Η διαφθορά καλά κρατεί σε όλον τον κόσμο και στην Ελλάδα, στην οποία όμως παρουσιάστηκαν σημάδια υποχώρησης. Τα επίπεδα της διαφθοράς παραμένουν αμείωτα: σε διεθνές επίπεδο, 39% αναφέρει ότι η διαφθορά είναι διαδεδομένη στη χώρα του, σύμφωνα με τη 14η παγκόσμια έρευνα απάτης 2016 της ΕΥ «Εταιρικά παραπτώματα – ατομικές συνέπειες», ακριβώς το ίδιο ποσοστό που καταγράφηκε στην αντίστοιχη έρευνα του 2014. Στην Ελλάδα όμως υπάρχει βελτίωση, όπου το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται σε 62%, αισθητά μειωμένο σε σχέση με το 71% του 2014 (και το 69% της ενδιάμεσης έρευνας του 2015).
Σημειώνεται ότι η έρευνα, η οποία διεξήχθη μεταξύ Οκτωβρίου 2015 και Ιανουαρίου 2016 σε σχεδόν 3.000 ανώτερα στελέχη επιχειρήσεων από 62 χώρες, αναδεικνύει τη συντριπτική σύμπραξη των επιχειρήσεων για ενισχυμένη διαφάνεια στο ποιος τελικά κατέχει και ελέγχει τις εταιρείες με τις οποίες συνεργάζονται, με 91% των στελεχών να αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα της εξακρίβωσης του απώτερου δικαιούχου των εταιρειών με τις οποίες συναλλάσσονται. Στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό είναι υψηλότερο από τον παγκόσμιο μέσο όρο και φτάνει το 96%.
Ο κ. Γιάννης Δρακούλης, επικεφαλής του τμήματος Ερευνών Οικονομικής Απάτης και Εταιρικών Αντιδικιών της ΕΥ Ελλάδας, σχολιάζει: «Οι επικεφαλής των επιχειρήσεων θα πρέπει να επικεντρώνονται σε μια πιο ενδελεχή αξιολόγηση των πελατών, συνεργατών και προμηθευτών τους. Η ενίσχυση της διαφάνειας βρίσκεται χωρίς αμφιβολία στο επίκεντρο του ευρύτερου δημόσιου ενδιαφέροντος».

Ωστόσο η ενίσχυση της διαφάνειας είναι μία μόνο πτυχή της λύσης ενός προβλήματος που δεν παρουσιάζει σημάδια κάμψης. Συνολικά, 39% των ερωτηθέντων διεθνώς πιστεύει ότι η δωροδοκία και οι πρακτικές διαφθοράς είναι ευρέως διαδεδομένες στη χώρα τους, ποσοστό αμετάβλητο με το 39% το 2014 και το 38% το 2012. Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό φθάνει το 62%, υψηλότερο ακόμη και από το ποσοστό που αναφέρεται στις αναδυόμενες αγορές αλλά αισθητά μειωμένο σε σχέση με το 71% που καταγράφηκε στην αντίστοιχη έρευνα του 2014 και το 69% της ενδιάμεσης έρευνας του 2015.
Πάντως οι ρυθμιστικές αρχές αναγνωρίζουν την απειλή που συνιστούν η δωροδοκία και η διαφθορά για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο βρίσκεται ήδη υπό πίεση, και εντείνουν τη διασυνοριακή συνεργασία για να λογοδοτήσουν οι υπεύθυνοι για παράνομες πράξεις. Η συντριπτική πλειονότητα των ερωτηθέντων φαίνεται να στηρίζει τις προσπάθειες αυτές, με το 83% να συμφωνεί ότι η δίωξη των ατόμων που ευθύνονται θα συμβάλει στην αποτροπή φαινομένων απάτης, δωροδοκίας και διαφθοράς στο μέλλον. Η Ελλάδα υστερεί σε αυτό το ερώτημα, καθώς μόνο το 74% των ερωτηθέντων ενστερνίζεται αυτή τη θέση.
Είναι σαφές ότι τα στελέχη που είναι υπεύθυνα για την ηθική των εταιρειών και τη συμμόρφωση αυτών αντιμετωπίζουν μια σημαντική πρόκληση αν θέλουν να προφυλάξουν τις επιχειρήσεις τους από τον έλεγχο των διωκτικών αρχών. Μεταξύ άλλων, αυτό απορρέει και από το γεγονός ότι 42% των ερωτηθέντων διεθνώς παραδέχεται ότι θα μπορούσε να δικαιολογήσει αντιδεοντολογικές συμπεριφορές προκειμένου να επιτύχει τους χρηματοοικονομικούς στόχους και 16% των υπαλλήλων οικονομικών διευθύνσεων ότι είναι έτοιμοι να δικαιολογήσουν την πληρωμή με μετρητά προκειμένου να κερδίσουν ή να διατηρήσουν μια εταιρική συμφωνία. Για την Ελλάδα, 36% των στελεχών που μετείχαν στην έρευνα, έναντι 13% στο σύνολο όλων των ερωτηθέντων της έρευνας, αναφέρει ότι θα δικαιολογούσε μια δωροδοκία υπό τη μορφή πληρωμής μετρητών αν θα βοηθούσε την επιχείρησή τους να επιβιώσει στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης.
Η έρευνα επίσης αναδεικνύει ότι στις αναδυόμενες αγορές επικρατεί η αντίληψη ότι τα άτομα που ευθύνονται για τη διαφθορά δεν λογοδοτούν, με το 70% των ερωτηθέντων στη Βραζιλία και το 56% στην Αφρική και στην Ανατολική Ευρώπη να πιστεύει ότι ενώ οι κυβερνήσεις είναι πρόθυμες να ασκήσουν διώξεις δεν είναι ικανές να εξασφαλίσουν καταδικαστικές αποφάσεις. Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό είναι 56%, αισθητά υψηλότερο από το 45% που καταγράφεται στη Δυτική Ευρώπη αλλά και το 51% στις αναδυόμενες αγορές.
Ο κ. Γιάννης Δρακούλης σημειώνει: «Οι επιχειρήσεις παραμένουν εκτεθειμένες σε μεγάλους κινδύνους εξαιτίας των παράνομων ενεργειών μιας μικρής μειοψηφίας εργαζομένων. Καλύτερη χρήση της τεχνολογίας και των μέσων που αυτή προσφέρει είναι σίγουρα κομμάτι της απάντησης στην καταπολέμηση της εταιρικής απάτης. Περισσότερα μπορούν να γίνουν για να αξιοποιηθεί η εγκληματολογική ανάλυση δεδομένων, ώστε να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι αυτοί και να βελτιωθεί η συμμόρφωση».

Σημειώνεται ότι η επέκταση σε νέες αγορές αποτελεί προτεραιότητα για τις περισσότερες επιχειρήσεις, ωστόσο η επέκταση αυτή συνοδεύεται με νέους, λιγότερο γνωστούς και αναγνωρισμένους κινδύνους. Η έρευνα δείχνει ότι οι επιχειρήσεις συχνά αποτυγχάνουν να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να ανταποκριθούν και να μειώσουν την έκθεσή τους στους νέους κινδύνους:
n Ενας στους πέντε δεν αναγνωρίζει τα τρίτα συνεργαζόμενα μέρη ως μέρος των ελέγχων δέουσας επιμέλειας κατά της διαφθοράς. Ενώ στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό είναι ιδιαίτερα υψηλό, με πάνω από τους μισούς να αγνοούν τα τρίτα μέρη στους ελέγχους τους.
n Ενας στους τρεις παγκοσμίως και δύο στους τρεις στην Ελλάδα δεν αξιολογούν τους κινδύνους διαφθοράς σε σχέση με τον συγκεκριμένο κλάδο ή τη χώρα προτού προχωρήσουν σε επενδύσεις.
n Μόνο οι μισοί χρησιμοποιούν τεχνολογίες, όπως εγκληματολογική ανάλυση δεδομένων, ώστε να εντοπίσουν και να μετριάσουν τους κινδύνους απάτης και διαφθοράς.
Ακόμη, οι συμμετέχοντες στην έρευνα αναφέρουν μια σειρά από εμπόδια στη χρήση σημαντικών πηγών πληροφόρησης τυχόν ανάρμοστων συμπεριφορών, όπως τα κανάλια ανώνυμων καταγγελιών (hotlines): 18% αναφέρει ότι η αλληλεγγύη στους συναδέλφους θα τους απέτρεπε από το να αναφέρουν ένα περιστατικό απάτης, δωροδοκίας ή διαφθοράς, ενώ 19% παραθέτει την αφοσίωση στην εταιρεία ως αποτρεπτικό παράγοντα. Στην Ελλάδα και τα δύο αντίστοιχα ποσοστά διαμορφώνονται στο 16%, χαμηλότερα από το διεθνές δείγμα αλλά υψηλότερα από τα ποσοστά που καταγράφονται στη Δυτική Ευρώπη (10% και 12% αντίστοιχα).

HeliosPlus