Αγαπητά «Νέα»
Θα σας έχω υποχρεωθεί να μου φιλοξενήσετε τις λίγες παρακάτω γραμμές μου:
Προς τον κ. Υπουργόν της Παιδείας, της Νέας Δημοκρατικής Κυβερνήσεως, θέλω να υποβάλω, ευσεβάστως, την παρακάτω μου πρόταση:
Να καταργήσει αμέσως τα Κρατικά λογοτεχνικά βραβεία και την (διά της «αθρόας» αγοράς λογοτ. βιβλίων) λεγόμενην «οικονομικήν ενίσχυσιν των λογοτεχνών», πράγματα αμφότερα τόσο χρεωκοπήσαντα κατά το παρελθόν και καταστάντα αυθεντικόν εκβακχείον της λογοτεχνίας του τόπου. Τούτο το χαρτοπαίγνιο των σημαδεμένων χαρτιών – ωσάν αληθινό «προ-πο» επί… σακαταμένων αλόγων, πρέπει να κλείσει με τη δημοκρατική βούλα του Κράτους. Και είναι ντροπή να μας μεταχειρίζεται έτσι (= και ως θέαμα) εμάς, τους πνευματικούς ανθρώπους. […]
Ευχαριστώντας σας
Γιάννης Σκαρίμπας
Η κατάργηση των λογοτεχνικών βραβείων ήταν ένα από τα ζητήματα που απασχολούσαν διαχρονικά τον Γιάννη Σκαρίμπα, όπως φαίνεται σ’ αυτή την επιστολή, μία από τις συνολικά πέντε που έστειλε προς «ΤΑ ΝΕΑ» στη δεκαετία του 1960. Το κείμενο περιλαμβάνεται στη σημαντική προσφορά των «ΝΕΩΝ Σαββατοκύριακο» (2/9) με την άγνωστη αλληλογραφία του συγγραφέα, την οποία επιμελήθηκε η Σούλα Παπαγεωργοπούλου-Ιωαννίδη με τον τίτλο «…στις πλάνες μου κανένας δε με φτάνει!». Πρόκειται κυρίως για επιστολές προς λογοτέχνες (ανάμεσά τους οι Γιώργος Σεφέρης, Τάσος Αθανασιάδης, Κωστής Λαχάς κ.ά.) και πολιτικούς της εποχής (ανάμεσά τους ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου, ο υπουργός Προεδρίας Ανδρέας Παπανδρέου κ.ά.), αλλά και επιστολές ή τηλεγραφήματα που έλαβε ο ίδιος από τους Γιώργο Σεφέρη, αρχιεπίσκοπο Μακάριο, Μίκη Θεοδωράκη, Ντίνο Χριστιανόπουλο κ.ά. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Γιάννης Σκαρίμπας στην αλληλογραφία είναι η γλώσσα της τέχνης του. Ο εντελώς προσωπικός ρυθμός της γλώσσας τον οποίο αναζητούσε από το μετερίζι της Χαλκίδας (στην «περιφέρεια» των αθηναϊκών γραμμάτων), αρνούμενος να ταξινομηθεί και να κατηγοριοποιηθεί. Κι ας έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, δοκίμια και θεατρικά έργα στις χαραμάδες που ο υπερρεαλισμός συναντούσε την κριτική προς τον αστικό πολιτισμό.
Τρεις άνθρωποι που εμπνεύστηκαν από το έργο του ή γνωρίστηκαν με τον συγγραφέα, οι Δημήτρης Παπαχρήστος, Κώστας Καράλης και Αρης Μπινιάρης, μιλούν για τον Γιάννη Σκαρίμπα, με αφορμή την εκδοτική προσφορά.
Δημήτρης Παπαχρήστος
συγγραφέας – δημοσιογράφος
«Ξεφωνίζει κι ύστερα πέφτει σε σιωπή»
Ο Σκαρίμπας έπαιζε με τους παρατονισμούς, με τις μετοχές και η ποίησή του έβρισκε τον ρυθμό της και τη μουσικότητά της. Χρησιμοποίησε ως εργαλείο όλα τα είδη του λόγου και ήταν γνώστης βαθύς της ουσίας της ζωής, που τη ζούσε σε μια πραγματικότητα της επαρχίας, γι’ αυτό και την περιέγραψε με κάθε τρόπο, μην αφήνοντας τίποτα όρθιο με τα σκανδαλίσματα της γλώσσας του και με τα σατανικά καμώματά του, δηλαδή τα «καραγκιοζιλίκια» του, προκάροντας τη σεμνοτυφία, τον καθωσπρεπισμό και την καθεστηκυία τάξη του λόγου και της κοινωνίας.
Ο ξενομερίτης της Χαλκίδας έκανε τη Χαλκίδα δικιά του και στο έργο του και στη ζωή του, με το ανυπότακτο πνεύμα του και τη μεγάλη αγάπη του, που ήξερε από πού εκπορεύονταν. Οταν είδα και άκουσα τον «Ηχο του κώδωνος» στο Πειραματικό Θέατρο της Μαριέτας Ριάλδη, ένιωσα τις παρακρούσεις και αισθάνθηκα την παρόρμηση να πάω στη Χαλκίδα, στον Καράμπαμπα, να τον συναντήσω, αν και δεν ήμουν ακόμα είκοσι χρόνων και δεν ήξερα ότι ο Μάνος Κατράκης είχε παίξει στη Χαλκίδα το 1942. Περήφανος και ξαφνιασμένος, γιατί δεν ήξερα την ύπαρξή του. Δεν με εντυπωσίασε τόσο το παρουσιαστικό του, αλλά με κέρδισε εκείνο το διαβολικό χαμόγελό του, με όλες τις σημασίες που μπορεί να προσδώσει κανείς.
«Βγαίνω από τα τρελά νερά του Ευρίπου», του είπα, «από τα μουρλά», με διόρθωσε. Και ήρθα για πρώτη φορά το 1958 στη Χαλκίδα με τον «Κύκνο» τον λευκό, τον ολόλευκο, με σπασμένο χέρι από τους Ωρεούς. Το πουλί το πλεούμενο των θαλασσών και αργότερα των ουρανών και τώρα έγινε καζίνο έξω από τη Βηρυτό. Είχα διαβάσει το «Ουλαλούμ», «Το θείο τραγί» και τον «Μαριάμπα» του.
Και είχα γράψει το όνειρό μου με θαλασσιά γράμματα για τον «Κύκνο» που τον έβλεπα να περνάει τον ερωτικό δίαυλο, βγαίνοντας από τον Παγασητικό για τις Σποράδες. […]
Ο Σκαρίμπας γελάει ακόμα και σκαρφίζεται στίχους και ποιήματα. Είναι ο τρελός του χωριού, δηλαδή της Χαλκίδας, και ξεφωνίζει πρώτα κι ύστερα πέφτει σε πλήρη σιωπή, με σοφία και γνώση. Κι έρχεται η ψυχή του ορμώμενη από την Αγία Ευθυμία Παρνασσίδος και από τους τόπους των αναγκαστικών της ζωής περιπλανήσεων. Μικρό παιδί στην Ιτέα Σαλώνων, σχολαρχείο στο Αίγιο, γυμνάσιο στην Πάτρα και από το μακεδονικό μέτωπο, έρχεται.
(εκδοχή του κειμένου δημοσιεύτηκε
στα «ΝΕΑ», στις 13 Μαΐου 2017)
Κώστας Καράλης
ερμηνευτής
«Μια στιγμή ολόχαρα εμπνευστική!»
Ημουν απλώς ένας πολύ χαρούμενος ακροατής όταν ο κ. Σπανός μού έπαιζε για πρώτη φορά μια υπέροχη μελωδία, με αρμονία και ρυθμό που εξέφραζε αμίμητα το ποίημα του Σκαρίμπα που έβλεπα στο αναλόγιο του πιάνου του και αλλάζαμε ματιές με τη Μάρσια Μαρτίνες Κοβαρούβιας, πολύγλωσση και φανατική αναγνώστρια του Πάμπλο Νερούδα. Αυτό είναι και το μοναδικό μελοποιημένο ποίημα του Σκαρίμπα που έχω ερμηνεύσει δισκογραφικά. Εκείνες ήταν και οι στιγμές που έγινε μέσα μου ένα πρωτογενές κλικ, που με ώθησε ανεπιστρεπτί στην απόφασή μου να ερμηνεύσω μ’ όλο μου τον εσωτερικό μου οίστρο το υπέροχα μελοποιημένο «Σπασμένο καράβι» του Γιάννη Σκαρίμπα. Είμαι, από μικρός, απ’ τους αρκετά διαβασμένους σε πεζά και ποίηση, γι’ αυτό δεν ένιωσα δυσκολία να επωμισθώ τη βαρύτητα και ιδιορρυθμία των έργων του, αν και βέβαια δεν είχα τη χαρά να έχω προσωπική συνεργασία μαζί του. Θυμάμαι, όλη η διαδικασία, πρόβες, κλίμα, ηχοληψία στο στούντιο Columbia, ήταν ολόχαρα εμπνευστική. Εκτοτε, δεν ερμήνευσα ποτέ ξανά Σκαρίμπα. Παρά μόνο στη γιορτή που έγινε στο Δημοτικό Θέατρο της Χαλκίδας για τα 30 χρόνια απ’ τον θάνατό του, όπου εκτός απ’ το «Σπασμένο καράβι» είπα κι ένα τραγούδι, με δική μου μελοποίηση του ποιήματος – «Οι φίλοι» – του Σκαρίμπα, που άρεσε, απ’ ό,τι έδειξε το χειροκρότημα. Ο Οδυσσέας Χατζόπουλος, διευθυντής του εκδοτικού οίκου Κάκτος, μαζί με τον σπουδαίο δημοσιογράφο Βασίλη Καββαθά, με πήραν μαζί τους για τον τελευταίο ασπασμό-αποχαιρετισμό του Γιάννη Σκαρίμπα, όπου ήταν και η Μελίνα Μερκούρη και πολλοί άνθρωποι της διανόησης και της τέχνης. Κατά την ώρα της ταφής, μου ζητήθηκε και τραγούδησα α καπέλα και τρεμάμενος το «Σπασμένο καράβι». Στιγμές μνήμης απερίγραπτων αισθημάτων και συναισθημάτων!
Αρης Μπινιάρης
σκηνοθέτης – μουσικός
«Μια διαρκής εκπομπή συναισθημάτων»
Η πρώτη μου επαφή με το έργο του ήταν όταν, μαθητής Λυκείου ακόμα, άκουσα το «Ουλαλούμ» από τον Νικόλα Ασιμο. Οι στίχοι του μου άρεσαν πολύ, ξεκίνησα να ψάχνω για τον δημιουργό τους και σύντομα διάβασα τον «Μαριάμπα», «Το θείο τραγί», «Το σόλο του Φίγκαρω». Αρχισα να εμβαθύνω σαν αναγνώστης κι όταν στα 29 μου χρειάστηκε να κάνω ένα καλλιτεχνικό βήμα, επανήλθα στο «Τραγί». Με γοήτευε που απαιτούσε από τον αναγνώστη να είναι ενεργός, να ταυτιστεί με έναν αντιήρωα: την πρώτη φορά, γυρνούσα τις σελίδες για να βεβαιωθώ για τον χαρακτήρα του «Γιάννη». Και τελικά, όσα έκανε εκείνος στους γύρω του, το έκανε κι ο Γιάννης Σκαρίμπας στους αναγνώστες. Μιλούσε για τις ενοχοποιημένες, σκοτεινές γωνιές του εαυτού, τις ζωογόνες γωνιές. Γι’ αυτό «Το θείο τραγί» είναι ένα θεραπευτικό έργο: σε συμφιλιώνει με τα παραμερισμένα κομμάτια σου. Η παράσταση «Το ’21» προέκυψε με αφορμή το βιβλίο του Γιάννη Σκαρίμπα «Το 1821 και η αλήθεια». Είναι ένα έργο που δεν περιγράφει μεσοβέζικες καταστάσεις, δεν αποτελείται από σχολιάκια. Από τον τίτλο κιόλας έχει «καθαρίσει» με καμιά δεκαπενταριά ειδικούς. Και ασχέτως με το πόσο σύμφωνο σε βρίσκει, δεν μπορείς να μην αναγνωρίσεις ότι είναι ένα συναισθηματικό βιβλίο. Δεν φοβάται ο Σκαρίμπας να θυμώσει, να νιώσει περήφανος. Γράφει για τους οπλαρχηγούς με θαυμασμό, με δέος. Γράφει για ανθρώπους που θεωρεί ότι έβλαψαν τον πόλεμο, και το κάνει πραγματικά θυμωμένος. Καταφέρνοντας έτσι το αντίθετο από την επίσημη εκπαίδευση: να καταλύσει οποιαδήποτε απόσταση υπάρχει από εκείνη την εποχή. Στο σχολείο, κάνουν τους οπλαρχηγούς εικονίσματα στην τάξη, «αγιοποιώντας» τους. Ο Σκαρίμπας σε καλεί να τους ακούσεις, να τους μυρίσεις. Σε φέρνει σε απόσταση αναπνοής από τους ήχους της μάχης, καλώντας σε να πάρεις θέση.
Κι όλα αυτά με μια γλώσσα όπου η μουσικότητα είναι εμφανής. Από τους εξωτερικευμένους ρυθμούς μέχρι τον τρόπο που χρησιμοποιεί το συντακτικό και τη γραμματική για να αναδείξει τις εσωτερικές δονήσεις του κειμένου. Πολλοί φιλόλογοι εστιάζουν στους νεωτερισμούς του. Πιστεύω όμως ότι γράφει έτσι για να εκτοξεύσει τα συναισθήματά του. Χρησιμοποιεί τις αποστρόφους, τα άρθρα ή τις παραγράφους έτσι ώστε να υπάρχει μια διαρκής εκπομπή συναισθημάτων. Το κείμενο του Σκαρίμπα – αν όχι πρώτα, τότε ταυτόχρονα – σε δονεί σαν παλμός και μετά έρχεται το νόημα. Πρώτα το αισθάνομαι και μετά το κατανοώ. Ισως δεν τον ενδιέφερε να πρωτοπορήσει. Εγραφε έτσι επειδή έτσι αισθανόταν, επειδή αυτή ήταν η θέση του για τα πράγματα. Είναι ένας πομπός που διαρκώς εκπέμπει δονήσεις. Αλλοτε άγριες, άλλοτε λυρικές, άλλοτε ήπιες. Πότε ακούγονται σαν ψίθυροι και πότε σαν κραυγές.