Ας το παραδεχθούμε: όποτε ακούμε τον Μπαν Κι Μουν, τον νοτιοκορεάτη γενικό γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), να απευθύνει κατά καιρούς ανθρωπιστικές εκκλήσεις προς πάσα κατεύθυνση, αναρωτιόμαστε προς στιγμήν αν υπάρχει πιο μάταιη θεσμική θέση από τη δική του στον πλανήτη. Είναι όμως γεγονός ότι δύσκολα θα διαφωνούσαμε με την ακόλουθη διαπίστωση: «Δεν πρέπει να είναι πολλοί όσοι πιστεύουν ότι ο κόσμος θα ήταν καλύτερος αν εξαφανίζονταν τα Ηνωμένα Εθνη (ΗΕ), αλλά λίγοι πλέον έχουν εμπιστοσύνη σε αυτά» γράφει ο Βρετανός Μαρκ Μαζάουερ, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης, συμπυκνώνοντας ένα πρόβλημα που σχετίζεται με την επιρροή και την αποτελεσματικότητα. Το βιβλίο του υπό τον τίτλο «Το μαγεμένο παλάτι των Εθνών: Το τέλος της αυτοκρατορίας και οι ιδεολογικές αφετηρίες του ΟΗΕ» (εκδόσεις Αλεξάνδρεια, μτφρ. Κώστας Κουρεμένος), το οποίο εκδόθηκε πρόσφατα στην ελληνική γλώσσα αλλά προηγήθηκε του αρκούντως απαισιόδοξου «Κυβερνώντας τον κόσμο: Η ιστορία μιας ιδέας» (2013, εκδόσεις Αλεξάνδρεια), μας βοηθά να προβληματιστούμε σοβαρά (χωρίς αφορισμούς και χωρίς εξιδανικεύσεις) για τη μελλοντική θέση των Ηνωμένων Εθνών μέσα στο διεθνές σύστημα. Κάτι που, κατά τη γνώμη του, δεν μπορεί να γίνει ακριβοδίκαια αν πρώτα δεν κατανοήσουμε το παρελθόν του διεθνούς οργανισμού. «Τα ΗΕ ποτέ δεν έφθασαν να ανταποκριθούν στις προσδοκίες των ανθρώπων, εν μέρει επειδή οι προσδοκίες αυτές ήταν συχνά πολύ διαφορετικές μεταξύ τους και εν μέρει επειδή οι ίδιες οι προσδοκίες ήταν πάντοτε τόσο υψηλές. Από την άλλη μεριά όμως, αναρωτιέμαι, σε ποιο σημείο θα βρισκόμασταν τώρα χωρίς αυτά; Συμβολικά η ύπαρξή τους στέλνει προς όλους μας (επειδή είμαστε όλοι μαζί σε αυτό) ένα μήνυμα αποφασιστικής σημασίας, το οποίο σήμερα –με τα ιδιαιτέρως οξυμένα προβλήματα που αντιμετωπίζονται καλύτερα όταν αντιμετωπίζονται συλλογικά, σκεφθείτε λ.χ. την κλιματική αλλαγή ή τη νέα μεγάλη αναταραχή στη Μέση Ανατολή –εξακολουθεί να είναι τόσο κρίσιμα σημαντικό όσο ήταν ανέκαθεν» είπε στο «Βήμα» ο ίδιος. «Στο βιβλίο υποστηρίζω ότι, ακριβώς επειδή έχουμε τόσο μεγάλες προσδοκίες από τα ΗΕ, μας είναι δύσκολο να τα δούμε ως ένα εγχείρημα που δεν έχει μονάχα παρελθόν αλλά και μέλλον. Είναι ξεκάθαρο ότι τα ΗΕ εξελίχθηκαν ως μια συνέχεια της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ), ότι ξεπήδησαν μέσα από αυτήν. Αλλωστε οι δεσμοί των στελεχών τους υπήρξαν στενότατοι» σημείωσε ο Μαρκ Μαζάουερ, ο οποίος αναδεικνύει (μέσα από μελέτες που συνδέουν τον κόσμο της διπλωματίας με εκείνον της διανοητικής και πολιτισμικής ιστορίας) «τον διφορούμενο και εν τέλει αντιφατικό χαρακτήρα εκείνων των ιδεωδών» που βρίσκονται πίσω από τα ΗΕ.

Η πλέον χαρακτηριστική ενσάρκωσή τους υπήρξε ο νοτιοαφρικανός πολιτικός Γιαν Σματς (1870-1950), ένας από τους αρχιτέκτονες της ΚτΕ και ένας από τους συντάκτες του φλογερού προοιμίου του Καταστατικού Χάρτη των ΗΕ, ο οποίος ρίχνει «την αινιγματική σκιά του» στην ίδρυση του νέου διεθνούς οργανισμού στα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. «Πώς γίνεται η δέσμευση του νέου παγκόσμιου φορέα υπέρ των οικουμενικών δικαιωμάτων να οφείλει ουκ ολίγα στη συμμετοχή ενός ανθρώπου που η πολιτική του υπέρ του φυλετικού διαχωρισμού στην πατρίδα του έστρωσε τον δρόμο για το κράτος του απαρτχάιντ;» διερωτάται ο Μαρκ Μαζάουερ και στο σημείο αυτό αναδύεται η περιπλοκότητα της ιστορίας που αφηγείται (στην οποία βαραίνει κυρίως ό,τι ο ίδιος ονομάζει «αυτοκρατορικό διεθνισμό») από την ΚτΕ προς τα ΗΕ. «Οι ίδιες χώρες –πρωτίστως η Μεγάλη Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής –ενεπλάκησαν στην ίδρυση και των δύο, αν και προφανώς διαδραμάτισαν ενεργό ρόλο στη διαμόρφωσή τους και άλλες χώρες. Για ορισμένους από τους πρωτεργάτες τους, τα ΗΕ έπρεπε, υποτίθεται, να αναλάβουν τη σκυτάλη από εκεί που την άφησε η προκάτοχός τους, πίστευαν δηλαδή ότι έπρεπε όχι μόνο να συνεχίσουν το έργο της ΚτΕ σε κάποιους τομείς (όπως η παροχή τεχνικής ή υγειονομικής βοήθειας ανά τον κόσμο) αλλά και να επεκταθούν ταυτοχρόνως σε κάποιους άλλους. Ηταν, από πολλές απόψεις, μια επιστροφή στον τρόπο με τον οποίο γίνονταν τα πράγματα κατά τον 19ο αιώνα, με τα πανίσχυρα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας να συναποτελούν ένα είδος Διευθυντηρίου των Μεγάλων Δυνάμεων».
Υστερα όμως ενέσκηψε ο Ψυχρός Πόλεμος και η κατάσταση άρχισε να οδεύει προς μια διαφορετική κατεύθυνση. «Για κάμποσο διάστημα η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ είχε αυτονομηθεί κατά κάποιον τρόπο και τώρα ξεχνάμε μάλλον εύκολα πόσο σημαντική υπήρξε η Γενική Συνέλευση στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960, την περίοδο που σημαδεύτηκε από τη διαδικασία της αποαποικιοποίησης. Και ήλθε αργότερα η δεκαετία του 1970 κατά την οποία τα ΗΕ παραγκωνίστηκαν σε μεγάλο βαθμό από το πεδίο των διεθνών σχέσεων. Αυτό συνέβη επειδή τα ΗΕ είχαν συναρμολογηθεί με τέτοιον τρόπο ώστε, αν δεν είχαν την ισχυρή στήριξη της Ουάσιγκτον ή τουλάχιστον την ανοχή της, δεν μπορούσαν να καταφέρουν και πολλά σε πολιτικά θέματα ή ζητήματα ασφαλείας. Ο στόχος του Κόφι Αναν, την περίοδο που διετέλεσε γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, ήταν να αποκαταστήσει τη συνεργασία ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και στα ΗΕ, η οποία έκτοτε έχει εν πολλοίς διατηρηθεί, αν και υπέστη σοβαρότατο πλήγμα με τον πρόσφατο πόλεμο στο Ιράκ. Αυτό που μας δείχνει πάντως τούτη η ανάμεικτη ιστορία είναι ότι τα ΗΕ, σε αντίθεση με την ΚτΕ, κατόρθωσαν να μετεξελιχθούν μέσα στα χρόνια και να προσαρμοστούν στις νέες διεθνείς πραγματικότητες. Και αυτό ίσως να εξηγεί γιατί τα ΗΕ είναι ακόμη μαζί μας ενώ η ΚτΕ κατέρρευσε».
Ο Μαρκ Μαζάουερ θεωρεί ότι ένας κόσμος κυρίαρχων κρατών μπορεί μεν να οδηγήσει στο να διαπράττουν οι πολιτικοί ηγέτες εγκλήματα ενάντια στον ίδιο τους τον λαό, «αλλά και η επέμβαση είναι μια πολιτική και στρατιωτική ενέργεια με πλήθος δυνητικά μειονεκτήματα», όπως απέδειξε η περίπτωση του Αφγανιστάν. «Θεωρώ ότι υπάρχουν πολλών ειδών θεωρήσεις για την αρμονία στις διεθνείς σχέσεις. Μία από τις πλέον ισχυρές είναι η φιλελεύθερη ιδέα ότι ολόκληρη η ανθρωπότητα χαρακτηρίζεται επί της ουσίας από μία και μόνο νοοτροπία, αν πρόκειται να μιλήσει κανείς με ηθικούς όρους. Υπό μία έννοια μια τέτοια προσέγγιση είναι μη πολιτική κατά την άποψή μου, διότι ακριβώς πρόκειται για μια προσέγγιση που βλέπει την πολιτική σαν κάτι το προβληματικό. Και αυτό κατέστη ολοφάνερο στον τρόπο με τον οποίο κάποιος σαν τον Τόνι Μπλερ λ.χ. συνήθιζε να αναφέρεται με τόση επιπολαιότητα στη “διεθνή κοινότητα”. Αυτό που στην πραγματικότητα εννοούσε ήταν τα κράτη που ήταν σύμμαχοί του αλλά ο ίδιος έδινε ευρέως την εντύπωση ότι επρόκειτο περισσότερο για μια σταυροφορία του Καλού εναντίον του Κακού. Εχω την αίσθηση ότι αυτού του είδους η οπτική ευθύνεται για πάρα πολλά από τα δεινά που ξεδιπλώνονται στον κόσμο στις αρχές του 21ου αιώνα. Υπάρχει επίσης και μια άλλη θεώρηση: ότι τα πράγματα θα ήταν μια χαρά αν οι πολιτικοί έκαναν στην άκρη και άφηναν τα πάντα στα χέρια των εκπροσώπων της διεθνούς νομικής επιστήμης. Είμαι ασφαλώς ικανοποιημένος που υφίσταται το διεθνές δίκαιο –η ζωή ήταν σίγουρα χειρότερη πριν απ’ αυτό -, αλλά δεν συνιστά εναλλακτική λύση η απεμπόληση της πολιτικής, αφήστε δε που άνετα οι νόμοι μπορούν να είναι βαθύτατα πολιτικοί. Υπάρχουν επιπροσθέτως και άλλες παρεμφερείς θεωρήσεις: ότι οι επιστήμονες είναι αυτοί που θα έπρεπε να αναλάβουν τις τύχες του κόσμου και των ανθρώπων ή οι λεγόμενες αγορές. Νομίζω πως ό,τι μοιράζονται όλες αυτές οι θεωρήσεις είναι μια παράξενη ιδέα πως η πολιτική δύναται να αποσυρθεί κατά κάποιον τρόπο την ίδια στιγμή που ό,τι μοιάζει με ζωή σε ό,τι αποκαλούμε διεθνείς σχέσεις είναι ανέφικτο αν δεν είναι επίσης ουσιωδώς πολιτικό».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ