Μετά την έξαρση της πολιτικοποίησης, η εμπειρία των τριών τελευταίων χρόνων δείχνει σταθερά μια πορεία εξόδου από την πολιτική προσδοκία. Οι εξηγήσεις γι’ αυτό μπορεί να είναι πολλές: η οικονομική εξάντληση και το πεσμένο ηθικό στη μεσαία τάξη, η δυσθυμία και η απογοήτευση του «αντιμνημονιακού» ακροατηρίου, η βύθιση στο άγχος επιβίωσης και επαγγελματικής αποκατάστασης για τους νεότερους.
Το γεγονός είναι όμως πως η κυβερνητική θητεία των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ σημαδεύεται από ορατή μείωση κάθε πολιτικής συμμετοχής, το φυλλορρόημα των λεγόμενων κινημάτων (πλην κάποιων θεαματικών ακτιβισμών και των βιντεοσκοπημένων χάπενινγκ του «Ρουβίκωνα») και τη μηδενική ορατότητα της «αγανάκτησης». Εχει κανείς την εντύπωση πως ο θυμός είτε εξατμίστηκε είτε μετατράπηκε σε εμότικον και πικρό ή υβριστικό σχόλιο.
Δεν είναι φυσικά καθόλου παράδοξο αυτό το πέρασμα από τον πυρετό στην αναιμία, από το πάθος στη χλιαρότητα και στην απογοητευμένη νηνεμία. Καμία σύγχρονη κοινωνία δυτικού τύπου δεν μπορεί να είναι συνεχώς κινητοποιημένη και να ζει με την κοινωνική σύγκρουση και τα καταλυτικά πολιτικά πάθη. Εχει όμως κάποια σημασία όταν το κόμμα που κυβερνά έχει αυτή ακριβώς την αντίληψη για τη δημοκρατία και την πολιτική. Τότε προκύπτει μια αντίφαση και ένα κενό νοήματος που επιτείνει το πρόβλημα.

Οταν μια πολιτική δύναμη όπως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει στον πυρήνα των κειμένων, των λόγων και των εκδηλώσεών του μια ακτιβιστική, συγκρουσιακή και μαξιμαλιστική έννοια της πολιτικής, η σιωπή και η απάθεια στην κοινωνία κάτι δείχνουν. Δεν είναι απλώς αποτέλεσμα της ήττας του αντιμνημονίου (ή της «προδοσίας» του, όπως πιστεύουν οι εξ αριστερών επικριτές της κυβέρνησης). Το νέο ήθος αποπολιτικοποίησης έχει να κάνει με το σοκ του κυνισμού. Θα μπορούσε, ενδεχομένως, να είναι μικρότερης ισχύος και να μην έδινε την εικόνα της απέχθειας για την πολιτική αν η διάψευση της λαϊκιστικής υπόσχεσης δεν έπαιρνε τη μορφή που πήρε στη χώρα μας.

Οταν η κυρίαρχα εκφερόμενη εξήγηση για την κρίση είναι ακόμα «οι σάπιοι και διεφθαρμένοι του παλιού συστήματος», ο κόσμος καταλαβαίνει δύο νεύματα, δύο σινιάλα από την εξουσία: είτε το νεύμα που μηδενίζει τα επιτεύγματα της μεταπολιτευτικής περιόδου, είτε ένα νεύμα που ευνοεί τη δικαστικοποίηση της πολιτικής διαμάχης και τις φαντασιώσεις αντεκδίκησης όσων έχουν ταπεινωθεί ή βρέθηκαν σε δύσκολη θέση τα τελευταία χρόνια.
Κάτω από τα πεζοδρόμια, η πλαζ, έλεγε ένα σύνθημα του Μάη του ’68 –που εφέτος γίνεται πενήντα χρόνων. Παραφράζοντας θα έλεγε κανείς πως κάτω από μια φθηνή υπερπολιτικοποίηση αποκαλύπτεται μια πιο γυμνή πολιτικά κοινωνία. Οι άνθρωποι ανακαλύπτουν τον ατομικισμό ως άμυνα απέναντι στον κυνισμό και όχι επειδή είναι αναίσθητοι στα δημόσια προβλήματα και ικανοποιημένοι που «βγαίνουμε από την κρίση».
Αυτός ο ατομικισμός δεν είναι ένας τυφλός εγωισμός αλλά η αναδίπλωση στα οικεία, στα οικογενειακά, στα προσωπικά και στη μικρή κλίμακα των σχέσεων. Αποεπένδυση της κεντρικής πολιτικής, αναζήτηση ρωγμών χαράς και ξεγνοιασιάς, κούρα αντικατάθλιψης με τις γνωστές πατέντες που παρέχουν τόσο η νέα τεχνολογία όσο και η ελληνική υπαίθρια ζωή.
Το βλέπει κανείς κατά κύριο λόγο στα πανεπιστήμια, αλλά το οσφραίνεται γενικότερα. Ως έναν βαθμό ήταν αναμενόμενο το ξεθύμασμα της κινητοποίησης και της διαμαρτυρίας. Με μια έννοια, είχε ήδη ξεκινήσει από το 2014, πριν έρθουν ο Ιανουάριος του 2015 και η νέα κυβέρνηση. Αλλά το καλοκαίρι του 2015 και το δημοψήφισμα αποτελούν μια ποιοτική τομή. Εκτοτε μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι βαθαίνει η αποπολιτικοποίηση ως παθητική αντιπολιτική και αρνητικό ψυχικό ρήγμα. Η συριζαϊκή προσαρμογή που έγινε διατηρώντας τις ίδιες πάνω-κάτω εξηγήσεις για την κρίση, τους εχθρούς, τις ελίτ, τον λαό κ.λπ., που κυκλοφορούσαν από το 2008 και δώθε, έγινε χορηγός της απάθειας και της μαζικής αποθάρρυνσης.

Κάπως έτσι λειτουργεί η ειρωνεία στην Ιστορία: ο μαξιμαλισμός γίνεται τροφοδότης των ελάχιστων προσδοκιών και η άκρατη πίστη στην «πολιτική βούληση» ενισχύει εν τέλει τη μοιρολατρία και το σκύψιμο του κεφαλιού. Με άλλα λόγια, μια πολιτική κουλτούρα που διακονεί τη λαοκρατική εκδοχή της δημοκρατίας καταλήγει να τρέφει την απόσυρση και την ηττοπαθή εσωστρέφεια.

Θα πει κανείς ότι η πολιτική κουλτούρα της αλήθειας ή έστω της εξήγησης με τις δυσκολίες δεν κινητοποιεί. Οι προειδοποιήσεις και οι πιο λεπτές ερμηνείες δυσκολεύονται πάντα να γεννήσουν ισχυρά πολιτικά πάθη. Ισως να είναι έτσι. Ομως η εξήγηση με τις δυσκολίες δεν φτιάχνει και μια μηδενιστική αποπολιτικοποίηση σαν αυτή που ακολουθεί σαν σκιά τον ριζοσπαστισμό και τη ματαίωσή του. Διότι το πρόβλημα το σημερινό δεν είναι η φυσιολογική κόπωση και οι ατομικιστικές διαθέσεις που παρατηρεί κανείς γύρω του. Ενίοτε έχουν και πολύ δημιουργικό χαρακτήρα. Το πρόβλημα είναι αυτός ο ατομικισμός που βγαίνει από τον κυνισμό της διάψευσης και γι’ αυτό, ανά πάσα στιγμή, μπορεί να μετατραπεί σε αντιδημοκρατικό εθνικισμό ή σε οτιδήποτε άλλο.

Είναι μεγάλη λοιπόν η ευθύνη για ένα νέο πολιτικό ήθος, πέρα από τις «πολεμικές» και δικαστικές ηθικολογίες που πάνε να γεμίσουν τώρα το κενό.

Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής
στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ