Βαδίζοντας πια στο καλοκαίρι του 2018 έχει κανείς την αίσθηση πως βασικές απορίες της προηγούμενης «μνημονιακής» περιόδου δεν απαντήθηκαν. Η ελληνική κοινωνία, παρά το ότι την καταπλάκωσαν έρευνες, κείμενα εργασίας και ποτάμια δημόσιου λόγου και εξηγήσεων, παραμένει αινιγματική. Ιδίως ως προς το τι θα βγάλει από τα σπλάχνα της το επόμενο διάστημα. Για παράδειγμα, είναι ένα ερώτημα αν θα έχει συνέχεια αυτή η τελευταία κινητοποίηση συναισθημάτων και αντιδράσεων με αφορμή τη συμφωνία των Πρεσπών και το Μακεδονικό. Διαθέτει κάποιο βάθος και δυναμική που μπορεί να πάει μακρύτερα από την περίμετρο της βορειοελλαδίτικης δυσφορίας και κάποιων δεξιών προσχώσεων; Ή πρόκειται για συγκυριακή και περιορισμένης εμβέλειας αναμόχλευση μιας αγανάκτησης που δεν μπορεί να επηρεάσει αποφασιστικά το μεγάλο κάδρο;

Αλλες αρρυθμίες

Τους τελευταίους μήνες έχει κανείς την εντύπωση πως το ελληνικό πρόβλημα απωθείται: παραμερίζεται όχι βεβαίως διότι «λύθηκαν» οι κόμποι του –πέραν κάποιων δημοσιονομικών μεγεθών –όσο γιατί έχουν αποκτήσει επιτακτικό χαρακτήρα άλλες αρρυθμίες και ρήγματα στην Ευρώπη. Αυτά που συμβαίνουν στα νερά νοτίως της Ιταλίας, η ένταση στο εσωτερικό της κυβέρνησης συνασπισμού στη Γερμανία ή ακόμα και τα μέτωπα που αντιμετωπίζει ο Μακρόν στη Γαλλία προαναγγέλλουν τις βασικές εξελίξεις. Με αυτή την έννοια και μόνο λέμε πως η Ελλάδα «ρυθμίστηκε» ως μείζων κίνδυνος με το να μετεξελιχθεί σε μια χώρα συλλογικά καταπονημένων ανθρώπων, με ζώνες υπερφορολογούμενων νοικοκυριών και μεγάλες περιοχές «μερισματούχων», υποαπασχολούμενων και έγκλειστων στα οικογενειακά διαμερίσματα τριανταπεντάρηδων.
Γυρίζω όμως στο αρχικό θέμα, σε αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε «αινιγματική κατάσταση». Ας την πούμε «κατάσταση μεθοριακή». Αυτή όμως η μεθόριος δεν χωρίζει την κρίση από το τέλος της. Μάλλον κινούμαστε σε μια απροσδιόριστη ζώνη όπου το κεντρικό τραύμα της περιόδου, το τραύμα της μεσαίας τάξης και της σχέσης της με το ελληνικό μοντέλο, δεν έχει επουλωθεί καθόλου. Το τραύμα έχει περάσει από την οξεία αιμορραγική φάση σε μια βουβή φάση συντήρησης με χρήση τοπικών αναισθητικών.
Στο μεταξύ ισχύει απολύτως αυτό που πολλοί στα αριστερά περιγράφουν ως «κινηματική νηνεμία». Από την άλλη, οι σποραδικές αψιμαχίες και η θυμική διέγερση του αμυντικού εθνικισμού (με αφορμή το Μακεδονικό) δεν φαίνεται να ανασυγκροτούν μια «αγανάκτηση» ανάλογη με αυτή του 2011/12. Ολα δείχνουν ότι για να γίνει ισχυρός παράγοντας εθνικών πολιτικών εξελίξεων, η «αγανάκτηση» πρέπει να συνδυάζει κοινωνικοοικονομικά παράπονα με θέματα ταυτότητας και εθνικών ευαισθησιών. Από μόνος του ένας «κοινωνικός», ταξικός ή διεκδικητικός λαϊκισμός δεν αρκεί. Από μόνη της, επίσης, μια διαμαρτυρία αποκλειστικά αγκιστρωμένη σε κάποιο επιμέρους εθνικό θέμα δεν μπορεί να συναθροίσει και άλλα είδη δυσφορίας, υλικά παράπονα ή κοινωνικές ματαιώσεις.

Κοινωνική ατζέντα

Τα τελευταία τρία χρόνια η λεγόμενη κοινωνική ατζέντα έχει μετατραπεί σε μια παραπλανητική ταξική μεροληψία, η οποία φυσικά δεν μπορεί να συγκριθεί με παλαιότερες γενναιόδωρες φάσεις προνοιακού πατερναλισμού. Δημιουργεί κάποιους χιλιάδες ωφελούμενους και εξαρτημένους, όχι όμως τόσο πολλούς ώστε να διαμορφώνει κάποια «κοινωνική συμμαχία».
Η εθνικοπατριωτική μέριμνα, από την άλλη, προσκρούει πάντα στους γραφικούς, ακραίους ή παλαιο-δεξιούς χώρους ακτιβισμού που την εκθέτουν προς τα έξω. Και το «εκθέτω» εδώ έχει και τις δύο σημασίες του όταν, ας πούμε, στις μικρές κινητοποιήσεις για το Μακεδονικό στη Θεσσαλονίκη κυριαρχεί το σύνθημα «αλήτες – προδότες – πολιτικοί».
Γι’ αυτό εν τέλει η περίοδος που διανύουμε επιφυλάσσει κινητικότητα στις κορυφές (στην κυβερνητική συμμαχία, στο Κίνημα Αλλαγής, στη Νέα Δημοκρατία) και τετριμμένη εκλογική σεναριολογία. Ολη η πολιτική δυναμική αποτραβιέται σε κινήσεις τακτικής και «επεισοδιακές» στιγμές μεμονωμένων στελεχών, εξ ου και το αναχρονιστικό δράμα της αποστασίας ή της σκευωρίας: όταν η πολιτική πάσχει από έμπνευση καταλήγει να αναζητεί τα κλασικά υλικά της ελληνικής δραματουργίας και κυρίως τις ιστορικές αναλογίες με τις σκοτεινές περιόδους.
Το καλοκαίρι, πάντως, έχει πάψει από χρόνια να είναι ανάπαυλα ή απόδραση. Μπορεί να συνοδεύεται από λίστες βιβλίων ή τη φωτογραφική ευδαιμονία των «στιγμών εξόδου» στα κοινωνικά μέσα, αλλά επωάζει τις επόμενες αγωνίες. Προφανώς δεν θα ξέρουμε το σχήμα της χώρας στις 21 Αυγούστου –όπως λένε στην κυβέρνηση. Το ενδιαφέρον ερώτημα είναι αν θα υπάρξει κάποιο σχήμα που να δείχνει κατεύθυνση ή αν όλα θα συνεχίσουν να βράζουν στο ζουμί της κομματικής μανούβρας και των ρηχών παιχνιδιών. Αυτό που ζούμε δηλαδή τώρα.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ