ιδιότητα της Κύπρου ως κράτους-μέλους της Ε.Ε.
Μια συμφωνία για λύση πρέπει να βρίσκεται πλήρως στις γραμμές και να τηρεί τις αρχές και τους κανόνες της ΕΕ. Γι’αυτό, μας ανησυχεί και μας απασχολεί ότι στη διαδικασία διαπραγμάτευσης η τουρκοκυπριακή πλευρά δεν έχει ακόμα επιτρέψει να γίνει η προκαταρκτική εργασία που χρειάζεται στα θέματα της οικονομίας και των χρηματο-πιστωτικών. Είναι ενδεικτικό ότι παρά το ότι χρηματοδοτήθηκε και από τις ΗΠΑ η συμβουλευτική παρουσία του ΔΝΤ δεν έχει ακόμα δοθεί πρόσβαση από τις κατοχικές αρχές στα απαραίτητα στοιχεία και δεδομένα.
– Εχοντας τελειώσει οι τουρκικές εκλογές, περιμένετε ένταση ή αποκλιμάκωση της τουρκικής αδιαλλαξίας και προκλητικότητας;
Εκ των πραγμάτων έπρεπε να περιμένουμε να τελειώσουν οι εκλογές στην Τουρκία που είχαν και το ιδιαίτερο χρώμα ότι ανοίγουν μια νέα περίοδο στη συνταγματική της ιστορία με μεγάλες αλλαγές. Με ποιό τρόπο θα συμπεριφερθεί τώρα η ηγεσία της Τουρκίας είμαστε εδώ για να το δούμε. Ελπίζω να εγκαταλείψει την αδιάλλακτη στάση που οδήγησε τη διάσκεψη στο Κραν Μοντάνα σε αδιέξοδο.
Αυτές τις μέρες θα έχουμε επίσκεψη της ειδικής απεσταλμένης του Γ.Γ. με σκοπό να διερευνήσει το έδαφος για τη συνέχεια της διαπραγμάτευσης. Εμείς είμαστε έτοιμοι και θα επαναλάβω στην κυρία Λουτ αυτό που αρκετές φορές διεμήνυσα στον κ.Γκουτέρες. Ότι επιζητούμε συνέχεια των διαπραγματεύσεων, μέσα από την καθιερωμένη και συμφωνημένη διαδικασία, στο πλαίσιο των αποφάσεων των Η.Ε. και με δεδομένο το «πλαίσιο Γκουτέρες».
Στο μεσοδιάστημα ακούσαμε διάφορα από την τουρκική πλευρά. Θέλω να ελπίζω ότι η τουρκική πλευρά και ειδικότερα η Τουρκία δεν θα προτάξει πράγματα που ακούσαμε για εγκατάλειψη του πλαισίου των Η.Ε. και θα είναι έτοιμη να διαπραγματευτεί.
«Το ενεργειακό πρόγραμμα δεν μονοπωλείται από τους ελληνοκύπριους»
– Θεωρείτε ότι η Τουρκία μπορεί να απειλήσει την Κύπρο και να έχουμε νέο θερμό επεισόδιο, με αφορμή και τους υδρογονάνθρακες και πώς αντιμετωπίζετε το ενδεχόμενο;
Η Κυπριακή Δημοκρατία βασίζει το ενεργειακό πρόγραμμά της στο διεθνές δίκαιο. Προχωράμε εδώ και περισσότερο από μια δεκαετία με πλήρη διαφάνεια και με διεθνείς συνεργασίες. Στην τελευταία μάλιστα περίοδο έχουν προστεθεί ως εταίροι μας μερικοί από τους μεγαλύτερους ενεργειακούς κολοσσούς. Είμαστε μάλιστα σε συνεχή συνεννόηση και συνεργασία και με τα κράτη από τα οποία προέρχονται τέτοιες μεγάλες εταιρείες. Το ενεργειακό πρόγραμμα, το οποίο ήδη έχει δώσει αξιόπιστα θετικά αποτελέσματα για την ύπαρξη εκμεταλλεύσιμων και εμπορεύσιμων κοιτασμάτων, δεν μονοπωλείται από του Ελληνοκύπριους, όπως είναι ο τουρκικός ισχυρισμός που ακούμε.
Ο φυσικός πλούτος, συμπεριλαμβανόμενου του ενεργειακού, είναι αρμοδιότητα του κράτους και είναι συνομολογημένο ότι στο ενδεχόμενο μιας λύσης θα είναι αρμοδιότητα του κεντρικού, του ομοσπονδιακού κράτους. Άρα, όταν υπάρξουν εισοδήματα και οφέλη, αυτά θα τα επικαρπούται το σύνολο των πολιτών του, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι. Στο πλαίσιο συγκλήσεων που έχουν επιτευχθεί στις διαπραγματεύσεις υπήρχε μέχρι και «φόρμουλα» κατανομής. Με πρόνοιες για εύνοια προς τους Τουρκοκύπριους μάλιστα στα πρώτα στάδια. Για να είμαστε συγκεκριμένοι, παρά το ότι το πρόγραμμα συνεχίζεται κανονικά και με πολύ θετικές προοπτικές, μας χωρίζουν αρκετά χρόνια μέχρι τα πρώτα πραγματικά έσοδα. Στο μεταξύ μπορεί θαυμάσια, εάν υπάρχει η πολιτική θέληση, να έχουμε συμφωνία επίλυσης του Κυπριακού και να συνεχίσει την αξιοποίηση του ενεργειακού πλούτου το κοινό ομοσπονδιακό κράτος. Επομένως οι αιτιάσεις της τουρκικής πλευράς δεν ευσταθούν.
Πρόβλημα ίσως είναι ότι η Τουρκία είναι μια από τις λίγες χώρες διεθνώς που δεν έχει συνομολογήσει ούτε κυρώσει τη Σύμβαση των Η.Ε. για το Δίκαιο της Θάλασσας και την ακούμε συχνά να επιχειρηματολογεί με άλλες δικές της λογικές που όμως δεν ευσταθούν από άποψη διεθνούς δικαίου.
Για τις μέχρι τώρα αυθαίρετες κινήσεις, την επιθετικότητα και τις έκνομες δράσεις της Τουρκίας υπάρχει η καταδίκη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Ενώ υπέρ των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, εκτός από την Ευρώπη, έχουν τοποθετηθεί ρητά και οι ΗΠΑ και η Ρωσία.
Όσον αφορά απειλητικές δηλώσεις και άλλες κινήσεις, να είναι όλοι βέβαιοι ότι παίρνουμε και εμείς τα μέτρα μας. Παρακολουθούμε επισταμένως τα διαδραματιζόμενα και έχουμε υπόψη τις αντιδράσεις μας, αν χρειαστεί.
Επιθυμία μας είναι ο φυσικός πλούτος να αποτελέσει όχι μόνο ένα πρόσθετο κίνητρο για την επίλυση του Κυπριακού και την εξομάλυνση των σχέσεων με την Τουρκία –που και εκείνη από την πλευρά της μπορεί να επωφεληθεί έμμεσα- αλλά και ένα παράγοντα που θα ενισχύσει ένα κοινό μέλλον ευημερίας από την επόμενη μέρα της λύσης.