Mε τη διερεύνηση τάφων που ήταν ήδη γνωστοί από πέρυσι, oλοκληρώθηκε στις 29 Ιουλίου η δεύτερη περίοδος της συστηματικής ανασκαφικής έρευνας στα Αηδόνια Νεμέας.
Eντοπίστηκαν και μελετήθηκαν νέα ταφικά μνημεία ενώ παράλληλα, πραγματοποιήθηκαν, όπως και πέρυσι, εργασίες προστασίας των μνημείων και διαμόρφωσης του αρχαιολογικού χώρου, έχοντας πάντοτε ως γνώμονα τον κύριο στόχο του προγράμματος που είναι η συνολική προστασία και ανάδειξη της αρχαίας θέσης.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του Υπουργείου Πολιτισμού το μυκηναϊκό νεκροταφείο των Αηδονιών είχε ανακαλυφθεί και λεηλατηθεί από αρχαιοκάπηλους στις δεκαετίες του 1970 και 1980 και κτερίσματα των ταφών κατέληξαν στα δίκτυα του διεθνούς παράνομου εμπορίου αρχαιοτήτων. Το 1993 η Ελλάδα πέτυχε μια σημαντική νίκη στον αγώνα κατά της αρχαιοκαπηλίας με τον επαναπατρισμό του Θησαυρού των Αηδονιών, ενός μοναδικού αρχαιολογικού συνόλου, που εκτίθεται σήμερα μαζί με τα ανασκαφικά ευρήματα του νεκροταφείου στο Αρχαιολογικό Μουσείο Νεμέας. Το πρόγραμμα συστηματικής ανασκαφικής έρευνας και ανάδειξης στα Αηδόνια φιλοδοξεί όχι μόνο στην αποτελεσματική προστασία και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς της περιοχής, αλλά και στην συμπλήρωση των πληροφοριών που χάθηκαν από την παράνομη ανασκαφική δραστηριότητα.
Το μυκηναϊκό νεκροταφείο των Αηδονιών συνίσταται σχεδόν αποκλειστικά από θαλαμοειδείς τάφους, οργανωμένους σε συστάδες. Οι θαλαμοειδείς είναι τάφοι λαξευμένοι στο φυσικό βράχο και αποτελούνται από τρία τμήματα: το δρόμο, ένα κατηφορικό διάδρομο που οδηγεί από την επιφάνεια του εδάφους στο στόμιο, την είσοδο δηλαδή του τάφου, που φράσσεται με ακανόνιστα τοποθετημένους λίθους, σφραγίζοντας τον υπόγειο ταφικό θάλαμο.
Κατά τη φετινή ανασκαφική περίοδο στο μεσαίο νεκροταφείο, όπου το 2016 είχε ερευνηθεί ο θάλαμος ενός επιπλέον τάφου, η έρευνα αποκάλυψε το στόμιο και το δρόμο του μνημείου. Στο κατώτερο νεκροταφείο η πρόσφατη έρευνα έφερε στο φως δύο νέους θαλαμοειδείς τάφους. Παρά το γεγονός ότι ο ένας τάφος είχε εξ ολοκλήρου συληθεί στο πρόσφατο παρελθόν, η επιστημονική ανασκαφή του τεκμηρίωσε τη χρονολόγησή του στην ύστερη μυκηναϊκή περίοδο (π. 1350 – 1200 π.Χ.), καθώς και την περιορισμένη διάρκεια χρήσης του μνημείου, ενώ αναδείχθηκε ολοκληρωμένη η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική του μορφή.
Ο δεύτερος τάφος κατασκευάστηκε στην πρώιμη μυκηναϊκή εποχή, χρησιμοποιήθηκε ως τα τέλη της περιόδου και βρέθηκε κάτω από παχύτατες επιχώσεις με κατάλοιπα της αρχαϊκής περιόδου, των ύστερων ρωμαϊκών και των μεσοβυζαντινών χρόνων. Πρόκειται για ένα σημαντικότατο μνημείο που μαρτυρεί την ιστορική αλληλουχία των εποχών στον αρχαιολογικό χώρο των Αηδονιών και η συστηματική ανασκαφή του έρχεται με αυτό τον τρόπο να αποκαταστήσει σημαντικά κενά στην ιστορική έρευνα που έχουν χαθεί οριστικά με τη χρόνια λαθρανασκαφική δραστηριότητα που έπληξε άλλα μνημεία των Αηδονιών.
Οι ενταφιασμοί των νεκρών εντοπίστηκαν σε τρεις λάκκους και στο δάπεδο του θαλάμου. Ο ένας λάκκος είναι μνημειώδης, με μήκος σχεδόν 4 μ. και κάλυψη από ευμεγέθεις πλακοειδείς λίθους, και περιλάμβανε τρεις ταφές. Στο δεύτερο λάκκο βρέθηκαν δύο ακόμη ταφές, η μία κτερισμένη με χάλκινες αιχμές βελών και πέντε εγχειρίδια και μαχαίρια, δύο από τα οποία διέθεταν λαβές επενδεδυμένες με λεπτότατα φύλλα χρυσού, ενώ στο γέμισμα του τρίτου λάκκου βρέθηκαν θραύσματα από δύο ανακτορικούς πιθαμφορείς, δύο μνημειώδη αγγεία με φυτική διακόσμηση, που πιθανώς θα αποκατασταθούν ολόκληρα. Οι ταφές στο δάπεδο ήταν απλούστερα κτερισμένες με πήλινα αγγεία και λίθινα κομβία.
Τα νέα δεδομένα τεκμαίρουν τις περιόδους χρήσης της θέσης στα Αηδόνια και θέτουν τις βάσεις για τη μελέτη των ρόλων που οι ανά διαστήματα κοινότητες διαδραμάτισαν κατά την ανάδυση και την αποσύνθεση διαφορετικών κεντρικών οργανισμών, από τις μυκηναϊκές τοπαρχίες και εν συνεχεία πολιτείες, στην πόλη-κράτος του Φλιούντα, τις εξελίξεις στη ρωμαϊκή επαρχία της Αχαΐας και τον πολιτικό κατακερματισμό της μεσοβυζαντινής περιόδου.
Η ανασκαφική έρευνα διενεργείται από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Κορινθίας υπό τη διεύθυνση του Δρος Κωνσταντίνου Κίσσα με τη συνέργεια του Nemea Center for Classical Archaeology (University of California at Berkeley), διά της Διευθύντριας του και κύριας συνεργάτιδας του προγράμματος, Δρος Kim Shelton.