Η πρόταση του γραμματέα της ΚΠΕ του ΠαΣοΚ Στέφανου Ξεκαλάκη και του ευρωβουλευτή Νίκου Ανδρουλάκη για ανοικτό συνέδριο, εκλεγμένων σύνεδρων, στο οποίο θα συμμετάσχουν η Ωρα Αποφάσεων, οι Οικολόγοι – Πράσινοι και κυρίως Το Ποτάμι, προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Κατ’ εμέ η πρόταση των δύο αμφισβήτησε την πολιτική τού «κάλλιο επτά και στο χέρι παρά δεκατέσσερα και καρτέρει».
Είχα υποστηρίξει εδώ στο «Βήμα» (5-3-2017) ότι «αν η ΔΗΣΥ θέλει ένα κόμμα το πολύ του 8% προχωρεί σε ένα συνέδριο με τη σημερινή ομοσπονδιακή της μορφή, με αναλογική εκπροσώπηση των συνιστωσών της, με τα σύμβολα και ονόματα των κομμάτων στριμωγμένα το ένα επάνω από το άλλο». Αν όμως θέλει ένα διψήφιο ποσοστό, τότε αφενός οφείλει να επιζητεί όχι μόνο την εκλογική αλλά και την ιδεολογική και προγραμματική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, και επομένως σταματά εδώ και τώρα τις αγαπησιάρικες εκκλήσεις για «εθνική ενότητα» με αυτόν τον σημερινό μη ηττημένο ακόμη ΣΥΡΙΖΑ, εκκλήσεις που τον κρατούν στο κυβερνητικό κάδρο και προχωρεί στη δημιουργία νέου ενιαίου κόμματος, με νέο όνομα, νέο σύμβολο, νέο πρόγραμμα, νέα εκλεγμένα κεντρικά όργανα και ηγέτη που διεκδικεί να είναι κόμμα συνασπισμός εξουσίας. Αυτό στην ουσία της υποστηρίζει και η πρόταση των «δούρειων ίππων» –κατά τη διαρροή «κομματικών κύκλων» –Ανδρουλάκη και Ξεκαλάκη, στον βαθμό που ο εκλεγμένος γραμματέας ενός κόμματος είναι «μη κομματικός».
Η απάντηση στην πρότασή τους ήταν ουσιαστικά η κατάργηση της θέσης του Γραμματέα και του Πολιτικού Συμβουλίου. Δεν γνωρίζω αν το καταστατικό του ΠαΣοΚ δίνει τη δυνατότητα στον εκάστοτε πρόεδρο του κόμματος να προχωρεί σε τέτοιες ενέργειες. Αν τη δίνει, τότε είναι αντιδημοκρατικό καταστατικό και πρέπει να προβληματισθεί αυτό το κόμμα γιατί έχει ένα τόσο αντιδημοκρατικό καταστατικό. Αν αυτό το καταστατικό προβλέπει ότι στις συνεδριάσεις των ανώτερων οργάνων του η απόφαση είναι ταυτόσημη με την εισήγηση της όποιας και οποτεδήποτε ηγεσίας και επομένως οι ψηφοφορίες είναι περιττές, τότε πάλι αυτό το κόμμα πρέπει να προβληματισθεί για την εσωτερική του δημοκρατία. Αυτό όμως είναι εσωτερικό του θέμα και μόνο στις εκλογές γίνεται και θέμα των ψηφοφόρων που το κρίνουν. Αν όμως κάτι τέτοιο δεν υπάρχει στο καταστατικό και όμως η ηγεσία –επαναλαμβάνω το εκάστοτε –προχωρεί στην κατάργηση νόμιμα εκλεγμένων οργάνων, τότε μιλάμε για αντιδημοκρατική εκτροπή.
Ως άνθρωπος που υποστήριζε κάτι σαν το εγχείρημα της Δημοκρατικής Συμπαράταξης από το 1990 –όταν ακόμη δεν είχαν γνωρισθεί οι σημερινοί γονείς της –με ενδιαφέρει αυτό να πάψει να είναι υπόθεση του 7% ή 8% που το ψηφίζει σήμερα και να γίνει υπόθεση της κοινωνίας. Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σ’ ένα κόμμα είναι να αδιαφορεί η κοινωνία για αυτό. Δεν ανησύχησα για το ΠαΣοΚ και τη Σοσιαλδημοκρατία τόσο, όταν ως επιστημονικός διευθυντής του ΙΣΤΑΜΕ είχα τύχει να υβριστώ από αγανακτισμένους «συριζαίους και μη» σε εκδηλώσεις του Ιδρύματος, γιατί το μίσος όλων αυτών σήμαινε ότι αν δεν φοβούνταν τόσο το ΠαΣοΚ φοβούνταν τη δυναμική που μπορούσε κάποια στιγμή να προέλθει από τον κεντροαριστερό χώρο. Σήμερα όμως αν υπήρχε μια κλίμακα αποδοχής ενός κόμματος και το ένα ήταν η αδιαφορία και το 10 το μίσος, πολύ φοβάμαι ότι το μεγάλο ποσοστό για τη ΔΗΣΥ θα συγκεντρωνόταν στο ένα. Πράγμα χειρότερο από το να είναι στο δέκα.
Δεν νομίζω ότι ο Ανδρουλάκης ή ο Ξεκαλάκης χρειάζονται την υπεράσπιση τη δική μου ή οποιουδήποτε τρίτου. Μπορούν να το κάνουν και μόνοι τους. Το ζητούμενο είναι όλος ο χώρος της λεγόμενης Κεντροαριστεράς να προχωρήσει σε ένα συνέδριο, όπως σε γενικές γραμμές το περιέγραφε η πρότασή τους.
Ολα δείχνουν ότι η ΔΗΣΥ δεν αναβάλλει το Συνέδριο που έχει προαναγγείλει για το τέλος Ιουνίου. Αν δεν είχαν υπάρξει οι τελευταίες εξελίξεις αυτό θα μπορούσε να ολοκληρώσει την προγραμματική ενότητα μεταξύ των διαφορετικών κομμάτων, κινήσεων και προσωπικοτήτων που απαρτίζουν τη ΔΗΣΥ. Τώρα υπάρχει εύλογη ανησυχία ότι θα μετατραπεί σε διαδικασία καταδίκης των «δούρειων ίππων» στην οποία θα κληθούν «να συνεισφέρουν» και οι εκτός ΠαΣοΚ. Αν συμβεί όμως κάτι τέτοιο τότε πολύ φοβάμαι πως η χώρα θα ζήσει (αν ζήσει) και χωρίς εγχώρια σοσιαλδημοκρατία. Γι’ αυτό πρέπει αμέσως μετά το εξαγγελθέν Συνέδριο του ΠαΣοΚ να πραγματοποιηθεί, μέχρι το τέλος Νοεμβρίου, συνέδριο ενοποίησης και υπέρβασης του ομόσπονδου χαρακτήρα της ΔΗΣΥ.
Η λεγόμενη αρχή του Pareto υποστηρίζει ότι ένα 20% στοχευμένων μέτρων αρκούν για να πραγματοποιηθεί το 100% ενός σκοπού, το υπόλοιπο 80% υπάρχει για να υπάρχει. Στην περίπτωσή μας η πρόταση των Ανδρουλάκη –Ξεκαλάκη είναι αυτό το 20% που οδηγεί στο 100%. Είναι ένα συνέδριο στο οποίο δεν θα προσκληθούν «όλοι όσοι θέλουν», αλλά ένα συνέδριο στο οποίο οι συμμετέχοντες (ΔΗΣΥ, Ποτάμι, Οικολόγοι, Ανένταχτοι) θα είναι όλοι συνιδρυτές.
Τολμάω, άρα υπάρχω.
Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ