Τρέχει και δεν φτάνει. Ο Αλέξης Τσίπρας προσπαθεί απεγνωσμένα να σώσει ότι μπορεί ακόμα να σωθεί – για τη χώρα, την κυβέρνηση, τον ΣΥΡΙΖΑ, τον εαυτό του.
Όμως το ρολόι δείχνει ότι πρέπει να βιαστεί πρόσθετα, αν θέλει να επιτύχει έστω και την τελευταία στιγμή συμβιβασμό με τους δανειστές. Αυτό του το υπενθυμίζουν καθημερινά οι τελευταίοι, που μετρούν πλέον τον υπολειπόμενο χρόνο σε ώρες, λεπτά και δευτερόλεπτα.
Τέτοια υπέρμετρη βιασύνη δείχνει, ότι έχει πέσει έξω στους χρονικούς υπολογισμούς του. Το πολιτικό του χρονόμετρο λειτούργησε προφανώς ελαττωματικά με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να χάσει τον αγώνα δρόμου με τους δανειστές.
Στη κλασική φυσική, ο χρόνος είναι μια αυτοτελής κατηγορία, που κινείται πάντα σταθερά προς την ίδια κατεύθυνση, το μέλλον, και δεν έχει καμιά σύνδεση με τη δεύτερη θεμελιώδη φυσική κατηγορία, τον χώρο, ένα στατικό μέγεθος. Αυτό αλλάζει όταν μπει στη μέση η ταχύτητα: Με αυτήν σαν όχημα, ο χρόνος βγαίνει από τα όριά του και κατακτά τον χώρο. Μια άπειρη αύξηση της επιτάχυνσης (που φτάνει την ταχύτητα του φωτός) προκαλεί την εκμηδένιση του χώρου. Αυτό γίνεται εντελώς ανάγλυφο
στην οικονομία, και δη στη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, η οποία είναι δεν είναι τίποτα άλλο, παρά η επιτάχυνση των χρηματοπιστωτικών κυρίως αλλαγών σε μηδενικό σχεδόν χρόνο. Οι αποστάσεις εκμηδενίζονται κι εδώ, το χρηματιστικό κεφάλαιο μπορεί να δρα αυτοστιγμεί σε κάθε γωνιά του κόσμου. Στην οικονομία, ως γνωστό, ο χρόνος είναι χρήμα. Όσο μεγαλύτερη λοιπόν η επιτάχυνση της κυκλοφορίας του, τόσο περισσότερο και το χρήμα. Η όποια επιβράδυνση, αντίθετα, μπορεί να κοστίσει περιουσίες.
Στην πολιτική, ωστόσο, όλα αυτά ανατρέπονται. Οι δείκτες του πολιτικού ρολογιού μπορεί να κινηθούν και προς τα πίσω, η ταχύτητα να αυξομειωθεί, ή να αλλάξει κατεύθυνση. Ο χρόνος είναι εδώ συνάρτηση των αποφάσεων των πολιτικών, όχι, αντιστρόφως, οι αποφάσεις των πολιτικών υποζύγιο του χρόνου.
Γι αυτό και η νέα ελληνική κυβέρνηση απέρριψε πολύ σωστά εξαρχής το δόγμα των δανειστών περί ανάγκης επιτάχυνσης των διαπραγματεύσεων λόγω της επερχόμενης λήξης του τρέχοντος προγράμματος βοήθειας στις 30 Ιουνίου. Το δικό της δόγμα ήταν, ότι οι διαπραγματεύσεις θα κλείσουν μόνο όταν βρεθεί ικανοποιητικός συμβιβασμός, που θα απέτρεπε το πισωγύρισμα στα παλιά, στη λιτότητα και τις καταστροφικές συνέπειές της. Ο χρόνος ήταν παράμετρος της τακτικής της, όχι η πυξίδα της. Και σε αυτή την τακτική, η επιβράδυνση των διαπραγματεύσεων ήταν κατά περιστάσεις εξίσου χρήσιμη για την προώθηση των στόχων της (αναδιάρθρωση του χρέους, ανάπτυξη, κλπ.) όπως και η ομοιόμορφη ταχύτητα, ή η επιτάχυνση.
Τα γεγονότα δείχνουν, ότι η ίδια δεν εφάρμοσε μέχρι το τέλος συνεπώς το δόγμα της. Η αρχική της διαπραγματευτική γραμμή, που απέβλεπε στην αλλαγή του πλαισίου συζήτησης (απόρριψη του μνημονίου, κλπ.) και επέφερε μια καθυστέρηση στις συνομιλίες για αριθμούς, ήταν προφανώς αναγκαία και δικαιολογημένη. Στη συνέχεια όμως έχασε τον μπούσουλα με αποτέλεσμα να βρίσκεται σήμερα μπροστά στο τραγικό δίλλημα: Ή να αποδεχθεί τους βασικούς όρους των δανειστών, ή να ρισκάρει την χρεοκοπία εντός της ευρωζώνης.
Το πώς χάθηκε ο μπούσουλας είναι δύσκολο να ειπωθεί, δεδομένου ότι ο κ.Τσίπρας αποφεύγει να διαφωτίσει τη δημοσιότητα, το κόμμα του, ακόμα – με μερικές εξαιρέσεις – και τους υπουργούς του. Οι συζητήσεις του με την Άνγκελα Μέρκελ, τον Φρανσουά Ολάντ και τους εκπροσώπους των θεσμών γίνονται υπό καθεστώς πλήρους μυστικότητας, που σε μεγάλο βαθμό θυμίζει μυστική διπλωματία. Έτσι χάνει όμως και το ισχυρότερο διαπραγματευτικό του χαρτί: Μια καλά πληροφορημένη εγχώρια και διεθνή δημοσιότητα, η οποία του παρέχει υποστήριξη επειδή ξέρει και θέλει – όχι επειδή του έχει άκριτη εμπιστοσύνη.
Υπό αυτή την έννοια, ο χρόνος κυλά όντως εις βάρος του. Ή, με άλλα λόγια, οι δανειστές τείνουν να γίνουν ενδιάμεσα οι μοναδικοί κύριοι του χρόνου. Όχι μόνο επειδή έχουν το χρήμα και την πολυτέλεια να περιμένουν. Αλλά και επειδή μπορούν με κάθε άνεση να κλονίζουν την κυβέρνηση μέσω του οικονομικού αποκλεισμού της χώρας και να τρομοκρατούν τους καταθέτες των τραπεζών μέσω των σεναρίων καταστροφής που διαδίδουν τα φιλικά σε αυτούς διακείμενα μέσα ενημέρωσης.
Ο τρόμος είναι έτσι παράγωγο του χρόνου – ή, για την ακρίβεια, της τεχνικής έλλειψής του που προξενούν οι δανειστές.
Γι αυτό και εκείνο που θα έπρεπε ίσως να σκεφθεί ο κ.Τσίπρας στις σημερινές και αυριανές κρίσιμες διαπραγματεύσεις στις Βρυξέλλες, είναι το εξής: Ότι δεν πρέπει να αφήσει τους δανειστές να του επιβάλουν τη δική τους αντίληψη περί χρόνου. Ότι πρέπει να επανέλθει στην αρχική γραμμή του, ήτοι στη συνέχιση των διαπραγματεύσεων μέχρι αυτές καταλήξουν σε κάποιο αποτέλεσμα, που θα ξεφεύγει από την επιστροφή στα μνημόνια. Και ότι πρέπει να πληροφορεί αδιάλειπτα την ελληνική και διεθνή κοινή γνώμη για ότι λέγονται και γίνονται στις διαπραγματεύσεις. Διαφορετικά, ο τρόμος θα κάτσει και στο δικό του σβέρκο – στο ρυθμό ενός χρόνου που επιβάλουν οι δανειστές και που γλιστρά όλο και ταχύτερα από τα χέρια του.