Στη συνεδρίαση της Επιτροπής Διαλόγου για τη Συνταγματική Αναθεώρηση, ο Πρωθυπουργός δήλωσε ότι επιθυμεί την ενεργό συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών σε μια διαδικασία κατά την οποία πρέπει να βρεθεί «μια ισορροπία ανάμεσα στην άποψη ότι οι πολίτες έχουν πάντα δίκιο και σε αυτήν που λέει ότι πρέπει να λένε τη γνώμη τους μόνο μία φορά κάθε τέσσερα χρόνια». Σε μέρες καλπάζοντος λαϊκισμού η συγκεκριμένη διατύπωση είναι προσεκτική και ευπρόσδεκτα «αστική», τουλάχιστον σε σύγκριση με τον φετιχοποιημένο και διάχυτο «λαό» και τη συγκινησιακή «λαϊκή οικογένεια» που ενδημούν αδιατάρακτα και διαχρονικά στην ιδιόλεκτο του Περισσού.
Πάλι σε ζωντανή σύνδεση με τον Πρωθυπουργό: «Σήμερα, 40 και πλέον χρόνια μετά τη μεταπολίτευση, η συζήτηση αφορά την επαναθεμελίωση της Δημοκρατίας. Ειδικά όταν –με αφορμή και την καταστροφική κρίση που αντιμετώπισε η χώρα από το 2010 –ολοένα και πληθαίνουν άλλου είδους απόψεις. Οπως το να εκχωρούνται σημαντικά κομμάτια της πολιτικής σε τεχνοκράτες και να απομονωθούν από τη λαϊκή κυριαρχία (sic)». Μετά την «αποκατάσταση» και την «επανίδρυση», της Δημοκρατίας μας τής μέλλεται άλλη μια κοσμετολογική επέμβαση, η «επαναθεμελίωση», αλλά αυτό μπορούμε να το παρακάμψουμε προς το παρόν γιατί το ενδιαφέρον βρίσκεται παρακάτω.
Ποιες ακριβώς είναι αυτές οι «άλλου είδους απόψεις» δεν διευκρινίζεται επαρκώς. Η νοηματική άρθρωση της πρωθυπουργικής διατύπωσης πρέπει λογικά να παραπέμπει σε απόψεις που αντιστρατεύονται όχι απλώς την επαναθεμελίωση αλλά τη δημοκρατική τάξη καθ’ εαυτήν, και μάλιστα σε εκείνες τις απόψεις που, σύμφωνα με τη διαπίστωση του Πρωθυπουργού, υπέθαλψε η κρίση. Αν ο αναγνώστης-ακροατής καλείται σε συνεργατική ερμηνεία, είναι πολύ πιθανό ότι θα θυμηθεί οικείες εκδοχές αντικοινοβουλευτικής εξέγερσης, με το τσουνάμι της μούντζας και τη μυριόστομη λιτανεία για την αποτέφρωση του βουλευτικού οίκου ανοχής, τους κατά συρροήν και καθ’ έξιν προπηλακισμούς των εκπροσώπων του «ancien régime», το χολερικό υβρεολόγιο για τους «προσκυνημένους» και τους «γερμανοτσολιάδες» –με άλλα λόγια, φαινόμενα, κινήσεις και «απόψεις» που τελικά έφεραν εις εξουσίας κοινωνίαν τον προκαθήμενο της πρώτη φορά Αριστεράς και τον αρειμάνιο μπαϊραχτάρη των ΑΝΕΛ.
Αλλά, βέβαια, είναι εξαιρετικά απίθανο να είχε αυτά κατά νου ο Πρωθυπουργός, ο οποίος στην ίδια συνεδρίαση διαβεβαίωσε ότι «η Δημοκρατία δεν κινδυνεύει από τους πολίτες» και ο οποίος, ως τυπικό παράδειγμα αυτών των «άλλων απόψεων» που υπονομεύουν την «επαναθεμελίωση», δίνει το «να εκχωρούνται σημαντικά κομμάτια της πολιτικής σε τεχνοκράτες και να απομονωθούν από τη λαϊκή κυριαρχία (sic)». Σε αυτή την πρωθυπουργική διατύπωση, η αυτονόητη αίγλη της «λαϊκής κυριαρχίας» κάνει εξ αντιθέσεως υπονομευτές της δημοκρατίας τους τεχνοκράτες, οι οποίοι από μόνοι τους (θα υπέθετε κανείς) δεν είναι ούτε καλοί ούτε κακοί. Σε επίπεδο πολιτικής θεωρίας ο Πρωθυπουργός δεν ελέγχεται σε καταφανή θέση «οφσάιντ», αλλά του διαφεύγει ότι η χώρα στην οποία πρωθυπουργεύει μπορεί να μη βρισκόταν στη θέση που βρίσκεται σήμερα αν οι εκλεκτοί της λαϊκής κυριαρχίας, πριν και τώρα, είχαν βάλει λίγο περισσότερο τεχνοκρατικό νερό στο πολιτικό κρασί τους. Και μάλλον ξεχνάει ότι, επιμένοντας να μεταφράζει τους έξω τεχνοκράτες σε όρους «πολιτικής διαπραγμάτευσης», αυτός και η κυβέρνησή του βρέθηκαν συχνά χαμένοι στη μετάφραση.
Σήμερα, 40 και πλέον χρόνια μετά τη μεταπολίτευση, η ρητορική των πολιτικών ταγών συνεχίζει να ενσωματώνει αμέριμνα «μεταφυσικές» βεβαιότητες σε βάρος του εστιασμένου πραγματισμού: η Συνταγματική Αναθεώρηση δεν θα αρκεστεί να εκσυγχρονίσει αλλά, περίπου παρθενογενετικά, θα θεμελιώσει τη Δημοκρατία, ενώ οι «τεχνοκράτες» και η «λαϊκή κυριαρχία» είναι κουβέντες που κυκλοφορούν με ενσωματωμένη, απολυτοποιημένη και αναμφισβήτητη την απαξία ή την αξία τους. Θα ήταν πολύ στενόχωρο να θυμηθούμε εδώ τον Βιτγκενστάιν και το «τα όρια της γλώσσας μας είναι τα όρια του κόσμου μου». Αντί γι’ αυτό, προτιμώ να αποθησαυρίσω εκείνη την πραγματιστική νότα που κατόρθωσε ο Αλέξης Τσίπρας όταν ακούστηκε να λέει ότι ο λαός δεν είναι πελάτης για να έχει πάντα δίκιο.
O κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ