Τα τελευταία χρόνια η Ευρωπαϊκή Ένωση βρέθηκε να βυθίζεται όλο και περισσότερο σε μια μεγάλη κρίση. Μια κρίση πολυεπίπεδη, που είναι ταυτόχρονα οικονομική, δημογραφική, οικολογική, πολιτική και κρίση θεσμών.

Ειδικότερα το ευρωπαϊκό σχέδιο έχει μπλοκάρει λόγω της κρίσης της ευρωζώνης. Είναι πλέον προφανές πως μια νομισματική ένωση δεν μπορεί να λειτουργήσει αν οι οικονομίες των χωρών διαφέρουν πολύ μεταξύ τους, αν δεν υπάρχουν μεταβιβαστικές πληρωμές και κοινή ευθύνη για τα χρέη.

Από τις αναλύσεις των τελευταίων ετών, ξεχωρίζουν δυο διαφορετικά σενάρια αντιμετώπισης της κρίσης, ένα συντηρητικό-διαρθρωτικό και ένα ευρω-ομοσπονδιακό.

Σύμφωνα με τη συντηρητική ανάλυση, πρέπει κανείς να ακολουθήσει σφιχτή νομισματική και δημοσιονομική πολιτική και να υποταχτεί σε αυστηρούς κανόνες για να σταθεροποιήσει τις αγορές. Από την άλλη πλευρά, η ευρω-ομοσπονδιακή ανάλυση υποστηρίζει πρώτα απ’ όλα ότι όλες οι νομισματικές ενώσεις του παρελθόντος κατέρρευσαν όταν δεν μετεξελίχθηκαν σε πολιτική ένωση. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της δεύτερης ανάλυσης, η αντιμετώπιση της κρίσης απαιτεί τη δημιουργία μιας ομοσπονδιακής «κρατικής» οντότητας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η οποία να διαθέτει μια μίνιμουμ οικονομικοπολιτική κυριαρχία.

Με γνώμονα την αναζήτηση εκείνου του μοντέλου λειτουργίας της ΕΕ, που θα προωθήσει το ευρωπαϊκό συμφέρον πέρα από τις εθνικές διαιρέσεις, η ομοσπονδιακή μέθοδος δεν θα μας οδηγήσει άμεσα στη δημιουργία των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, θα μας επιτρέψει όμως να ξαναδουλέψουμε με το τρίγωνο των ευρωπαϊκών θεσμών, την Επιτροπή ως έκφραση του κοινοτικού συμφέροντος, το Συμβούλιο Υπουργών ως εκφραστή των εθνικών συμφερόντων και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ως έκφραση των λαών.

Μόνο μια πολιτική ενοποίηση της ΕΕ θα ακυρώσει την ανάγκη για μια ηγεμονική δύναμη στην Ευρώπη, ένα ρόλο που διαδραματίζει σήμερα η Γερμανία.

H ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία ήταν πάντα μια δύσκολη υπόθεση. Ο Ζακ Ντελόρ έλεγε πως πρέπει να πειστούν γι’ αυτό εκείνοι που, μη έχοντας ζήσει στα μεταπολεμικά χρόνια, έχουν την τάση να θεωρούν την ανάδυση της Ευρωπαϊκής ενοποίησης σαν μια παλιά ιστορία, μια ιδέα που ξεπεράστηκε από τις μεταβολές που μεσολάβησαν έκτοτε.

Τα τελευταία χρόνια η ΕΕ εμφανίσθηκε πολιτικά διαιρεμένη και οικονομικά εξασθενημένη και δεν άκουσε προσεκτικά όσα οι πολίτες προσπάθησαν να πουν. Οι δε πολιτικοί ηγέτες των «28» κρατών της ΕΕ, απέτυχαν να αφηγηθούν την ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως μια ιστορία διάδοσης της ελευθερίας και της αλληλεγγύης.

Όπως σημειώναμε και παραπάνω, η «έλλειψη» της Ευρώπης σημαίνει την «υποχώρηση» της Ευρώπης. Αυτή είναι πράγματι μια παγίδα που η ίδια η Γηραιά Ήπειρος κινδυνεύει να στήσει στον εαυτό της.

Η ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία έχει φτάσει σε οριακό σημείο και υποφέρει από μια κρίση νομιμοποίησης. Η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση εμφανίζεται αποκομμένη από την ευρωπαϊκή κοινωνία και τους πολίτες. Ο καθηγητής Ιωακειμίδης, έχει αναλύσει σε πολλές παρεμβάσεις του, με εύστοχο τρόπο και εύληπτο λόγο την ταυτότητα της κρίσης. Υποστηρίζει πως είναι εντελώς ανεδαφική η ιδέα ότι η μερική ή πλήρης επιστροφή στην κυριαρχία του εθνικού κράτους θα αποτελούσε την απάντηση στις κρίσεις και προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ΕΕ στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Το εθνικό κράτος, από μόνο του έχει περιορισμένες δυνατότητες και μέσα για να επιλύσει τα σύγχρονα περίπλοκα προβλήματα ή για να διαχειριστεί την αυξανόμενη αλληλεξάρτηση. Η επιστροφή στο εθνικό κράτος μπορεί δυνητικά να σημάνει διολίσθηση στις συγκρούσεις και στους «δαίμονες του παρελθόντος», υποστηρίζει ο Π.Ιωακειμίδης και συμπληρώνει πως με αυτόν τον τρόπο θα ακυρωθούν τα σημαντικά επιτεύγματα πολλών δεκαετιών ευρωπαϊκής ενοποίησης και κυρίως το επίτευγμα της ειρήνης και σταθερότητας στην Ευρώπη.[1]

Σήμερα, μετά από μεγάλη καθυστέρηση φαίνεται πως επανέρχεται με διάφορες προτάσεις, το φιλόδοξο σχέδιο της οικονομικής και πολιτικής ένωσης μέσω των σχεδίων για μετεξέλιξη της ευρωζώνης σε Ένωση του ευρώ. Αυτό σημαίνει βέβαια, λιγότερη εθνική κυριαρχία προκειμένου να επιτευχθεί ο μεγαλύτερος δυνατός βαθμός πολιτικής θεσμικής ενοποίησης. Όπως προκύπτει από τα υπό επεξεργασία σχέδια που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, οδηγούμαστε έστω και με καθυστέρηση σε μεγαλύτερο έλεγχο των εθνικών προϋπολογισμών, σε ευρωπαϊκή εποπτεία των τραπεζών, σε κοινή φορολογική πολιτική και σε μεταρρύθμιση των κοινωνικών συστημάτων.

Ενδεικτικά, μπορούμε να αναφέρουμε εδώ την πρόσφατη πρόταση του Ιταλού πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι, για τη μετατροπή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) σε «Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο» και τον διορισμό ενός «υπερυπουργού» Οικονομικών για όλη την Ευρωζώνη, μια ιδέα που φαίνεται να στηρίζεται από τις γαλλικές και γερμανικές κεντρικές τράπεζες. Από την πλευρά του ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ, ζήτησε «δημοσιονομική και κοινωνική εναρμόνιση» στην Ευρωζώνη μετά τα αποτελέσματα του βρετανικού δημοψηφίσματος. Από την πλευρά της η Γερμανία και ειδικότερα ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, δείχνουν προς το παρόν τουλάχιστον να υιοθετούν μια «διακυβερνητική προσέγγιση για την επίλυση των προβλημάτων της Ευρωζώνης. [2]

Η νέα συζήτηση που άνοιξε στην Ευρώπη, ίσως αποτελέσει το απαραίτητο πλαίσιο για την «πολιτικοποίηση» της πολιτικής ώστε να μπορούν να υπάρξουν εκ νέου δυνατότητες, εργαλεία, και κίνητρα για συμμετοχή των πολιτών. Η συζήτηση αυτή πρέπει να κινηθεί σε δυο κομβικά επίπεδα. Στο πρώτο να αναζητηθεί η ενοποίηση της Ευρώπης και η πολιτικοποίηση των οικονομικών, κοινωνικών και οικολογικών λειτουργιών της. Στο δεύτερο επίπεδο πρέπει να επιχειρηθεί η ανοικοδόμηση του κοινωνικού κράτους και η αποκατάσταση της φορολογίας ως εργαλείου ανακατανομής εισοδημάτων, παροχών και κοινωνικών παρεμβάσεων.

Είναι προφανής η ανάγκη για ένα πιο λειτουργικό σύστημα για την Ευρωζώνη, η οποία ούτως ή άλλως αποτελεί μέρος του προβλήματος γιατί είναι μια ατελής οικονομική και νομισματική ένωση χωρών –μελών με διαφορετικά χαρακτηριστικά.

Η συζήτηση για το μέλλον της ΕΕ οδηγεί εκ των πραγμάτων σε μια νέα αλληλεγγύη συμφερόντων σε ευρωπαϊκό επίπεδο που θα συμπληρώνει και δεν θα ακυρώνει το εθνικό συμφέρον.

Σήμερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, καλείται να υπερασπιστεί ιστορικούς και πολιτικούς δεσμούς έναντι μιας αισχρής ιδεολογίας που προσβάλλει ό, τι πέτυχε η Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

*Ο Σωτήρης Ντάλης είναι επ. καθηγητής του Τμήματος Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Από τις εκδόσεις Παπαζήση κυκλοφόρησε το 2016 το βιβλίο του, «Από τις διεθνείς σχέσεις στη διεθνή πολιτική».