Οισαποστακισμός απέναντι στη ΝΔ και στον ΣΥΡΙΖΑ εκ μέρους του όποιου κόμματος δημιουργηθεί στην Κεντροαριστερά προκύπτει από την προσπάθεια πολλών για την κανονικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ. Αν πιστεύεις ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα όπως όλα τα άλλα (εξαιρουμένης της Χρυσής Αυγής), τότε δεν έχεις λόγους να αποκλείεις συνεργασία μαζί του και μπορείς να τον βάζεις στην ίδια ζυγαριά με τα άλλα κόμματα. Μετά, είναι βολικό να μετράς ίσες αποστάσεις από αυτόν και τη ΝΔ για να μην κατηγορηθείς για συμπόρευση με τη μία από τις δύο πλευρές.
Το κρίσιμο λοιπόν είναι η κανονικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ. Εχει κανονικοποιηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ (διαπιστωτικό ερώτημα); Πρέπει να κανονικοποιηθεί (κανονιστικό); Το πρώτο απασχολεί κυρίως πολιτικούς επιστήμονες, το δεύτερο ενδιαφέρει πολιτικούς. Και τα δύο μας ενδιαφέρουν ως πολίτες και ψηφοφόρους. Η δική μου απάντηση και στα δύο ερωτήματα είναι αρνητική. Δεν έχει κανονικοποιηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ και δεν πρέπει να κανονικοποιηθεί, οπότε σε αυτή την περίπτωση ο ισαποστακισμός είναι μία λάθος στάση.
Τι σημαίνει κανονικοποίηση; Δεν μιλώ με όρους συνταγματικού ή δημοκρατικού τόξου αλλά με όρους πολιτικούς. Αυτό που ενδιαφέρει είναι εάν ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να είναι θεμιτός πολιτικός σύμμαχος. Μας λένε πολλοί πως ναι, είναι, διότι ακολουθεί πλέον τον ευρωπαϊκό δρόμο, αποδέχεται το δημοκρατικό πλαίσιο και τις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις, και ως πολυτασικό κόμμα έχει στους κόλπους του σοβαρούς πολιτικούς. Ποιοι είναι αυτοί οι σοβαροί διαφέρει ανά περίσταση καθώς κάθε συγκεκριμένη αναφορά δεν αντέχει σε στοιχειώδη δοκιμασία. Κάποτε ήταν ο Δραγασάκης, αλλά ήθελε να απειλήσει την Ευρώπη με Grexit και να ιδρύσει παράλληλο σύστημα τραπεζών. Μετά ήταν ο Σταθάκης, αλλά τον περίμεναν κάθε βδομάδα οι δημοσιογράφοι να τους πει με ζεν διάθεση και κυνική αδιαφορία ότι «η αξιολόγηση κλείνει». Υστερα ήταν ο Τσακαλώτος, αλλά σχεδίαζε κι αυτός εκβιασμούς, και τώρα παίζει για το χειροκρότημα με σαρανταποδαρούσες και πορτοκαλόπιτες στη Βουλή.
Από την άλλη, η αποδοχή από τον ΣΥΡΙΖΑ του ευρωπαϊκού δρόμου και η συμμόρφωση με τις δεσμεύσεις που συνεπάγεται δεν ήταν ποτέ επιλογή αλλά συνθηκολόγηση μετά από δεινή ήττα, δική του και της χώρας. Μια συνθηκολόγηση που συνοδεύεται από την πρώτη στιγμή με διακηρυγμένη άρνηση να αποδεχθεί το περιεχόμενό της. Ακόμη και την προηγούμενη εβδομάδα ο Πρωθυπουργός, σε ομιλία του στο ευρωπαϊκό συνέδριο για τις ανισότητες, μεμψιμοιρούσε που ο ευρωσκεπτικσμός είναι κυρίαρχα δεξιός. Φαίνεται, προτιμά τον αριστερό.
Στο ίδιο συνέδριο ζήτησε αλλαγή του νοήματος της δημοκρατίας – δεν του αρέσει η φιλελεύθερη δημοκρατία που υπάρχει στη χώρα και στα κράτη της ΕΕ, θέλει μάλλον μια εκδοχή της σοβιετικής. Είπε ότι θέλει τη δημοκρατία εργαλείο, δηλαδή δεν πιστεύει σε αυτήν, τη χρησιμοποιεί απλώς ως μέσον για να επιτύχει αυτό που πραγματικά επιθυμεί: την επιβολή της θέλησης των πολλών. Θέλει να ξαναβάλει «τις μάζες στο πεδίο της πολιτικής πάλης». Πώς; Αφού ξυπνήσει
τις συνειδήσεις τους, τις οποίες, μας λέει, αποκοιμίζει η δημοκρατία. Πώς τις αποκοιμίζει; Στις δημοκρατίες οι πολίτες συζητούν, διαμαρτύρονται, ψηφίζουν. Αυτό για τον Αλ. Τσίπρα είναι υπνωτικό, χρειάζεται κάτι δραστικότερο.
Στον συλλογισμό του χάνεται ο ειρμός. Επειδή, λέει, είναι σημαντικό να αγωνιστούμε για να αποκτήσει νέο περιεχόμενο ο όρος δημοκρατία, «γι’ αυτό τον λόγο εγώ συνηθίζω να λέω ότι ένα από τα βασικά προβλήματα σήμερα στην Ευρώπη, στο θεσμικό της πλαίσιο, έτσι όπως είναι δομημένη, είναι το έλλειμμα δημοκρατίας. Του ελέγχου των πολιτών από τα κέντρα λήψης των αποφάσεων». Ας αφήσουμε τη σύνταξη της τελευταίας φράσης που λέει άλλο από αυτό που επιθυμεί ο συντάκτης της, κι ας δούμε τον συλλογισμό. Ο Αλ. Τσίπρας υποστηρίζει ότι πρέπει να αλλάξει το νόημα του όρου δημοκρατία και, ως εκ τούτου, υπάρχει έλλειμμα δημοκρατίας στην Ευρώπη που συνίσταται στον μειωμένο έλεγχο από τους πολίτες των κέντρων λήψης των αποφάσεων. Μπορεί να φαίνεται ασυνάρτητο ως επιχείρημα αλλά αφήνει να διαφανεί αυτό που θέλει να πει: ο Αλ. Τσίπρας δεν θέλει να καλύψει τυχόν έλλειμμα δημοκρατίας. Θέλει να αλλάξει το νόημα της δημοκρατίας. Και θα χρησιμοποιήσει το σύνθημα για περισσότερη δημοκρατία ως μοχλό ώστε να αλλάξουν συνειδήσεις και ο συσχετισμός δύναμης. Χωρίς, όπως λέει, «ακαδημαϊκές αμπελοφιλοσοφίες», πράγμα που δείχνει τον σεβασμό του στην ακαδημία, στη φιλοσοφία και στη σκέψη γενικότερα.
Μα αυτά είναι απλώς λόγια, συνηθισμένες ρητορείες και αερολογίες πολιτικών, θα έλεγε κάποιος που επιθυμεί την κανονικοποίηση ΣΥΡΙΖΑ. Αντί για αυτά, κοιτάξτε τι κάνει: εφαρμόζει πρόθυμα, πειθήνια και αδιαμαρτύρητα, καλύτερα από κάθε άλλον, τις ευρωπαϊκές οδηγίες και τις εντολές των συμμάχων μας. Αυτό μπορεί να αμφισβητηθεί. Αλλά υπάρχει κάτι ακόμη σοβαρότερο: η γενικευμένη, μεθοδευμένη, συστηματική, απροκάλυπτη και θρασεία χρήση της ψευδολογίας, της εξαπάτησης, της μισαλλοδοξίας, των εκβιασμών και των ύβρεων ως μέσων πολιτικής. Και στο παρελθόν πολιτικοί και κόμματα παραπλανούσαν και ψεύδονταν. Ποτέ άλλοτε όμως σε τέτοιο βαθμό και σε τέτοια έκταση, χωρίς κανέναν ενδοιασμό και με την πεποίθηση ότι είναι δικαίωμά τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές παραπλανώντας συνειδητά το εκλογικό σώμα. Χρησιμοποίησε (μαζί με τους προστατευομένους του) πολιτική βία και προπηλακισμούς. Κυβερνά με πρόσωπο που καταδικάστηκε επειδή παρότρυνε πολίτες να λιντσάρουν πολιτικό του αντίπαλο. Οταν εγκαλείται για πράξεις και παραλείψεις δεν εξηγεί, δεν απολογείται, επιτίθεται με προπέτεια και συκοφαντίες. Η αποστροφή του ΣΥΡΙΖΑ για τη δημοκρατία δεν είναι μόνο λόγια, είναι έργα που στρέφονται κατά της διάκρισης των εξουσιών, της ελευθεροτυπίας, των ΜΜΕ, της ανεξαρτησίας των Ανεξάρτητων Αρχών, της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, των προσωπικών δεδομένων των πολιτών. Επιφανείς συνταγματολόγοι τον κατηγορούν για κινήσεις εκτροπής στην περίπτωση του επαίσχυντου δημοψηφίσματος και της αναθεώρησης του Συντάγματος.
Η κανονικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ με αυτή την πολιτική συμπεριφορά οδηγεί στην αντίληψη ότι τα πάντα, θεμιτά και αθέμιτα, επιτρέπονται στην πολιτική. Ετσι υποσκάπτονται, όμως, θεμελιώδεις όροι της δημοκρατικής πολιτείας. Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι ο Μακιαβελισμός αφορούσε έναν ηγεμόνα και τη διασφάλιση της εξουσίας του –δεν είχε σχέση με δημοκρατίες που έχουν θεσμούς και αρχές. Για τις αρχές αυτές αλλά και για το συμφέρον της χώρας, οι πολιτικές δυνάμεις της δημοκρατικής αντιπολίτευσης οφείλουν να δείξουν ότι η πολιτική της χειραγώγησης, της εξαπάτησης και της συκοφαντίας δεν είναι ανεκτή. Αυτό δεν είναι ηθικισμός. Είναι στοιχειώδης πολιτική ευθύνη.
Η κυρία Βάσω Κιντή είναι καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο ΕΚΠΑ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ