Με πρόσφατη ανακοίνωσή της, η διοίκηση του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου χαιρετίζει την απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού για «πλήρη και με αναδρομική ισχύ, εφαρμογή του άρθρου 8 του Ν. 3905/2010 σχετικά με την υποχρέωση των τηλεοπτικών σταθμών και των εταιρειών τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών να επενδύουν το 1,5% των ακαθάριστων εσόδων ή των ετήσιων ακαθάριστων διαφημιστικών εσόδων τους σε κινηματογραφικές παραγωγές, ανεξαρτήτως της ύπαρξης κερδών ή μη.»

Μάλιστα, σε επιστολή σταλμένη τον περασμένο Απρίλιο από το Ε.Κ.Κ. στο ΥΠΠΟΑ, υπάρχει πρόταση του Ε.Κ.Κ. για διασφάλιση της απόδοσης του 1,5% από τους τηλεοπτικούς σταθμούς μέσω ποινικής ρήτρας. Το Ε.Κ.Κ. επισημαίνει βεβαίως το παράδοξο που υπάρχει στο γεγονός ότι αυτή η πανηγυρική «νίκη» αφορά την διαφαινόμενη εφαρμογή ενός νόμου ο οποίος έχει ψηφιστεί εδώ και… έξι (!) χρόνια. «Θεωρούμε λοιπόν ότι έχει ιδιαίτερη σημασία και η συμπληρωματική δέσμευση του Υπουργού ότι στο εξής η τήρηση του συγκεκριμένου νόμου θα παρακολουθείται απαρέγκλιτα, σύμφωνα με τις νόμιμες διαδικασίες» αναφέρεται στην ανακοίνωση.
Στην ανακοίνωση του Ε.Κ.Κ. γίνεται επίσης αναφορά για την επαναφορά του ειδικού φόρου επί των κινηματογραφικών εισιτηρίων. Πρόκειται για ένα από τα πρώτα αιτήματα που διατυπώθηκαν από το νέο Δ.Σ. του Ε.Κ.Κ. τόσο στον Υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού, όσο και στον Υπουργό Επικρατείας, στην παραπάνω σχετική επιστολή στις 13 του περασμένου Απριλίου. Θυμίζουμε ότι ο ειδικός φόρος είναι η βασική πηγή χρηματοδότησης της ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής σε μια εξαιρετικά δύσκολη για αυτήν περίοδο .
«Η διοίκηση του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου δεν είναι διατεθειμένη να διαχειριστεί τη φτώχεια, χαρίζοντας τον πλούτο σε οικονομικά συμφέροντα που περιφρονούν τους κανόνες ισονομίας» αναφέρει χαρακτηριστικά η ανακοίνωση. «Μέσα σε ένα περιβάλλον οικονομικής ασφυξίας για την ελληνική κινηματογραφική παραγωγή και ανεργίας χωρίς προηγούμενο για τους εργαζόμενους στον κλάδο, ο ελληνικός κινηματογράφος πρέπει και θα μείνει ζωντανός μέσω της υγιούς λειτουργίας της αγοράς, όχι μόνο ως βαριά βιομηχανία, αλλά και ως τεκμήριο της εποχής του, ως αισθητική και πολιτική πρόταση.»