Το νεοελληνικό κράτος γεννήθηκε, μετά την Επανάσταση του 1821, ως αποτέλεσμα του ρόλου και της επέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής (Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία). Με τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827) και τη Συνθήκη του Λονδίνου (1830) οι Μεγάλες Δυνάμεις διασφάλισαν τη γέννηση του νεοελληνικού κράτους αλλά ταυτόχρονα και τη γέννηση ενός ιδιόμορφου θεσμού: του καθεστώτος των προστάτιδων δυνάμεων – ρόλος που ασκήθηκε αρχικά από τις παραδοσιακές δυνάμεις που προαναφέραμε, στη συνέχεια από τη Βρετανία και (1947) από τις ΗΠΑ. Και όπως έγραψε ο M. Mazower, «η ελληνική ιστορία διαμορφώνεται από τις ξένες συνάμεις». Δηλαδή τις προστάτιδες δυνάμεις (βλέπε: M. Mazower «Greece’s History is Defined by Foreign Powers», «Financial Times», 8 Μαρτίου 2010). Οι επεμβάσεις των προστάτιδων δυνάμεων δημιούργησαν επώδυνες καταστάσεις και εξαρτήσεις για την Ελλάδα με – ορισμένες φορές – ολέθριες συνέπειες.

Τι συνδέει όμως το 1821 και τις προστάτιδες δυνάμεις με την Ευρωπαϊκή Ενωση;
Τις συνδέει το γεγονός ότι η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση/Κοινότητα θεωρήθηκε ως μια πράξη που, μεταξύ άλλων, θα απάλλασσε τη χώρα από εξαρτήσεις και προστάτιδες δυνάμεις. Η Ευρωπαϊκή Ενωση θεωρήθηκε δηλαδή ως ένα ευεργετικό υποκατάστατο των προστάτιδων δυνάμεων. Ειδικότερα:

Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, το 1974, ένα κύριο αίτημα ήταν η Ελλάδα να απαλλαγεί από τις εξαρτήσεις και τις προστάτιδες δυνάμεις και ιδιαίτερα από τις ΗΠΑ. Το αίτημα είχε σχεδόν καθολική πολιτική αποδοχή, αν και διαφορετικές ερμηνείες και προεκτάσεις. Αλλά πάντως για τον τότε πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή και σημαντικό τμήμα του πληθυσμού η απαλλαγή «από εξαρτήσεις και προστάτιδες δυνάμεις» μπορούσε να γίνει ακίνδυνα μόνο με ένα «υποκατάστατο πλαίσιο» και το κατάλληλο για τον σκοπό αυτόν θεωρήθηκε η Ευρωπαϊκή Ενωση. Αλλωστε ο Κ. Καραμανλής από το 1959 είχε θεωρήσει τη νεοϊδρυθείσα Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΟΚ τότε) ως πλαίσιο στο οποίο θα έπρεπε να ενταχθεί η Ελλάδα προκειμένου, μεταξύ άλλων, να απαλλαγεί από εξαρτήσεις. Γι’ αυτό επεδίωξε και τη σύνδεση της χώρας με την Ενωση (Ευρωπαϊκή Κοινότητα τότε) υποβάλλοντας σχετική αίτηση, καθώς οι οικονομικές κυρίως συνθήκες δεν επέτρεπαν την πλήρη ένταξη. Η αίτηση αυτή οδήγησε, ως γνωστόν, στη σύναψη το 1961 της Συμφωνίας Σύνδεσης (Αssociation Αgreement) μεταξύ Ελλάδας και Ευρωπαϊκής Ενωσης ως προστάδιο για τη μελλοντική πλήρη ένταξη.

Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας και την επάνοδό του στην εξουσία, η ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση ως προϋπόθεση απαλλαγής από εξαρτήσεις, ενίσχυσης της εξωτερικής ασφάλειας και εδραίωσης της δημοκρατίας καθίσταται κυρίαρχη επιλογή για τον Κ. Καραμανλή.

Ετσι η Ευρωπαϊκή Ενωση προσλαμβάνει πράγματι για την Ελλάδα το υποκατάστατο των προστάτιδων δυνάμεων. Η προστασία για την ανεξαρτησία, ασφάλεια της χώρας θα προσφερόταν από την ΕΕ. Μετά την υποβολή της αίτησης ένταξης (1975) ο Κ. Καραμανλής, τόνιζε σχετικά :

«Με την ισότιμη συμμετοχή μας σε μια ισ χυρή οικογένεια ελεύθερων, ανεξάρτητων και δημοκρατικών λαών, όπως θα είναι η Ενωμένη Ευρώπη, θα κατοχυρώσουμε την εθνική μας ανεξαρτησία. Γιατί η ένταξη της χώρας μας στην οικογένεια αυτή θα την απαλλάξει από οποιεσδήποτε εξαρτήσεις, αφού θα την καταστήσει ισότιμη με τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες,με τις οποίες θα έχει ψήφο ισοδύναμη».

Από την άλλη πλευρά είναι ενδιαφέρον ότι η (αρχικά) αρνητική στάση του ΠαΣοΚ και του Ανδρέα Γ. Παπανδρέου προσωπικά στην ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση στηρίχθηκε ακριβώς στην αντίληψη της εξάρτησης. Ετσι, αντίθετα με ό,τι πίστευαν η ΝΔ και προσωπικά ο Κ. Καραμανλής, ότι δηλαδή με την ένταξη η Ελλάδα απαλλάσσεται από τις εξαρτήσεις, η άποψη του Α.Γ. Παπανδρέου ήταν ακριβώς και διαμετρικά αντίθετη, ότι δηλαδή θα εμπεδωθούν οι εξαρτήσεις. Στη δήλωσή του με την ευκαιρία της υπογραφής της Πράξης Προσχώρησης της Ελλάδας (28 Μαΐου 1979) ο Α.Γ. Παπανδρέου τόνιζε:

«Αποτελεί λοιπόν το λιγότερο παραδοξολογία ο ισχυρισμός του πρωθυπουργού (σ.σ. Κ. Καραμανλή) πως η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ θα ενισχύσει την εθνική ανεξαρτησία (…). Η ένταξή μας θα σημάνει αναπότρεπτα σημαντικό περιορισμό στην εφαρμογή ανεξάρτητου εθνικού προγραμματισμού, αφού η χώρα μας θα αποτελεί απλή επαρχία μιας μεγάλης περιοχής, για την τύχη της οποίας θα αποφασίζει κυριαρχικά το Οικονομικό Διευθυντήριο των Βρυξελλών
».

Νέες εξαρτήσεις δηλαδή…

Μετά την ένταξη όμως (1981) και ο Α.Γ. Παπανδρέου αποδέχθηκε ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση θα μπορούσε να λειτουργήσει τελικά ως θεσμός-υποκατάστατο των προστάτιδων δυνάμεων για την προστασία της χώρας. Από τότε όμως αναπτύχθηκαν δύο διαμετρικά αντίθετες προσεγγίσεις, μια ορθολογική και μια τοξική, για τον ρόλο της Ενωσης ως θεσμού που προστατεύει. Η ορθολογική επιχειρούσε να διευρύνει το πεδίο και περιεχόμενο των πολιτικών της Ενωσης, όπως π.χ. με την ανάπτυξη της κοινής εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας (ΚΕΠΠΑ, ΚΕΠΑΑ), την ενσωμάτωση της «ρήτρας αμοιβαίας συνδρομής» στη Συνθήκη, άλλες ρυθμίσεις για την προστασία των συνόρων κ.λπ. Η τοξική προσέγγιση αντίθετα θεωρούσε ότι η Ενωση είχε καθήκον «να προστατεύει» την Ελλάδα και όλες τις παθογένειες μαζί ή όλες τις ατασθαλίες της. Είδε, με άλλα λόγια, τον προστατευτικό ρόλο της Ενωσης ως άλλοθι για να αποφευχθούν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και προσαρμογές που επέβαλε η συμμετοχή στην Ενωση. Δυστυχώς, αυτή υπήρξε η προσέγγιση που επικράτησε και που μας οδήγησε τελικά στην κρίση, στα μνημόνια, στους θεσμούς/τρόικα και στην αυστηρή εποπτεία, σε ένα άλλο καθεστώς δηλαδή εξαρτήσεων και sui generis προστασίας, έστω και απολύτως αναγκαίας για τη σωτηρία της χώρας, κυρίως από τον εαυτό της. Οπως άλλωστε και η αρχική προστασία που προσφέρθηκε από τις ξένες δυνάμεις της εποχής.
Ο κ. Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ