Σαράντα χρόνια δημοκρατικής παρρησίας δεν στάθηκαν αρκετά για να τη θεωρούμε αυτονόητη, και έτσι μέσα σε όλη μας την ταραχή και το κακό επίμονα πάει κι έρχεται η ιδέα ότι το πανεπιστήμιο πρέπει να είναι χώρος ελεύθερης διακίνησης ιδεών. Το χειρότερο, σαράντα χρόνια τώρα, οι πανεπιστημιακοί χώροι προσφέρουν άσυλο σε φαινόμενα ανομίας και περιστατικά βίας. Ποικίλες φάρες ποικίλων συμφερόντων (;) επελαύνουν κατά καιρούς για να διατρανώσουν, διά λόγου αλλά κυρίως διά ράβδου, τη δική τους εκδοχή για τα ημαρτημένα και διορθωτέα της κοινωνίας, ενώ, από την άλλη μεριά, διακόσιοι τόσοι δάσκαλοι κι εξήντα μαθητάδες στοιβάζουν, όπως τις προάλλες, υπογραφές καλώντας τις δυνάμεις του Καλού (στις οποίες γενναιόδωρα περιλαμβάνουν και το υπουργείο Παιδείας) να πράξουν τα δέοντα προκειμένου να διασφαλιστεί, μεταξύ άλλων, και «ένας χώρος υγιούς καλλιέργειας του πολιτικού διαλόγου».
Κάποτε οι χρόνιες έκρυθμες καταστάσεις και οι εξάρσεις βίας στους πανεπιστημιακούς χώρους οφείλονταν κυρίως στους πιο θερμοκέφαλους μπροστάρηδες των φοιτητικών νεολαιών οι οποίοι ανελάμβαναν να διασκευάσουν για το αμφιθέατρο τις παραστάσεις της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Δεν μοιάζει να είναι αυτό ακριβώς το πρόβλημα σήμερα. Βεβαίως επιβιώνουν, και κατά καιρούς αναρριπίζουν τις δραστηριότητές τους, αρκετοί ακροβολιστές εξωκοινοβουλευτικών τσούρμων με ένα ευρύ φάσμα από ουτοπικές ή δυστοπικές ατζέντες κοινωνικοπολιτικής μεταρρύθμισης και υπαρξιακού αναπροσανατολισμού, αλλά ούτε οι αριθμοί τους ούτε η δυναμική τους συνιστούν επαρκή εξήγηση για την αίσθηση που μοιράζονται πολλοί από μέσα και ένα μεγάλο μέρος του κόσμου απ’ έξω ότι οι πανεπιστημιακοί χώροι απέχουν πολύ από το να εγγυώνται απρόσκοπτη και ειρηνική χρήση από τους φυσικούς δικαιούχους τους.
Αλλά όποια και αν είναι η ερμηνεία του φαινομένου, το αίτημα για «υγιή καλλιέργεια πολιτικού διαλόγου» παραπέμπει ευθέως σε μια δομική στρέβλωση στον τρόπο με τον οποίο κάποιοι αντιλήφθηκαν και αντιλαμβάνονται το πανεπιστήμιο. Πράγματι, δεν υπάρχει ίσως πιο πρόσφορος χώρος από το πανεπιστήμιο για υγιή πολιτικό διάλογο, αρκεί συντονιστής του διαλόγου να είναι το κατ’ εξοχήν πανεπιστημιακό – ουμανιστικό ήθος του αδέσμευτου στοχασμού, της διανοητικής εγρήγορσης, της πλουραλιστικής προσέγγισης της έρευνας και της κοινωνίας της γνώσης.
Είναι αλήθεια ότι μετά την εμπειρία της δικτατορίας αυτό το ήθος ήταν δύσκολη πολυτέλεια για το πανεπιστήμιο της επόμενης μεταπολιτευτικής ημέρας, αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι η πολιτική αυτονομήθηκε πλήρως μέσα στο πανεπιστήμιο, καταχράστηκε τον πανεπιστημιακό χώρο ως αμιγώς πολιτικό εντευκτήριο και ήρθε μοιραία σε αντιπαράθεση με τις άλλες λειτουργίες του πανεπιστημίου τις οποίες, με ένα άλμα πίστεως, τις είδε περίπου ως πέμπτη φάλαγγα του «κατεστημένου». Και, βέβαια, όπου το σύστημα διδασκαλίας ερμηνεύεται αξιωματικά ως διδασκαλία του συστήματος, οι λειτουργοί του δεν μπορεί να είναι παρά πράκτορες μιας ελιτίστικης τάξης πραγμάτων στην υπηρεσία συγκεκριμένων, και πάντως όχι λαϊκών, συμφερόντων. Αν εδώ μπορούμε να διακρίνουμε την παθολογία του λαϊκισμού, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η μεταπολιτευτική περίοδος, και κυρίως ο πρώιμος ανδρεοπαπανδρεϊσμός, δεν έκανε τίποτε για να αναχαιτίσει και έκανε πολλά για να υποθάλψει αυτήν την παθολογία.
Από την άποψη αυτή, ο λαϊκισμός, που ως όργανο πολιτικής χειραγώγησης και κοινωνικό φαινόμενο κατέκλυσε πρόσφατα και συνεχίζει να κατακλύζει τις πρώτες σελίδες της διεθνούς επικαιρότητας, έχει το δικό του παρελθόν στην κοινωνιολογία του ελληνικού πανεπιστημίου. Καλλιεργήθηκε από μια Αριστερά που, εμμονικά εναγκαλισμένη με τον «λαό», είχε εμφατική παρουσία μέσα στο πανεπιστήμιο στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Αντλησε θρεπτικά στοιχεία από νομοθετικά πλαίσια που νοιάζονταν να εξασφαλίσουν τις «δημοκρατικές διαδικασίες» αλλά όχι και τις καταστατικές λειτουργίες του πανεπιστημιακού θεσμού. Καταχράστηκε κατ’ εξακολούθησιν τα περί ασύλου και επωφελήθηκε από αμήχανες και απονευρωμένες πανεπιστημιακές αρχές. Κεφαλαιοποίησε το σιωπηλό μούδιασμα της πλειονότητας των διδασκόντων και διδασκομένων. Και, πάνω απ’ όλα, ήταν πάντα έτοιμος για δυναμική αντίδραση στην περίπτωση που κάποιος από το «ελιτίστικο κατεστημένο» επεσήμαινε τα στραβά του γιαλού ή του αρμενίσματος.
Στην ηπιότερη εκδοχή του, το λαϊκιστικό laissez – faire του πανεπιστημίου γέννησε φαιδρότητες όπως το «δημοκρατικό πέντε», αλλά διαμόρφωσε και μια κλίμακα ασυδοσίας στο τελευταίο σκαλοπάτι της οποίας ελλόχευαν πρακτικές βίας. Και στο σκηνικό αυτό ήταν πολύ εύκολο να συμπρωταγωνιστήσουν και οι εξωπανεπιστημιακές φυλές των μπαχαλάκηδων.
Κάποτε το πανεπιστήμιο ήταν η υψίστη φαντασιακή επένδυση στον δρόμο για οικονομική και κοινωνική άνοδο. Στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο τα κανάτια της θείας από το Σικάγο έσκαγαν κατά προτίμηση μπροστά στα πόδια γιατρών, δικηγόρων και μηχανικών. Αλλά ήρθαν χρόνοι δίσεκτοι και μήνες οργισμένοι και η επένδυση τώρα μοιάζει αμφίβολη και άγονη, κυρίως σε μια κοινωνία που για διάφορους λόγους δεν αξιώθηκε να έχει τις καλύτερες διασφαλίσεις προκειμένου να διαμορφώσει μια στιβαρή και αυτόνομη πεποίθηση για τη σημασία όχι του πτυχίου αλλά της παιδείας. Και μόνο μια τέτοια πεποίθηση θα εξασφάλιζε κατ’ επέκταση ένα μέτρο σεβασμού για τους χώρους και τους οίκους της παιδείας.
Ο λαϊκισμός και οι βίαιες εκτροπές του ευδοκιμούν στο πέρασμα από τη φαντασίωση στην απογοήτευση. Στις συνθήκες αυτές η εξασφάλιση ενός χώρου υγιούς καλλιέργειας του πολιτικού διαλόγου μέσα σε ένα πανεπιστήμιο με ιστορικό λαϊκιστικών εκπτώσεων και στρεβλώσεων δεν είναι, δυστυχώς, ζήτημα ούτε μερικών εκατοντάδων υπογραφών ούτε πειθαρχιστικής παρέμβασης. Το σάπιο μήλο βρίσκεται πιο βαθιά στο καλάθι, αλλά επειδή πανεπιστήμιο και βία είναι έτσι κι αλλιώς αντίφαση καθοσιώσεως, κάλλιο μερικές υπογραφές αγανάκτησης (στις οποίες θα πρόσθετα και τη δική μου) παρά στέρφα σιωπή.
O κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ