Οι υποσχέσεις δίνονται για να αθετηθούν: τη δοκιμασμένη αυτή αρχή εφάρμοσαν το 2010 οι γερμανικές τράπεζες, όταν αθέτησαν τον λόγο τους ότι θα κρατήσουν για μία επιπλέον τριετία τα ελληνικά ομόλογά τους. Το γεγονός ήταν μεν από παλιά γνωστό, τώρα όμως επιβεβαιώθηκε και επίσημα από τη γερμανική κυβέρνηση.
Η αφορμή για αυτό ήταν άρθρο στην αμερικανική εφημερίδα «The Wall Street Journal», το οποίο στηρίζεται σε σημειώσεις μέλους του προεδρείου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Το άρθρο αυτό έγινε στη συνέχεια η αφορμή για μια επερώτηση στη γερμανική Βουλή του κόμματος Die Linke (Η Αριστερά), η οποία προκάλεσε τις προάλλες την απάντηση της γερμανικής κυβέρνησης.
Διαβεβαιώσεις


Στην απάντηση γίνεται αναφορά σε σύσκεψη του ΔΝΤ στις 9 Μαΐου του 2010 με θέμα την Ελλάδα. Σε αυτήν, σύμφωνα με την εφημερίδα, ένας εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης διαβεβαίωσε τους παρισταμένους ότι 11 γερμανικές τράπεζες δήλωναν πρόθυμες να κρατήσουν τους ελληνικούς τίτλους τους ως το 2012 για να διευκολύνουν έτσι το ξεπέρασμα της κρίσης που είχε ξεσπάσει το 2009. Στις τράπεζες αυτές ανήκαν, μεταξύ άλλων, η Commerzbank, η Deutsche Bank, η Allianz AF, η Hypo Real Estate, η DekaBank, καθώς και ορισμένες περιφερειακές, όπως η WestLB AG και η Bayerische Landesbank.
Η γερμανική κυβέρνηση επιβεβαιώνει το γεγονός ότι ο εκπρόσωπός της στο ΔΝΤ αναφέρθηκε στην πρόθεση των γερμανικών τραπεζών «να συνεχίσουν την περαιτέρω υποστήριξή τους στην Ελλάδα διατηρώντας, μεταξύ άλλων, τις υφιστάμενες πιστωτικές γραμμές και ανανεώνοντας επί μέρους εκείνες που πρόκειται να λήξουν». Εκείνο που δεν επιβεβαιώνει είναι μια άλλη πληροφορία της «Wall Street Journal»: πως ορισμένα άλλα μέλη του προεδρείου του ΔΝΤ είχαν προειδοποιήσει στην ίδια σύσκεψη ότι οι τράπεζες δεν θα κρατούσαν ενδεχομένως τον λόγο τους και ότι η όλη επιχείρηση bailout (σωτηρίας) της Ελλάδας θα μπορούσε να καταλήξει σε σωτηρία των τραπεζών.
Πιστωτικές γραμμές


Στην ίδια απάντηση δεν γίνεται μνεία για το ύψος των πιστωτικών γραμμών. Η διακρίβωσή τους γίνεται από τον εκπρόσωπο της Linke σε οικονομικά θέματα Αλεξάντερ Ούλριχ, ο οποίος στηριζόμενος στους ισολογισμούς των τραπεζών εκτιμά ότι μόνο σε ένα οκτάμηνο (από τον Μάιο του 2010 ως τον Δεκέμβριο του 2010) οι γερμανικές τράπεζες μείωσαν τις πιστώσεις τους για την Ελλάδα από 13,1 δισ. ευρώ σε 9,85 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά ένα τρίτο περίπου.
Ολέθριες συνέπειες


Στις αρχές του 2012 –δηλαδή τις παραμονές του «κουρέματος» -, ήτοι μόλις ενάμιση χρόνο μετά την υπόσχεσή τους, το ποσό αυτό είχε πέσει στα 2,8 δισ. ευρώ και οι γερμανικές τράπεζες είχαν πλέον ρευστοποιήσει το 78,6% των ελληνικών ομολόγων τους. Ειδικότερα η Deutsche Bank είχε μειώσει εντός ενός έτους (από τα μέσα του 2010 ως τα μέσα του 2011) τα διαθέσιμα κεφάλαιά της από 1.600 εκατ. σε 45 εκατ. ευρώ (!) και η Commerzbank από 3 δισ. σε 0,8 δισ. ευρώ. Ανάλογα δραστικές ήταν οι μειώσεις και των άλλων γερμανικών τραπεζών.
Αλλά και οι τράπεζες άλλων χωρών, όπως η Γαλλία και η Ολλανδία, οι οποίες είχαν στο χαρτοφυλάκιό τους πολλά ελληνικά ομόλογα και είχαν επίσης δεσμευθεί εθελούσια ότι δεν θα τα ρευστοποιήσουν τα επόμενα χρόνια, δεν έμειναν αναμάρτητες.
Αυτό, σύμφωνα με τον κ. Ούλριχ, είχε ολέθριες συνέπειες για την Ευρώπη: ενώ ως τα μέσα του 2010, δηλαδή λίγο πριν από την εφαρμογή του πρώτου προγράμματος βοήθειας για την Ελλάδα, το ποσοστό των ιδιωτών επενδυτών στο ελληνικό χρέος ήταν 94%, στα τέλη του 2012, όταν δηλαδή ήταν σε πλήρη εξέλιξη το «κούρεμα», είχε πέσει στο 11,5%. Το συνολικό ύψος του χρέους, προσθέτει, έμεινε αμετάβλητο. Ωστόσο το μέγιστο μέρος του χρέους το είχαν αναλάβει πλέον, χάρη στα προγράμματα βοήθειας, τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ.
Το συμπέρασμα του κ. Ούλριχ: Οι προειδοποιήσεις των μελών του προεδρείου του ΔΝΤ είχαν έτσι επιβεβαιωθεί. Η σωτηρία των τραπεζών έγινε εις βάρος των φορολογουμένων στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αυτό, πρόσθεσε, δεν ήταν τότε άγνωστο. Γνωστό έγινε όμως τώρα ότι η σωτηρία αυτή έγινε στη βάση «κάλπικων» υποσχέσεων των τραπεζών, και ειδικότερα των γερμανικών, καθώς και του εκπροσώπου του Βερολίνου στο ΔΝΤ.
Το Βερολίνο


Η άποψη της γερμανικής κυβέρνησης είναι βέβαια εντελώς διαφορετική. Στην απάντησή της στη Linke δίνει έμφαση στις μεγάλες απώλειες που υπέστη ο ιδιωτικός τραπεζικός τομέας το 2012 από το «κούρεμα». Σύμφωνα με τη συμφωνία, γράφει, «οι ιδιώτες δανειστές παραιτήθηκαν από το 53,5% των αξιώσεών τους. Το υπολειπόμενο 43,5% αντικαταστάθηκε με νέα αξιόγραφα διάρκειας μέχρι και 30 ετών». Και ανάλογα με τη διάρκεια και το είδος αυτών των αξιογράφων οι ιδιώτες επενδυτές έχασαν συνολικά ως και 70% της αρχικής αξίας των επενδύσεών τους. Και αυτή η διαγραφή οδήγησε στη μείωση του ελληνικού χρέους.
Η γερμανική κυβέρνηση, προστίθεται στην απάντηση, ήταν τότε της άποψης ότι η προθυμία των ιδιωτών επενδυτών να επιμηκύνουν εθελούσια τη διάρκεια ισχύος των ελληνικών ομολόγων τους «θα μείωνε τον κίνδυνο μιας σωτηρίας των δανειστών ή τουλάχιστον θα τον περιόριζε ισχυρά».
Η Ιστορία έδειξε, αντιλέγει ο κ. Ούλριχ, πως το αντίθετο συνέβη: οι τράπεζες ήταν οι μόνες κερδισμένες από το «κούρεμα», δεδομένου του ότι εκμεταλλεύθηκαν έντεχνα τον χρόνο ως το 2012 για να ρευστοποιήσουν εγκαίρως τις επενδύσεις τους. Το «κούρεμα» τις έθιξε έτσι ακροθιγώς. Και η ευθύνη για αυτό βαραίνει και το Βερολίνο, το οποίο και σήμερα ακόμη δεν θέλει να παραδεχθεί ότι υπήρξε θύμα των ψεύτικων υποσχέσεών τους και δεν πήρε στα σοβαρά υπόψη τις προειδοποιήσεις των στελεχών του ΔΝΤ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ