Αρνητικές συνέπειες στην ποιότητα του ενεργητικού και στις επιδόσεις των κυπριακών τραπεζών είναι δυνατόν να έχει μια ελληνική έξοδος από τη ζώνη του ευρώ, καθώς διάφορες κυπριακές επιχειρήσεις έχουν δραστηριότητες στην Ελλάδα που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν τις προσπάθειες των τραπεζών για βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού τους, εκτιμά σε έκθεση του ο οίκος Moody’s.
Ειδικότερα αναφέρει πως παρά το γεγονός ότι οι κυπριακές τράπεζες δεν είναι σε σημαντικό βαθμό άμεσα εκτεθειμένες στην Ελλάδα, μετά τη πώληση των ελληνικών θυγατρικών τους το Μάρτιο του 2013, «η επιδείνωση της κατάστασης στη χώρα αυτή δημιουργεί κινδύνους».
Ο οίκος αναφέρεται και στον νέο Κώδικα Συμπεριφοράς της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου για το χειρισμό Δανειοληπτών που αντιμετωπίζουν Οικονομικές Δυσκολίες, σημειώνοντας πως οι κυπριακές τράπεζες θα επωφεληθούν από αυτόν. Ωστόσο θεωρεί ότι η ποιότητα του ενεργητικού τους θα συνεχίσει να είναι αδύναμη για πολλά χρόνια ακόμη.
Ο Κώδικας, ο οποίος ήταν απαίτηση του προγράμματος στήριξης της χώρας από την τρόικα «θα ωφελήσει τις κυπριακές τράπεζες, διότι δίνει πληροφορίες σε σχέση με τις υποχρεώσεις των δανειοληπτών και επιταχύνει τις αναδιαρθρώσεις δανείων των οφειλετών που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες», εξηγεί ο οίκος αξιολόγησης.
Μέχρι σήμερα, επισημαίνεται, οι Κύπριοι δανειολήπτες ήταν σε μεγάλο βαθμό απρόθυμοι να προχωρήσουν σε αναδιαρθρώσεις των δανείων τους, λόγω μιας ευρέως διαδεδομένης πεποίθησης ότι θα μπορούσαν να μην προχωρήσουν στην αποπληρωμή τους, λόγω παλαιότερων αδυναμιών του νομικού πλαισίου.
Σύμφωνα με τον Moody`s, παρόλο που η εφαρμογή του Κώδικα πιθανόν να βοηθήσει τις τράπεζες στην αποκατάσταση του δανειακού τους χαρτοφυλακίου, δεδομένου του μεγάλου όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) που αντιμετωπίζουν, η ποιότητα του ενεργητικού τους θα παραμείνει αδύναμη για πολλά χρόνια ακόμη.
Όπως αναφέρει, ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των χορηγήσεων ήταν στο υψηλό 46% από το Μάρτιο του 2015, και ήταν ακόμη υψηλότερος για τις κύριες εγχώριες τράπεζες. Ειδικότερα, στην Τράπεζα Κύπρου ήταν στο 51%, ενώ στην Ελληνική Τράπεζα στο 54,6%.