Φθάσαμε, λοιπόν, ως χώρα στον πάτο. Πρωτίστως οικονομικά, αλλά η οικονομική χρεοκοπία αποκάλυψε και τις άλλες πτυχές της ένδειας. Αναρωτιόμαστε συχνά τι θα μας βγάλει από την κατάστασή μας, ποιος μπορεί να μας τραβήξει μπροστά, όχι προσωρινά με κάποια πρόχειρα μερεμέτια ή ξένα δάνεια, αλλά πιο μόνιμα, πιο σταθερά. Και στρέφουμε το βλέμμα στους νέους περιμένοντας απ’ αυτούς μια νέα πνοή, μια αναζωογονητική και δημιουργική δύναμη. Ελπίζουμε πως η νέα γενιά μπορεί να χτίσει μια καλύτερη Ελλάδα, πιο σύγχρονη, πιο παραγωγική, πιο δίκαιη, πιο σίγουρη για τον εαυτό της, με περισσότερη ελευθερία και ισότητα. Αλλά μπορεί; Ποιους νέους έχουμε εμείς ετοιμάσει ως γονείς και ως δάσκαλοι, ως ελληνική πολιτεία; Μπορούν να ανταποκριθούν στις προσδοκίες μας, μπορούμε να βασιζόμαστε σε αυτούς για μια νέα προοπτική; To ζήτημα αποκτά περισσότερο ενδιαφέρον με τη σχεδιαζόμενη ψήφο στα 17 αλλά και τις συγκρίσεις εκλογικής συμπεριφοράς των νέων στην Ελλάδα και στη Βρετανία, στο πρόσφατο δημοψήφισμα.
Αμέσως μετά τη δικτατορία, η νέα γενιά, κυρίως οι φοιτητές, με το φωτοστέφανο του Πολυτεχνείου, συμπλήρωσαν με τα προβεβλημένα στελέχη τους το σκηνικό του παλαιού συστήματος και, στη συνέχεια, εμπέδωσαν και κληροδότησαν μία κουλτούρα διαμαρτυρίας, αριστερής οίησης και εύκολης βεβαιότητας, επιφανειακής σχέσης με τα γράμματα και βαθιάς στήριξης σε στερεότυπα και κοινοτοπίες, νέες και παλαιές. Βγαίνοντας από τη σκοτεινιά της δικτατορίας που ρήμαξε τα πανεπιστήμια και έκλεισε διανοητικούς ορίζοντες, η πρωτοπορία των νέων της εποχής βρήκε στήριξη σε προδικτατορικές αυθεντίες αλλά και σε όσα έρχονταν αποσπασματικά και κακοχωνεμένα, αλλά γυαλισμένα και θελκτικά, από το εξωτερικό. Διάβαζαν από άτακτες και πρόχειρες μεταφράσεις κάθε τι μαρξίζον ή μαρξιστικό, τις περισσότερες φορές όχι για να καταλάβουν ή να σκεφθούν αλλά για να νικήσουν σε μια κομματική αντιδικία ή να φιλοτεχνήσουν ένα προφίλ που μπορούσαν να πουλήσουν πολιτικά και προσωπικά. Τα πανεπιστήμια παραδόθηκαν στην κομματοκρατία. Οι φοιτητοπατέρες και οι συνδικαλιστές αλώνιζαν και οι καθηγητές, που στη μεγάλη τους πλειονότητα είχαν σιωπήσει επί της εθνοσωτηρίου και είχαν πλέον στις τάξεις τους τους παλαιούς βοηθούς, είτε συνωστίζονταν στους διαδρόμους και τις παρυφές της εξουσίας είτε έκαναν τους κομματικούς γκουρού. Αυτά, κάπως σχηματικά –και γι’ αυτό ίσως άδικα -, στην πιο κινητική επιφάνεια. Κάτω από την επιφάνεια, λίγοι καλοί, φοιτητές και καθηγητές, έκαναν τη δουλειά τους και οι περισσότεροι απλώς επιβίωναν. Οι σπουδαγμένοι στο εξωτερικό, και κατά τεκμήριο πιο στιβαροί ακαδημαϊκά, κρατήθηκαν με ασφάλεια απ’ έξω.
Οι φοιτητές έπαιρναν το πτυχίο τους χωρίς πολύ κόπο, και κυρίως χωρίς σοβαρό διάβασμα, για να βρουν στη συνέχεια δουλειά μόνο με το χαρτί. Είχαμε δηλαδή λίγους που ελίσσονταν αποτελεσματικά, χωρίς βάρος και έρμα, στην επιφάνεια της δημόσιας ζωής και πολλούς που απλώς περνούσαν τα γρανάζια του εκπαιδευτικού συστήματος. Εμπαιναν στα πανεπιστήμια παπαγαλίζοντας, περνούσαν τα μαθήματα με τα sos και έμπαιναν στη συνέχεια στις τάξεις της δημόσιας εκπαίδευσης ως δάσκαλοι για να μεταφέρουν συνήθως φτωχές γνώσεις. Αφού το χαρτί ήταν ο μόνος στόχος, τα συγγράμματα – μέσα πλουτισμού για ορισμένους καθηγητές –ήταν, κατά κανόνα, πρόχειρα, συχνά αντιγραμμένα, χωρίς ακαδημαϊκό έλεγχο και ενημέρωση, ενώ τα προγράμματα σπουδών αποτέλεσμα συμβιβασμών συσχετισμών ισχύος. Κανένα μέτρο αριστείας και κανένας σοβαρός κανόνας ορθότητας, έστω και λανθασμένος, δεν μπορούσε έτσι να οικοδομηθεί και έμενε να κυριαρχεί μια βολική συντηρητική αδράνεια και ένας καιροσκοπικός νεωτερισμός.
Μπορούμε να ελπίζουμε στη σημερινή νέα γενιά; Οι πιο πολλοί προσπαθούν σ’ ένα περιβάλλον εγκατάλειψης. Καταλαβαίνουν πλέον ότι η παλαιά αμεριμνησία δεν θα τους πάει μακριά. Αλλά δεν έχουν υποστήριξη. Το σύστημα κοιτάζει αλλού, πώς θα κρατηθεί και θα επιβιώσει. Οσοι αντέξουν θα στραφούν στο εξωτερικό αναζητώντας προσωπικές λύσεις. Αλλά με τη χώρα τι γίνεται; Τι έχει καταλάβει η νέα γενιά και τι μπορεί να κάνει; Με κίνδυνο να θεωρηθεί ηλικιακή γκρίνια, θα έλεγα ότι δυστυχώς όχι παρά πολλά, όπως φαίνεται π.χ. από την εκλογική της συμπεριφορά. Οι νέοι είναι ακόμη εγκλωβισμένοι στον παλαιό τρόπο σκέψης. Οι πιο ανήσυχοι από αυτούς, αυτοί που δεν νοιάζονται μόνο για το στενό προσωπικό τους συμφέρον, ακολουθούν κατά βήμα τους προηγούμενους. Η δική τους, σημερινή «ανατρεπτικότητα» είναι μιμητική, ξέπνοη, επιδεικτική. Οπως παλαιά έτσι και τώρα, οι θεσμοί δεν έχουν κύρος γι’ αυτούς και αναζητούν έξω από αυτούς μια επαναστατικότητα ίδια με την παλιά, χωρίς υποψία κριτικής, χωρίς αμφισβήτηση, αδιαφορώντας για όσα μεσολάβησαν, παρακάμπτοντας και πάλι την ουσία. Δεν μελετούν αλλά ενημερώνονται πρόχειρα. Διαβάζουν τα ίδια, λίγο πολύ, βιβλία (έχει προστεθεί ο Ζίζεκ με τον Μπαντιού) χωρίς βάσεις, χωρίς συγκρότηση. Ενα πασάλειμμα προοδευτισμού που θα μείνει μετά σαν βερνίκι. Το σφάλμα δεν είναι πρωτίστως δικό τους. Είναι των μεγαλύτερων που ούτε έναν σοβαρό αντίπαλο δεν κατάφεραν να στήσουν απέναντί τους. Ενας πνιγηρός χυλός που μαγειρεύεται επί χρόνια από νέους και μεγαλύτερους τόσο από τη συντηρητική όσο και από την προοδευτική-αριστερή παράταξη στην πολιτική αλλά και στην παιδεία, σκεπάζει κάθε απόπειρα ειλικρινούς αυτογνωσίας και ανανέωσης.
Μακρινή ελπίδα μια νέα αρχή για μια εκπαίδευση ουσίας (που δεν έχει σχέση με τα φληναφήματα της κυβέρνησης), η οποία θα θέτει στόχους αξιολογήσιμους και θα βοηθήσει τη χώρα να αποκτήσει χαρακτήρα και να αναπτυχθεί. Στο επίκεντρο θα είναι οι νέοι και, στυλοβάτες αυτής της προσπάθειας, οι ευσυνείδητοι εκπαιδευτικοί που προσπαθούν χρόνια μόνοι.
Η κυρία Βάσω Κιντή είναι καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ