Την καταψήφιση της τροπολογίας Γεροβασίλη για την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων ζητά από τους βουλευτές η ΑΔΕΔΥ, χαρακτηρίζοντας τη ρύθμιση «εκβιαστική, αντισυνταγματική και απεργοσπαστική». Την ίδια ώρα, το ηγετικό επιτελείο του υπουργείου Διοικητικής Ανασυγκρότησης διαβλέπει χαρακτηριστικά πολιτικής σκοπιμότητας πίσω από τη στάση της ΑΔΕΔΥ, και κρίνει ότι η άρνησή της να καταθέσει εναλλακτική πρόταση την αφήνει έκθετη.

Πάντως, η αντιπαράθεση είναι σε πλήρη εξέλιξη. Με υπόμνημά της, το οποίο απέστειλε στα κοινοβουλευτικά κόμματα, η ΑΔΕΔΥ καταγγέλλει ότι η τροπολογία, η οποία αναμένεται να ψηφισθεί την Τρίτη (19.9.2017) στη Βουλή, οδηγεί σε «καταστρατήγηση των συνδικαλιστικών ελευθεριών και ιδιαίτερα το δικαίωμα της απεργίας των εργαζομένων» και κατηγορεί την κυβέρνηση ότι θεσμοθετεί για πρώτη φορά ποινές και διακρίσεις σε βάρος απεργών.
Με τη ρύθμιση το υπουργείο Διοικητικής Ανασυγκρότησης επιχείρησε να παρακάμψει την άρνηση της πλειονότητας των δημοσίων υπαλλήλων να συμπληρώσουν τα έντυπα αξιολόγησης. Με αυτή μετακυλίεται η ευθύνη της ολοκλήρωσης της διαδικασίας στους προϊσταμένους, και ορίζεται μάλιστα ότι σε περίπτωση που δεν κάνουν την αξιολόγηση δεν θα μπορούν να διεκδικήσουν εκ νέου θέσεις ευθύνης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι συνδικαλιστές στο δημόσιο είχαν αντιταχθεί στο νόμο για το νέο σύστημα αξιολόγησης (Ν 4369/2016) και εδώ και έξι μήνες οι δημόσιοι υπάλληλοι συνεχίζουν, στην πλειονότητά τους, την απεργία – αποχή από όλες τις σχετικές διαδικασίες την οποία έχει προκηρύξει η ΑΔΕΔΥ. Μάλιστα, ενόψει της ψήφισης της τροπολογίας έχουν προγραμματισθεί εκδηλώσεις διαμαρτυρίας και συλλαλητήριο στη Βουλή το μεσημέρι της Τρίτης.
ΑΔΕΔΥ: «Καταστρατήγηση των συνδικαλιστικών ελευθεριών»
Η ΑΔΕΔΥ, η οποία έδωσε συνέντευξη Τύπου την παραμονή του συλαλλητηρίου (Δευτέρα 18.9.2017), βάλλει και με νομικά επιχειρήματα, κατά της τροπολογίας η οποία θέτει φρένο στην ανέλιξη των προϊσταμένων, αν δεν λειτουργήσουν ως αξιολογητές. Οπως επισημαίνει η ΑΔΕΔΥ, η μη εκπλήρωση της «υποχρέωσης αξιολόγησης», όταν οφείλεται σε συμμετοχή σε νομίμως προκηρυχθείσα απεργία δεν μπορεί να αποτελεί λόγο αποστέρησης από τους υπαλλήλους της δυνατότητας συμμετοχής σε διαδικασίες επιλογής και τοποθέτησης προϊσταμένων.
Το ίδιο ισχύει, σύμφωνα με την ΑΔΕΔΥ, εάν δεν μπορεί να βεβαιωθεί η τήρηση των υποχρεώσεων για συμμετοχή στην διαδικασία αξιολόγησης, για λόγους, που συνδέονται με συμμετοχή σε νομίμως προκηρυχθείσα απεργία. Αυτό, σημειώνει, «δεν μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο για την συμμετοχή υπαλλήλου σε διαδικασίες επιλογής και τοποθέτησης προϊσταμένων ή να επιφέρει οποιαδήποτε μορφή δυσμενούς (διοικητικής ή άλλης φύσης) συνέπειας σε βάρος του».
Η κυρία Γεροβασίλη, σε κάθε δημόσια παρέμβασή της, επιμένει να λέει ότι για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ η αξιολόγηση δεν σημαίνει ούτε διαθεσιμότητες, ούτε απολύσεις, αλλά αξιοκρατία. Μάλιστα, όπως επισημαίνει στο «Βήμα» κορυφαίο στέλεχος του υπουργείου, η ΑΔΕΔΥ, παρά το ότι επανειλημμένως της έχει ζητηθεί να καταθέσει προτάσεις, ουδέποτε το έκανε.
Υπουργείο: «διαμορφώνεται ένα εξαιρετικά δημοκρατικό σύστημα αξιολόγησης»
Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου εκτιμά ότι υπάρχει μια συνδικαλιστική τακτική με πολιτικές προεκτάσεις για «δημιουργία κλίματος σύγκρουσης». Κι αυτό, παρά το ότι «με το νόμο που ψηφίστηκε το Φεβρουάριο του 2016, διαμορφώνεται ένα εξαιρετικά δημοκρατικό σύστημα αξιολόγησης υπαλλήλων», επισημαίνουν κυβερνητικοί παράγοντες. Το επιτελείο της κυρίας Γεροβασίλη προβάλλει την άποψη ότι αυτό το σύστημα αξιολόγησης δεν έχει καθόλου τιμωρητικό χαρακτήρα αλλά στηρίζεται στη λογική βελτίωσης του προσωπικού. Μάλιστα, θεωρεί «άδικο» να κρίνεται αρνητικά η πρόθεση μιας κυβέρνησης η οποία έχει δώσει δείγματα γραφής για την πολιτική της απέναντι στους δημοσίους υπαλλήλους. Σημειώνουν επίσης ότι το νέο σύστημα αξιολόγησης υπαλλήλων περιλαμβάνει παράλληλα και αξιολόγηση δομών και ενίσχυση της συμμετοχικότητας και συνολική προσέγγιση διαδικασιών στο δημόισο. Μάλιστα, παρατηρούν ότι η πλήρης αμφισβήτηση του νέου συστήματος αξιολόγησης αντί να θωρακίζει και διαμορφώνει μια αρνητική εικόνα στον κόσμο για υπαλλήλους που θέλουν να αξιολογηθούν.
Αναφορικά με την τροπολογία, όπως επισημαίνουν στο «Βήμα» από το επιτελείο της κυρίας Γεροβασίλη, ουσιαστικά καλούνται οι προϊσταμένοι, οι επικεφαλής σε γενικές διευθύνσεις και διευθύνσεις σε δημόσιους φορείς, να ενεργήσουν στη βάση των καθηκόντων τους, μεταξύ των οποίων είναι η αξιολόγηση. «Εφόσον δεν το πράξουν δεν ακολουθούνται πειθαρχικές διαδικασίες εναντίον αλλά δεν θα μπορούν να διεκδικήσουν θέσεις ευθύνης, κάτι που δεν είναι ούτε τιμωρητικό ούτε παράλογο ούτε καμια σχέση έχει με απεργοσπασία. Πηγάζει από την άρνηση άσκησης των καθηκόντων τους», σημειώνει κορυφαίο στέλεχος της κυβέρνησης.
Πάντως, είναι αξιοσημείωτο ότι μόλις την περασμένη Πέμπτη, ο υπουργός Εσωτερικών κ. Πάνος Σκουρλέτης, εξέφρασε την άποψή του για το θέμα, απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου για την αξιολόγηση, στο ραδιόφωνο «στο Κόκκινο». Σημείωσε ότι υπάρχει μία διελκυστίνδα αυτή τη στιγμή ανάμεσα στην κυβέρνηση και την ΑΔΕΔΥ, αποφεύγοντας ερμηνείες για τη στάση της ΑΔΕΔΥ, «αν είναι δικαιολογημένη ή όχι μία καχυποψία» με βάση την προηγούμενη εμπειρία των κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας και του ΠαΣοΚ. Ομως, ο κ Σκουρλέτης τόνισε ότι «πρέπει να συμφωνήσουμε κάτι: Ένα σύγχρονο αποτελεσματικό και στην υπηρεσία του πολίτη Δημόσιο, πρέπει να περιέχει στην λειτουργία του και την παράμετρο της αξιολόγησης, για λόγους βελτίωσης». Και συμπλήρωσε: «Εδώ θα ήθελα να δω, ανεξάρτητα από το τι λέει η κυβέρνηση, να κατατίθεται εκ μέρους των εργαζομένων, εκ μέρους της ΑΔΕΔΥ, η δική τους άποψη για την αξιολόγηση και να συζητήσουμε πάνω σε αυτές τις προτάσεις. Αν συμφωνήσουμε σε αυτό, νομίζω ότι μετά, όλα τα άλλα είναι εύκολα. Βεβαίως, από εκεί και ύστερα υπάρχουν πολιτικές σκοπιμότητες και άλλου είδους καταστάσεις, οι οποίες περιπλέκουν τα πράγματα».
Γιατί συνεχίζεται η απεργία
Πάντως, η ΑΔΕΔΥ, προτάσσει μεταξύ άλλων τους εξής λόγους, για τη συνέχιση της απεργίας – αποχής, που έχει προκηρύξει από τον Μάρτιο, :
– οι στόχοι για τους οποίους θα βαθμολογηθεί ο υπάλληλος είναι καθορισμένοι, υποχρεωτικοί και άρρηκτα συνδεδεμένοι με την εφαρμογή της μνημονιακής –νεοφιλελεύθερης κυβερνητικής πολιτικής.
– τα κριτήρια της «αξιολόγησης» των εργαζομένων είναι σκόπιμα αόριστα και υποκειμενικά όπως «η αφοσίωση», η «επίδειξη ενδιαφέροντος», η «πρωτοβουλία», οι «καινοτομίες» κ.α. «Αλήθεια, πόσο «καινοτόμος» μπορεί να είναι ή πόσο μπορεί να «αναπτύξει τις δεξιότητες» του ο εργαζόμενος, όταν π. χ. ο μισός εξοπλισμός του εργαστηρίου του είναι χαλασμένος κι ο άλλος μισός υπολειτουργεί ή όταν μία νοσηλεύτρια έχει στην ευθύνη της 40-50 ασθενείς; Παράλληλα οι εργαζόμενοι καλούνται να αξιολογηθούν για την «ικανότητα άσκησης πολλαπλών καθηκόντων». Με την εισαγωγή αυτού του κριτηρίου, νόμιμα πλέον υποχρεώνονται να εκτελούν καθήκοντα που δεν περιλαμβάνονται στο εργασιακό τους αντικείμενο και μάλιστα βαθμολογούνται γι’ αυτά. Ταυτόχρονα, σε ένα ρημαγμένο δημόσιο αξιολογούνται για την «αναβάθμιση του εργασιακού περιβάλλοντος»!».
– υπάρχει σύνδεση της «αξιολόγησης» με το μισθολόγιο και δημιουργία διαφορετικών κατηγοριών αμειβόμενων υπαλλήλων στον ίδιο κλάδο, αφού προβλέπεται ταχύτερη μισθολογική εξέλιξη για τους «άριστους» και αναστολή της μισθολογικής εξέλιξης για όλους όσοι αξιολογηθούν ως «ανεπαρκείς» ή «ακατάλληλοι» (άρθρο 12 Ν. 4354/2015).
– οι προαγωγές των εργαζομένων και η εξέλιξή τους εξαρτώνται άμεσα από τις εκθέσεις «αξιολόγησης». Οι χαρακτηρισμοί των βαθμολογημένων υπαλλήλων σε «επαρκείς», «μέτριους», «ανεπαρκείς» και «ακατάλληλους», θα συνοδεύουν το φάκελο κάθε εργαζόμενου. Επιπροσθέτως, όπως περιγράφεται ρητά σε άλλους πρόσφατους νόμους, θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ανά πάσα στιγμή στον εργασιακό βίο του υπάλληλου κι από οποιαδήποτε πολιτική ηγεσία. Επίσης, όπως αναφέρεται, όσοι χαρακτηριστούν δύο συνεχόμενες φορές «ανεπαρκείς» και «ακατάλληλοι», θα δημιουργήσουν μια «δεξαμενή προβληματικών» και δυνητικά «διαθέσιμων» υπαλλήλων, βλέποντας κοντά τους την πόρτα της εξόδου.