Η Κάρι Λαμ, η εκλεκτή του Πεκίνου, ορίστηκε την Κυριακή επικεφαλής της κυβέρνησης του Χονγκ Κονγκ από εκλογική επιτροπή, της οποίας τα περισσότερα μέλη ελέγχονται από την Κίνα. Το στρατόπεδο των Δημοκρατικών καταγγέλλει ψηφοφορία-απάτη και εκφράζει τις ανησυχίες του για τις ελευθερίες της πρώην βρετανικής αποικίας.

Είναι ο πρώτος διορισμός επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας μετά την «εξέγερση της ομπρέλας» το 2014. Στη διάρκεια του κινήματος αυτού, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι είχαν κατεβεί στους δρόμους ζητώντας -μάταια- πραγματική και καθολική ψηφοφορία για την εκλογή της κυβέρνησης.

Το ημιαυτόνομο έδαφος του Χονγκ Κονγκ απολαμβάνει θεωρητικά μέχρι το 2047 ελευθερίες που είναι άγνωστες στην ηπειρωτική χώρα, βάσει της αρχής «μια χώρα, δύο συστήματα» που είχε επικρατήσει κατά την μεταβίβαση της κυριαρχίας του από τη Βρετανία στην Κίνα το 1997.

Ωστόσο, 20 χρόνια αργότερα, πολλοί κάτοικοι εκτιμούν ότι το Πεκίνο αυξάνει την επιρροή του σε πολλούς τομείς, όπως η πολιτική, τα μέσα ενημέρωσης και η εκπαίδευση.

Ο επικεφαλής της απερχόμενης κυβέρνησης, ο Λεούνγκ Τσουν-Γινγκ, είναι μισητό πρόσωπο, καταγγέλθηκε από επικριτές του ως μαριονέτα του Πεκίνου. Θα έχει τα ηνία μέχρι τον Ιούλιο.

Η εκλογική επιτροπή αποτελείτο από 1.194 μέλη που εκπροσωπούν ομάδες συμφερόντων -αθλητισμό, τομέα ακινήτων, γεωργία, τέχνες- η πλειοψηφία των οποίων ελέγχεται από την Κίνα. Μόνο το 1/4 αυτών προέρχονται από το δημοκρατικό στρατόπεδο.

«Ψεύτικη δημοκρατία»

Η Λαμ κέρδισε αναμφισβήτητα στην ψηφοφορία με περισσότερες από 700 ψήφους, σύμφωνα με την καταμέτρηση των μέσων ενημέρωσης, έναντι λιγότερων από 400 για τον βασικό αντίπαλό της, τον Τζον Τσανγκ, επίσης πρόσωπο του Πεκίνου που όμως θεωρείται πιο μετριοπαθές.

Η αποτυχία του κινήματος το 2014, η απουσία πολιτικών μεταρρυθμίσεων και αυτό που θεωρείται αυξημένη ανάμιξη του Πεκίνου προκάλεσαν τις εκκλήσεις για την αυτονομία του Χονγκ Κονγκ ή ακόμα την ανεξαρτησία του, προς δυσαρέσκεια του Πεκίνου.

Η Λαμ γίνεται η πρώτη γυναίκα που θα ηγηθεί κυβέρνησης στο Χονγκ Κονγκ. Επικρίνεται από τους δημοκράτες, καθώς είχε υποστηρίξει το σχέδιο των πολιτικών μεταρρυθμίσεων που υποστήριζε το Πεκίνο και είχε προκαλέσει το κίνημα διαμαρτυρίας το 2014.

Το σχέδιο καθίδρυε την καθολική ψηφοφορία για τις εκλογές του 2017. Αλλά οι υποψήφιοι φέρεται να είχαν λάβει το χρίσμα από το Πεκίνο και η αντιπολίτευση είχε κάνει λόγο για «ψεύτικη δημοκρατία». Έκτοτε, η μεταρρύθμιση έμεινε στο ντουλάπι.

Πολλά μέλη της αντιπολίτευσης αμφισβητούν κάθε νομιμότητα της εκλογής.

Έξω από το συνεδριακό κέντρο όπου διεξάγετο η εκλογή, στον κόλπο του Χονγκ Κονγκ, εκατοντάδες διαδηλωτές είχαν συγκεντρωθεί, συμπεριλαμβανομένου του Τζόσουα Γουόνγκ, μορφή της «εξέγερσης της ομπρέλας».

«Καταγγείλετε τον διορισμό από την κεντρική κυβέρνηση, εμείς επιλέγουμε τη δική μας κυβέρνηση» φώναζαν.

Δύσκολη αποστολή

Στο απέναντι στρατόπεδο, υποστηρικτές της Κίνας έπαιζαν στρατιωτική μουσική ανάμεσα σε σημαίες του Χονγκ Κονγκ και της Κίνας.

Υπήρχε και τρίτος υποψήφιος, ο πρώην δικαστής Γου Κουόκ-χινγκ, πιο προοδευτικός.

Η Λαμ θα κληθεί να ενώσει μια βαθιά διαιρεμένη πόλη, με πολλούς νέους να έχουν χάσει την ελπίδα τους στο πολιτικό σύστημα.

Οι μισθοί είναι πολύ χαμηλοί και οι κάτοικοι του Χονγκ Κονγκ δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση σε ακίνητη περιουσία. Η αγορά ακινήτων κινείται από τα εκατομμύρια δολάρια που έρχονται από την ηπειρωτική χώρα και η τιμή ανά τετραγωνικό μέτρο είναι υπέρογκη.

Η Λαμ διαβεβαιώνει ότι θα επικεντρωθεί σε κοινωνικά ζητήματα, όπως η φτώχεια και η στέγαση.

Οι αντίπαλοί της την κατηγορούν ότι θέλει να αποφύγει ενοχλητικά πολιτικά ζητήματα προκειμένου να ευχαριστεί το Πεκίνο, το οποίο, λένε, θα αυξήσει τον έλεγχο επί του εδάφους.

Οι φόβοι τους ενισχύονται από μια σειρά περιστατικών που κλόνισαν την κοινή γνώμη. Το 2015, πέντε βιβλιοπώλες του Χονγκ Κονγκ, γνωστοί για την έκδοση βιβλίων για την πολιτική τάξη στην Κίνα «εξαφανίστηκαν» πριν εντοπιστούν ξανά στην ηπειρωτική χώρα να τελούν υπό κράτηση.

Το 2016, το Κοινοβούλιο της Κίνας απέκλεισε δύο βουλευτές του Χονγκ Κονγκ που τάσσονταν υπέρ της ανεξαρτησίας του εδάφους, έπειτα από την άρνησή τους να ορκιστούν πίστη στο Πεκίνο.