Λεονάρντο, Μικελάντζελο, Ραφαέλο. Με αυτά τα τρία ονόματα προικίστηκε από τον πατέρα του, έναν ταλαντούχο ερασιτέχνη ζωγράφο ο οποίος για λόγους βιοπορισμού δούλευε στον ιταλικό σιδηρόδρομο. Εκείνος επέλεξε το πρώτο για να συνοδεύει το επίθετο, Κρεμονίνι, και βάλθηκε να προσδώσει μια αυτόφωτη λάμψη σε αυτό το δεύτερο, ανώνυμο, χαρακτηριστικό της ταυτότητάς του. Επειτα, η μετατόπισή του από τη γενέτειρά του Μπολόνια στην Πάολα της Καλαβρίας του ιταλικού Νότου –πάντα εξαιτίας της δουλειάς του πατέρα του –τον έφερε σε επαφή με το μεσογειακό φως με το οποίο θα έμενε για πάντα δεμένος. Να μια πρώτη εξήγηση για το φαινόμενο που θα παρατηρούνταν πολλά χρόνια μετά, τη δεκαετία του ’80, όταν ως δάσκαλος στην Beaux Arts του Παρισιού θα κατηύθυνε τη δημιουργική όσμωση με μια ολόκληρη στρατιά ελλήνων φοιτητών, ως επί το πλείστον μεταπτυχιακών, οι οποίοι θα γίνονταν ορισμένοι από τους πιο γνωστούς ζωγράφους της χώρας μας (Εδουάρδος Σακαγιάν, Αλέξης Βερούκας, Μαρία Φιλοπούλου, Ειρήνη Ηλιοπούλου, Αννα-Μαρία Τσακάλη, Γιώργος Ρόρρης, Στέφανος Δασκαλάκης κ.ά.). «Ολοι οι μαθητές τον έχουμε πάντα στο μυαλό μας. Ηταν πολύ έντονη η επίδραση που είχε ως δάσκαλος και ως προσωπικότητα πάνω μας» θα πει ο Αλέξης Βερούκας.
«Οι αυθάδειες του ήλιου»


Για του λόγου το αληθές, στις αρχές Σεπτεμβρίου ο Λεονάρντο Κρεμονίνι (1925-2010) θα έχει την τιμητική του σε μια έκθεση που διοργανώνεται στο Ιστορικό Αρχείο – Μουσείο Υδρας από τη διευθύντριά του Ντίνα Αδαμοπούλου και επιμελείται ο Αλέξης Βερούκας. Ο τίτλος της, «Οι αυθάδειες του ήλιου», είναι εμπνευσμένος από ένα από τα 32 έργα (λάδια, έργα σε χαρτί και χαρακτικά) της έκθεσης τα οποία προέρχονται από ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και από αφιερώματα στους μαθητές του. «Είναι ένα έργο το οποίο νομίζω μπορεί να λειτουργήσει αντιπροσωπευτικά και για τα υπόλοιπα που συμπεριλαμβάνονται στην έκθεση» εξηγεί ο Βερούκας. Στον συγκεκριμένο πίνακα ο Κρεμονίνι έχει ζωγραφίσει μια παραλία γεμάτη χρώμα και παιδιά και, μολονότι οι επιρροές του δεν είναι άμεσα ορατές, ενυπάρχουν στον καμβά σαν καλοσχεδιασμένο υδατογράφημα: η μαθητεία του στο πλευρό του «αθόρυβου» μετρ των νεκρών φύσεων με τις μεταφυσικές προεκτάσεις Τζόρτζιο Μοράντι στη Σχολή Καλών Τεχνών της Μπολόνια, η εμβριθής μελέτη της ζωγραφικής της Πομπηίας μέσα από τη διπλωματική του εργασία και οι έντονες μνήμες των εικόνων από τους χρωματισμούς των πετρωμάτων και τις διαστρωματώσεις των βράχων στα ηφαίστεια του Βεζούβιου και της Αίτνας. Φέρνει επίσης στον νου τους λόγους για τους οποίους μια σειρά διανοούμενοι, από τον Αλμπέρτο Μοράβια ως τον Λουί Αλτουσέρ, είχαν γράψει για το έργο του, όπως τους είχε συνοψίσει ένας εξ αυτών, ο Ουμπέρτο Εκο: «Ισως επειδή η ζωγραφική του, αν και άκρως «ζωγραφική» (με τα φαρδιά απλώματα της πάστας, τις γεωμετρικές πολυφωνίες και τα σβησίματα της ματιέρας), παραμένει έντονα φιλολογική και φιλοσοφική: αφηγείται και οργανώνει αμφίσημες αφηγήσεις και υπονοεί μια σειρά συλλογισμών (οπτικών βεβαίως) πάνω στον ρόλο του υποκειμένου, του βλέμματος, της επιθυμίας και της ηδονής». Κατά τ’ άλλα, ο τίτλος «είναι και μια αναφορά στη μικρή αυθάδεια που τολμάω κι εγώ ως επιμελητής» εξομολογείται ο Αλέξης Βερούκας. «Είναι μια ερασιτεχνική αλλά αρκετά παθιασμένη προσπάθεια εκ μέρους μου».
Το πάθος χίλιες φορές


Το «πάθος» και τα παράγωγά του επανέρχονται συχνά στην κουβέντα μας όσο ο Βερούκας μιλάει για τον δάσκαλό του. Κατ’ αρχάς, γιατί χάρη σε αυτό αντέδρασε στην τάση της παγκόσμιας αγοράς στην τέχνη. «Από το ’80 υπήρχε αυτό που έχουμε και σήμερα ως φαινόμενο, η παραγωγή των σταρ στις εκθέσεις, η επανάληψη ονομάτων σε όλα τα μουσεία του κόσμου και στο τέλος η απομάκρυνση από μια τέχνη, τη ζωγραφική, την οποία ο Κρεμονίνι αγαπούσε ιδιαίτερα. Φυσικά οι πίνακές του εμπεριείχαν τα στοιχεία που συντελούν στη δημιουργία ενός σημαντικού έργου τέχνης, καθώς ο ίδιος ήταν μάρτυρας της εποχής του και οι εικόνες του αφορούσαν περισσότερους ανθρώπους πέρα από τον ίδιο τον δημιουργό τους. Και βέβαια είχαν μια ποιότητα. Ο Κρεμονίνι επέμενε στην ελληνορωμαϊκή εικονογραφική καταγωγή και την αισθητική αξία της και έλεγε ότι δεν μπορούμε να βλέπουμε κακή ζωγραφική και να τη δικαιώνουμε μόνο και μόνο επειδή κομφορμίζεται με τα ζητούμενα της μόδας και της αγοράς».
Επειτα το παθιασμένο εκπαιδευτικό του όραμα τον οδήγησε να γίνει καθηγητής σε προχωρημένη ηλικία, στα 58 του, το 1983, χωρίς να συντρέχει κάποια βιοποριστική ανάγκη, τριάντα δύο χρόνια από τότε που πρωτόφτασε στο Παρίσι με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης. Οι σχέσεις που δημιουργούσε με τους μαθητές του ενείχαν το στοιχείο του ίδιου παράφορου συναισθήματος. «Κατάφερνε να δημιουργήσει μια σχέση εξάρτησης μαζί του, σου μετέδιδε το πάθος του από την πρώτη στιγμή, με το βλέμμα του ακόμη ήθελε να καταστήσει μια σίγουρη γέφυρα μαζί σου. Αυτή η στάση εμπεριέχει βέβαια παθολογικά στοιχεία και σαδισμό, αλλά από την άλλη ήταν μια συναναστροφή πολύ έντονη μέσα από την οποία εμείς εξαρτηθήκαμε και μετά έπρεπε να περάσουμε τη διαδικασία απογαλακτισμού. Ο Κρεμονίνι είχε μια μέθοδο πολύ ψυχαναλυτική. Προσπαθούσε να δώσει απαντήσεις σε βασικά ερωτήματα: το γιατί, το τι να ζωγραφίσεις, το πώς θα το ζωγραφίσεις και μετά το πού και το πότε. Ηθελε να τοποθετηθεί ο καθένας από εμάς απέναντι σε αυτό που λέμε γίγνεσθαι της σύγχρονης τέχνης χωρίς να χάσει επαφή με τις δικές του επιθυμίες».
H «σχολή» του Κρεμονίνι


Η συγκέντρωση ελλήνων φοιτητών στο εργαστήριο του Κρεμονίνι στο Παρίσι όπου δίδαξε από το 1983 ως το 1992 ήταν άνευ προηγουμένου. «Ηταν μοναδικό ως φαινόμενο. Βεβαίως τα εργαστήρια της Beax Arts είχαν ανέκαθεν μια πολυπολιτισμικότητα, αλλά η δική μας πλειοψηφία ως ξένων φοιτητών ήταν συντριπτική. Ως φαινόμενο είχε να επαναληφθεί από την εποχή της Σχολής του Μονάχου κάτι αντίστοιχο, από τότε που Ελληνες πήγαιναν να σπουδάσουν την τέχνη της ζωγραφικής κατ’ αποστολή. Προεξάρχων ήταν ο Εδουάρδος Σακαγιάν, ο οποίος έκανε ένα μπαμ με την έκθεσή του στην γκαλερί Ωρα το 1988 και δημιούργησε μια τάση. Μαζεύτηκαν στο τέλος 15 μεταπτυχιακοί φοιτητές με υποτροφίες γύρω από τον Κρεμονίνι. Μόνο τρεις ήμασταν που ξεκινήσαμε από εκεί με τη βασική εκπαίδευση, η Φιλοπούλου, η Τσακάλη και εγώ. Οι υπόλοιποι έρχονταν από την Ελλάδα και τη Σχολή Καλών Τεχνών γιατί ο Κρεμονίνι ήταν συγγενής με τη δική μας εικονογραφική παράδοση. Εμείς βρήκαμε σε αυτόν έναν ευρωπαϊκό δάσκαλο και εκείνος βρήκε σε εμάς «συνενόχους», όπως έλεγε. Ερχόμασταν από την Ελλάδα με κάποια εικονογραφικά κειμήλια τα οποία του ήταν οικεία, τα σεβόταν και τα αγαπούσε». Σχολή στην ελληνική ζωγραφική ωστόσο δεν δημιούργησε, αν και, όπως λέει ο Βερούκας, άφησε πίσω του μια «συνενοχή». «Μπορεί να επηρέασε προς μια κατεύθυνση αρκετούς και να έγινε η αφορμή για μια εμπορική επιτυχία ορισμένων εξ αυτών η οποία δημιούργησε επαναλήψεις. Το καλό που έκανε νομίζω είναι ότι υπάρχει κάτι που να ενώνει καμιά δεκαπενταριά ζωγράφους. Υπάρχει ένα κοινό σημείο αναφοράς και αυτό είναι ο Κρεμονίνι». Τον Δεκέμβριο μάλιστα που μας έρχεται αναμένεται να οπτικοποιηθεί σε ένα αφιέρωμα για τους μαθητές του σε επιμέλεια Ευρυδίκης Τρισόν-Μιλσανή στο Ιταλικό Ινστιτούτο.
Πάντως, και για τον ίδιο τον Κρεμονίνι η Ελλάδα ήταν ένα σημείο αναφοράς. Από το ’80 και μετά περνούσε σχεδόν όλα τα καλοκαίρια του στη χώρα. Ταξίδευε στις Κυκλάδες, στον Μόλυβο αλλά και στη Λευκάδα με τον άλλο μαθητή του, τον Εδουάρδο Σακαγιάν, ενώ ανακάλυψε τις θειούχες αρμονίες που τόσο αγαπούσε στα ηφαίστεια της Νισύρου και της Σαντορίνης. Αλλωστε, «ένιωθε με έναν τρόπο ότι αλληλοδικαιωθήκαμε και μας είχε μια αδυναμία» λέει ο Βερούκας. Παρ’ όλα αυτά, και με όλη την παθιασμένη προσέγγιση της τέχνης του, ο ίδιος ήταν δύσκολος ως άνθρωπος και αυστηρός ως δάσκαλος. «Μόλις λίγο καιρό προτού πεθάνει μίλησε στον ενικό μαζί μου» θα πει. Ηταν το 2010, χρονιά που πραγματοποιήθηκε η πολυπόθητη αναδρομική έκθεσή του στην Αθηναϊδα την οποία προετοίμαζε για χρόνια η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα και διοργάνωσε ο Τάκης Μαυρωτάς. Ενάμιση μήνα μετά θα άφηνε την τελευταία του πνοή, στα 85 του χρόνια. Σαν ειρωνεία της φύσης ή σαν γλυκός αποχαιρετισμός το ηφαίστειο της Ισλανδίας είχε εκραγεί και η τέφρα του είχε γεμίσει την ατμόσφαιρα.
Οι εκδηλώσεις στην Υδρα
Η έκθεση θα εγκαινιαστεί από τον πρέσβη της Ιταλίας κ. Λουίτζι Μαράς στις 3 Σεπτεμβρίου και αποσκοπεί να συστήσει τον Κρεμονίνι σε ένα κοινό που «μπορεί να τον αγνοεί παντελώς ή μπορεί να μην τον έχει ακούσει ποτέ στη ζωή του». Ως κίνητρο λοιπόν για να γίνει η «γνωριμία», ο Δήμος Υδρας σε συνεργασία με την ιταλική πρεσβεία της Αθήνας, το Ιταλικό Ινστιτούτο στην Αθήνα, το Ιστορικό Αρχείο – Μουσείο Υδρας και την Κινηματογραφική Λέσχη του νησιού διοργανώνουν ένα τριήμερο αφιέρωμα με εκδηλώσεις που επικεντρώνονται στις τέχνες και στις γεύσεις της Ιταλίας. Την Παρασκευή 2/9 η διεθνούς φήμης σολίστ Σβετλάνα Καρπουνκίνα θα παρουσιάσει έργα για πιάνο ιταλών συνθετών στον υπαίθριο χώρο θεάτρου και συναυλιών του μουσείου, ενώ και τις τρεις βραδιές που θα διαρκέσουν οι εκδηλώσεις θα προβληθούν ταινίες του ιταλικού νεορεαλισμού επιλεγμένες από τον πρόεδρο της Κινηματογραφικής Λέσχης Λάκη Χρηστίδη και τον σκηνοθέτη και εικαστικό Παναγιώτη Ράππα, ο οποίος επίσης θα συνομιλήσει με τον σκηνοθέτη Θανάση Ρεντζή για το ιταλικό σινεμά (4/9). Παράλληλα οι σεφ των τριών ιταλικών εστιατορίων του νησιού θα δημιουργήσουν πρωτότυπα πιάτα για τους πελάτες τους.

πότε & πού:

«Οι αυθάδειες του ήλιου» στο Ιστορικό Αρχείο – Μουσείο Υδρας, από 3/9 ως 30/10.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ