Οσο ζούσε ο Αλέξανδρος Ιόλας, ο Γιάννης Μπουτάρης πήγαινε συχνά σπίτι του και έπαιζαν χαρτιά. «Είχαμε καλή σχέση, το σπίτι του ήταν η αποθέωση της υπερβολής, να φανταστείς είχε θρόνο στην τουαλέτα του, και επειδή είμαι κι εγώ υπερβολικός σε όλα μου, είχαμε ταιριάξει». Ο νυν δήμαρχος Θεσσαλονίκης έχει ταυτιστεί με την πιο «ροκ» εικόνα έλληνα πολιτικού, αλλά έστω κι έτσι η συγκυρία το έφερε να βρεθούμε σε ένα περιβάλλον που δεν τον έχουμε συνηθίσει. Ακόμη και ο αείμνηστος συλλέκτης και παλιός φίλος του θα άφηνε ένα επιφώνημα ευχάριστης έκπληξης αν τον έβλεπε στην γκαλερί της a.antonopoulou.art στου Ψυρρή, με το τσιγάρο στο χέρι και την προσήνεια που εκπέμπει και από απόσταση, όχι όμως ως επισκέπτη φιλότεχνο, ούτε ως μέλος κάποιου διοικητικού συμβουλίου όπως έχει υπάρξει φέρ’ ειπείν στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, αλλά ως τον «δημιουργό» μιας πρωτότυπης έκθεσης που θα εγκαινιαστεί στα τέλη Σεπτεμβρίου. Δεν είναι κρυφό, ο δήμαρχος αγαπά το κιτς και διαθέτει μια μεγάλη συλλογή με σουβενίρ και αντικείμενα. Πορτρέτα πολιτικών αρχηγών τυπωμένα σε κούπες, αγωνιστικά αυτοκίνητα, δεκάδες αναπτήρες, ζωγραφιστά πιάτα, τασάκια, λυχνάρια, κούκλες ματριόσκα, ευφάνταστα διακοσμημένες φιάλες ποτών είναι, μεταξύ άλλων, οι θησαυροί της συλλογής που μάλλον δεν θα χρειαστεί να ασφαλίσει. 500 περίπου από τα 2.000 αντικείμενα που έχει μαζέψει απ’ όταν την πρωτοξεκίνησε τη δεκαετία του ’80, θα παρουσιαστούν στον χώρο της αθηναϊκής γκαλερί ανά αφηγηματικές ενότητες σε επιμέλεια της Αγγελικής Αντωνοπούλου. Για παράδειγμα, τα πολυάριθμα ζώα (πορσελάνινα, πλαστικά, λούτρινα, ακόμη και μαρμάρινα) θα παραταχθούν σε σειρά μπροστά από έναν καθρέφτη σαν να οδεύουν προς την «Κιβωτό του Νώε». Παράλληλα οι «ένοπλες δυνάμεις», μεταξύ άλλων η πλαστική κούκλα ενός πυροσβέστη, θα επιτηρούν «την ομαλή διεξαγωγή της επιχείρησης» σε αυτό το δυναμικό installation, δείγμα μιας τέχνης «χαμηλής υποστάθμης», η οποία συγκεντρωμένη όπως είναι γοητεύει με το ανεπιτήδευτο της λαϊκότητάς της. Σε μια ειδική κατηγορία με τίτλο «Δώσε τσόντα στον λαό» θα παρουσιάζονται τα αγαλματίδια ηρωίδων του Μίλο Μανάρα, άλλο ένα καρέ σε αυτό το πολυδιάστατο, τρισδιάστατο και απρόβλεπτο «κόμικ στριπ».
Αντικείμενα αυτοσαρκασμού
Εύλογος λοιπόν ο τίτλος της έκθεσης «Το χάος των αναμνήσεων. Αφηγήσεις από τη συλλογή με τα κιτς αντικείμενα του Γιάννη Μπουτάρη». Οσον αφορά το πρώτο του σκέλος, φέρνει αμέσως στο μυαλό αυτό που έγραφε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν και σημειώνει ο επιμελητής Χριστόφορος Μαρίνος στο κείμενο του προλόγου στον κατάλογο της έκθεσης: «Κάθε πάθος συνορεύει με το χάος, όμως το συλλεκτικό πάθος εγγίζει τα όρια του χάους των αναμνήσεων». Ο Γιάννης Μπουτάρης δεν μπορεί να πει με σιγουριά πότε απέκτησε το πρώτο του αντικείμενο. «Θυμάμαι ότι όταν έκανα πολλά ταξίδια στο εξωτερικό χάζευα πάντα στο αεροδρόμιο τα αναμνηστικά. Ξέρεις, ανάλογα με το μέρος που είσαι φτιάχνουν πράγματα που είναι αντιπροσωπευτικά του τόπου, συνήθως κακοφτιαγμένα. Στη Γερμανία μια μπίρα, στην Αμερική έναν ουρανοξύστη. Πάντα έλεγα ότι ο τρόπος που ζω κυριαρχείται από την αισθητική. Ποια αισθητική όμως αφού έχει δύο όψεις; Είναι το όμορφο και το άσχημο. Τα όρια μεταξύ τους έχουν πολύ μεγάλο εύρος. Σύντομα πέρασα από τα αναμνηστικά του τόπου και σε αντικείμενα που τραβούσαν το μάτι γιατί ήταν στα όρια του όμορφου. Για μένα ήταν άσχημα, αλλά για παράδειγμα για τον γερμανό χωριάτη ήταν πανέμορφα. Ετσι άρχισε να λειτουργεί το σύστημα» εξηγεί. Παράλληλα, εκείνη την εποχή κυκλοφόρησε και το βιβλίο «Κάτι το «ωραίον». Μια περιήγηση στην ελληνική κακογουστιά» από τους Φίλους του περιοδικού «Αντί» (1984). Ο αντισυμβατικός οινοπαραγωγός δεν ήταν ο μόνος που διέκρινε στο κιτς μια εναλλακτική ομορφιά. Αλλωστε, σύμφωνα με τη ρήση του αυστριακού καλλιτέχνη Χουντερβάσερ, η οποία αναγράφεται σε μια λευκή πινακίδα της συλλογής, «the absence of kitsch makes our life unbearable» (η απουσία του κιτς κάνει τη ζωή μας αβάσταχτη).
Στην πορεία έγινε ένας παθιασμένος συλλέκτης αλλά χωρίς τη μονομανία ή τη φετιχιστική λατρεία που προσδίδουμε συχνά σε ανθρώπους με συλλογές. Κατ’ αρχάς, δεν υπάρχει κάποιο αντικείμενο που έχει για αυτόν μια ιδιαίτερη σημασία. «Κανένα απολύτως. Το μόνο που έχει σημασία είναι ο αυτοσαρκασμός, κάτι που θεωρώ χαρακτηριστικό μου ούτως ή άλλως». «Δηλαδή, θα ήσασταν σε θέση να την αποχωριστείτε, θα την πουλούσατε;» τον ρωτάω. «Θα τη χάριζα, όπως έχω κάνει κατά καιρούς με θεματικές ενότητες όπως τα τσίγκινα αυτοκινητάκια στο Παιδικό Μουσείο Θεσσαλονίκης» απαντά. Και συμπληρώνει με ένα μικρό μισοειρωνικό χαμόγελο, σαν να μην το πολυπιστεύει: «Αν ερχόταν κάποιος τρελός και μου έδινε ένα σεβαστό ποσό θα το σκεφτόμουν».
Εκθεση «φύρδην μίγδην»
Ορισμένα κομμάτια της συλλογής βρίσκονται στο σπίτι του, άλλωστε όπως λέει του αρέσει να ζει περιτριγυρισμένος από τέτοια αντικείμενα. Τα τσαγερά για παράδειγμα. «Η γυναίκα μου τρελαινόταν να πίνει τσάι και ακολουθούσε όλη την ιεροτελεστία. Κάποια στιγμή άρχισα λοιπόν να της παίρνω δώρα. Για παράδειγμα, ένα τσαγερό-πριγκίπισσα με μεγάλο φουστάνι ή μια ζέβρα, πάντα στα όρια του κιτς, αλλά δεν ήταν τόσο άσχημα, είχαν τη δική τους αισθητική. Κάθε φορά που της έκανα ένα τέτοιο δώρο τής έπαιρνε καμιά βδομάδα για να το χωνέψει. Το συνήθισε όμως και άρχισε να το περιμένει. Δεν το αγάπησε ποτέ όπως εγώ αλλά το ανεχόταν με διασκέδαση μεγάλη»
Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής όμως βρίσκεται στο Κτήμα Κυρ-Γιάννης στο Γιαννακοχώρι Ημαθίας, δίπλα στο πωλητήριο. Ο μακροπρόθεσμος στόχος είναι να εκτεθεί σε έναν πιο ευρύχωρο κτίριο, πάντα εντός του κτήματος, «φύρδην μίγδην» και όχι χωρισμένη σε κατηγορίες, για να «προκαλεί εκπλήξεις» σε όποιον περιδιαβάζει με το βλέμμα τη συλλογή, η οποία έχει γίνει και ένα στοιχείο του brand της επιχείρησης. «Είναι ένα χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς μου και όταν φτιάχνεις κρασιά βάζεις την προσωπικότητά σου» θα πει. Η ιδέα άλλωστε της μόνιμης έκθεσης της συλλογής στο κτήμα του είχε έρθει όταν είχε επισκεφθεί το Σατό Μουτόν Ροτσίλντ στη Γαλλία. «Ο ιδιοκτήτης του μάζευε κεφάλια αρνιών –όχι αληθινά -, από κοσμήματα μέχρι απολαυστικές χοντροκοπιές απ’ όλον τον κόσμο και τα είχε σε προθήκες σε έναν διάδρομο. Σκέφτηκα «γιατί να μην το κάνω κι εγώ;». Αυτός έχει τα πρόβατα, εγώ θα βγάλω τη συλλογή μου στο κτήμα σε προθήκες δίπλα στο πωλητήριο για να τα χαζεύει ο κόσμος και να λέει: «Κοίταξε πού μπλέξαμε»! Το να έχω μια συλλογή και να την κρατάω μόνο για τον εαυτό μου είναι εγωιστικό. Επειτα, όποιος τη δει ή θα γοητευτεί από την εμπειρία ή θα τη σιχαθεί, ο στόχος είναι να συμβούν και τα δύο. Να έχεις και ανθρώπους που δεν έχουν φτάσει στο επίπεδο να μη φοβούνται να πουν: «Αγαπάω και το άσχημο»».
«Είναι μια αφήγηση ζωής»
Ο Γιάννης Μπουτάρης έχει φτάσει αναμφίβολα σε αυτό το επίπεδο και η αλήθεια είναι ότι μάλλον δεν πρέπει να εκπλήσσει κανέναν το αντικείμενο της συλλογής του, ιδίως αν ιδωθεί ως μια μίνι αυτοβιογραφία. «Είναι μια αφήγηση ζωής, αν θέλεις. Γιατί πέρα από τη δουλειά που έκανα, με απασχολούσε και αυτό το πράγμα. Περνούσα καλά βλέποντας, διαλέγοντας, συχνά κάτι για το οποίο οι άλλοι με κορόιδευαν. «Ποπό τι πήρες πάλι!» μου έλεγαν. Από κάποιο σημείο και μετά άρχισαν να μου κάνουν δώρο στις γιορτές μου τα πιο άσχημα αντικείμενα που έβρισκαν, ορισμένα μάλιστα από αυτά είχαν και αξία». Μια «απασχόληση» λοιπόν η οποία αναπόφευκτα αντικατοπτρίζει στοιχεία του ψυχισμού του και της ιδιαίτερης προσωπικότητάς του, η οποία είναι εξάλλου και ένας πολύ βασικός λόγος που μας ιντριγκάρει η συλλογή του. Αλλωστε, το προφίλ του επιτυχημένου επιχειρηματία και δημάρχου ταιριάζει με αυτό που σημειώνουν οι Τζον Ελσνερ και Ρότζερ Κάρντιναλ στο βιβλίο τους «Οι κουλτούρες του συλλέγειν» (1994) και παραθέτει ο Μαρίνος στο κείμενό του: «Το πιο ενδιαφέρον όνειρο είναι να αντισταθείς στα κριτήρια που ενσταλάζονται από τη γενιά και την τάξη σου, και να συλλέγεις ενάντια στα κοινωνικά πρότυπα –να ξεφύγεις από τα καλούπια. Ορισμένες φορές συλλέγει κανείς προκειμένου να μην υποταχθεί στις προσδοκίες της κοινωνίας ή στην ιδέα ότι «ανήκει» κάπου». Ο ίδιος ο Μπουτάρης φωτίζει την προτίμησή του από ένα άλλο φως: «Χρειάζεται να είσαι σίγουρος για τον εαυτό σου, να νιώθεις μια ασφάλεια του τύπου «Δεν με νοιάζει να με κοροϊδέψεις, εγώ ξέρω τι κάνω» ή «Αν καταλαβαίνεις τι εννοώ εγώ με το κιτς, μια χαρά, αν δεν καταλαβαίνεις έχασες». Νομίζω ότι επηρέασε πολύ το σκεπτικό μου και το πρόγραμμα απεξάρτησης που έχω κάνει. Γιατί σε βοηθάει να αποκτήσεις αυτογνωσία και αυτοπεποίθηση για αυτά που πιστεύεις. Αλλά από εκεί και πέρα δεν το έχω αναλύσει ιδιαίτερα και ούτε με ενδιαφέρει να το κάνω».
Η κακογουστιά των ελληνικών πόλεων
Τι συμβαίνει όμως με τα όρια του όμορφου και του άσχημου, όταν μιλάμε για τις συνήθως πανάσχημες ελληνικές πόλεις; «Η αισθητική που έχεις μέσα στο σπίτι σου είσαι εσύ, η αισθητική που έχεις έξω από το σπίτι σου είναι ο κόσμος που ζεις. Είναι εγωιστικό να πεις ότι «θέλω τα πράγματα έξω να είναι όπως μέσα στο σπίτι μου». Μπορείς να περπατάς μέσα στο χάος και να ανακαλύπτεις ομορφιές παντού μέσα στην ασχήμια. Οταν βλέπω έναν τύπο να οδηγεί ένα φορτηγάκι με σαγιονάρα, σορτσάκι και την κοιλιά πεταμένη έξω λες και θα γεννήσει την επόμενη εβδομάδα, αυτό παραείναι κιτς. Αλλά υπάρχει, και πρέπει να το δεχθείς και να το δεις από άλλο μάτι. Σε αυτόν μπορεί να αρέσει να είναι έτσι ή να μη δίνει σημασία ή να το διασκεδάζει κιόλας. Εχει να κάνει και με την αποδοχή με το πολύ διαφορετικό» θα πει, αλλά θα διευκρινίσει ότι «χρειαζόμαστε μια καινούργια αντίληψη για το πώς πρέπει να είναι οι ελληνικές πόλεις. Ο τρόπος που είναι χτισμένες σε κάνει να σιχαίνεσαι το περιβάλλον σου, δεν υπάρχουν δημόσιοι χώροι, πλατείες, δρόμοι. Αυτό δεν διορθώνεται, εκτός κι αν πάρεις την απόφαση να πεις ότι σε ένα τετράγωνο θα γκρεμίσεις μια πολυκατοικία για να δημιουργήσεις κοινόχρηστους χώρους».
Τι συμβαίνει όμως με τα όρια του όμορφου και του άσχημου, όταν μιλάμε για τις συνήθως πανάσχημες ελληνικές πόλεις; «Η αισθητική που έχεις μέσα στο σπίτι σου είσαι εσύ, η αισθητική που έχεις έξω από το σπίτι σου είναι ο κόσμος που ζεις. Είναι εγωιστικό να πεις ότι «θέλω τα πράγματα έξω να είναι όπως μέσα στο σπίτι μου». Μπορείς να περπατάς μέσα στο χάος και να ανακαλύπτεις ομορφιές παντού μέσα στην ασχήμια. Οταν βλέπω έναν τύπο να οδηγεί ένα φορτηγάκι με σαγιονάρα, σορτσάκι και την κοιλιά πεταμένη έξω λες και θα γεννήσει την επόμενη εβδομάδα, αυτό παραείναι κιτς. Αλλά υπάρχει, και πρέπει να το δεχθείς και να το δεις από άλλο μάτι. Σε αυτόν μπορεί να αρέσει να είναι έτσι ή να μη δίνει σημασία ή να το διασκεδάζει κιόλας. Εχει να κάνει και με την αποδοχή με το πολύ διαφορετικό» θα πει, αλλά θα διευκρινίσει ότι «χρειαζόμαστε μια καινούργια αντίληψη για το πώς πρέπει να είναι οι ελληνικές πόλεις. Ο τρόπος που είναι χτισμένες σε κάνει να σιχαίνεσαι το περιβάλλον σου, δεν υπάρχουν δημόσιοι χώροι, πλατείες, δρόμοι. Αυτό δεν διορθώνεται, εκτός κι αν πάρεις την απόφαση να πεις ότι σε ένα τετράγωνο θα γκρεμίσεις μια πολυκατοικία για να δημιουργήσεις κοινόχρηστους χώρους».
πότε & πού:
Η έκθεση «Το χάος των αναμνήσεων. Αφηγήσεις από τη συλλογή με τα κιτς αντικείμενα του Γιάννη Μπουτάρη» στην γκαλερί a.antonopoulou.art (Αριστοφάνους 20, Ψυρρή) θα εγκαινιαστεί στις 23 Σεπτεμβρίου.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ