Λέμε συχνά ότι οι αρχές και αξίες της ισότητας και της ελευθερίας απαιτούν έναν βαθμό επιφυλακής από τους πολίτες. Οτι δεν είναι απλώς υπόθεση των θεσμών και των νόμων αλλά πεδίο καθημερινών, πολύπλοκων συνομιλιών και συγκρούσεων ανάμεσα σε άτομα, κοινότητες και δημόσιες εξουσίες.
Κάποιοι, ωστόσο, διάβαζαν πάντα την επιφυλακή ως μια συνεχή, σχεδόν πολεμικού τύπου, επαγρύπνηση. Με ένα άλμα περνούσαν από την αυξημένη ευαισθησία στην πυρετική αναζήτηση του ενόχου που εμποδίζει τις αλλαγές στα ήθη και στους κοινωνικούς μηχανισμούς. Είχαν λοιπόν την τάση να ερμηνεύουν τις κοινωνικές στάσεις και τις αμφίθυμες ή θολές ατομικές συμπεριφορές ως ύποπτες παρεκκλίσεις από τον καλό σκοπό. Και αυτός βέβαια ο καλός σκοπός ήταν ο βαθύτερος ορίζοντας της νεωτερικής κοινωνίας η τάση για αμφισβήτηση των μεγάλων διακρίσεων και για έλεγχο στις «στατικές» ανισότητες.
Ξανασκεφτόμαστε τώρα αυτά τα φορτία του παρελθόντος με αφορμή τα όσα διαδραματίζονται στη δημόσια σκηνή του Me too#, των καταγγελιών από «επώνυμες» – κυρίως – γυναίκες (και άνδρες πλέον) για περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης και βίας στο παρελθόν. Το θέμα πήρε διαστάσεις που υπερβαίνουν τον απαραίτητο στιγματισμό του αρπακτικού ή του ισχυρού-που-εκμεταλλεύεται τη θέση του για να ικανοποιήσει τις ορέξεις του.
Η συζήτηση επεκτάθηκε αγγίζοντας τα σχετικά με την ερωτική επιθυμία, τα όρια του φλερτ και την κουλτούρα ατιμωρησίας που κυριάρχησε σε ορισμένα επαγγελματικά περιβάλλοντα. Και έχει κανείς την εντύπωση πως η αφύπνιση για αποσιωπημένες ή και σκόπιμα απωθημένες μορφές παρενόχλησης και σεξουαλικής βίας στρέφεται αποφασιστικά σε ένα και μόνο πράγμα: στην καταγγελία συγκεκριμένων διάσημων προσώπων και στην απαίτηση για ηθικές και επαγγελματικές κυρώσεις εναντίον των «γουρουνιών».
Η αφύπνιση της ευαισθησίας και το ρεύμα γνώμης που δημιουργήθηκε στη δημοσιότητα καταλήγουν πλέον σε μια τιμωρητική ατμόσφαιρα. Μήπως όμως πρόκειται για κάποιες αναπόφευκτες υπερβολές κάθε χρήσιμης έγερσης και υπενθύμισης; Μήπως πρέπει να σταθούμε στο δάσος και όχι σε κάποια δέντρα της υπερβολής; Αυτό απαντούν όσοι και όσες δεν φαίνεται να ανησυχούν για τον πολλαπλασιασμό της καταγγελίας. Στους αντίποδες άλλοι βλέπουν εδώ τη μοιραία εξέλιξη του «φεμινισμού». Λες και ο φεμινισμός αποτελεί ένα μπλοκ, μια μονοκόμματη παράταξη με κοινές αντιλήψεις και μηχανισμούς –ενώ είναι γνωστό πως σε μια σειρά κρίσιμων θεμάτων (από το ριζοσπαστικό Ισλάμ μέχρι την πορνογραφία και τη στάση απέναντι στην έμφυλη διαφορά) οι φεμινισμοί του καιρού χαρακτηρίζονται από ηχηρές θεωρητικές και πολιτικές διαφορές.
Η απλούστευση κάνει λοιπόν τη μεγαλύτερη ζημιά. Γιατί, φυσικά, το πρόβλημα με τη διασπορά μη επαληθεύσιμων καταγγελιών στα Μέσα ή στα social media δεν είναι αποτέλεσμα του φεμινισμού, του φιλελευθερισμού ή όποιας άλλης «διαβολικής» οντότητας. Εχει να κάνει με την αδυναμία να προσδιοριστεί το όριο ανάμεσα στην ευαισθητοποίηση και στο πάθος της καταγγελίας, ανάμεσα στον θυμό για κάποιες σκανδαλώδεις σιωπές και καταχρήσεις και στην ορμή για εύκολη ταυτοποίηση των «εχθρών».
Ζούμε στην εποχή όπου η αδυναμία για πολιτικές και θεσμικές απαντήσεις στα ατομικά παράπονα υπερφορτώνει τους μηχανισμούς της Δικαιοσύνης. Μηνύσεις, αγωγές, ενστάσεις, προσφυγές επιστρατεύονται για να αναπληρώσουν τη χαμένη εμπιστοσύνη στο κράτος αλλά και στον άλλον άνθρωπο. Η κριτική υποψία τρέπεται σε ζήλο και πάθος δικαίωσης. Η ηθική ευαισθητοποίηση πηδάει ενίοτε στο τρένο ενός φανατισμού που παίρνει χίλια πρόσωπα.
Το θέμα δεν είναι να αφεθούν τα πράγματα στη «φυσική σιωπή» του χρόνου. Ούτε, πολύ περισσότερο, να γελοιοποιηθεί το σοβαρό θέμα της σεξουαλικής και ιεραρχικής βίας επειδή, ας πούμε, το θέαμα των χουλιγουντιανών σταρ ντυμένων στα μαύρα και οι δημόσιες εξομολογήσεις ενοχής και μεταμέλειας παραπέμπουν σε ολοκληρωτικά τελετουργικά.
Η πληγή υπάρχει. Και υπάρχει ανεξάρτητα από το πώς τη χειρίζονται οι ζηλωτές, οι ποικίλες ιδεολογικές φατρίες στον επιπόλαιο αγριότοπο των social media. Αν όμως στο όνομα της Δικαιοσύνης και της διαφάνειας πάει να στηθεί μια σκηνή με αυτόκλητους δικαστές, μεταμελημένους και αμετανόητους, ας βάλουμε τα όρια.
Οι ανθρώπινες σχέσεις και οι ιεραρχίες εξουσίας και δύναμης έχουν γεννήσει τέρατα. Και ειδικά εκεί όπου οι άνθρωποι, γυναίκες και άνδρες, ζουν τα δράματά τους χωρίς να διαθέτουν μεγάλη διαπραγματευτική ισχύ. Αλλά το τιμωρητικό μένος και τα αναθέματα σε ένα κλίμα υποκριτικής ευλάβειας είναι αποτύπωμα καθαρού αυταρχισμού. Που πάει τώρα να βαφτίσει ως και τη Μάργκαρετ Ατγουντ εκπρόσωπο του κακού.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ