Πού μπορεί να φυλάει τα χειρόγραφά του ένας από τους σπουδαιότερους πεζογράφους των Ηνωμένων Πολιτειών; Στον καταψύκτη του! «Γιατί όχι; Είναι ένα ασφαλές μέρος. Είναι επίσης μια παλιά συνήθεια των γονιών μου την οποία διατηρώ κι εγώ. Οι δικοί μου, που δεν είχαν πολλά λεφτά και έμεναν σ’ ένα ξύλινο σπίτι, έβαζαν εκεί τα πράγματα που θεωρούσαν πολύτιμα. Και έτσι τα προστάτευαν από τον πάντοτε υπαρκτό κίνδυνο μιας ανεξέλεγκτης πυρκαγιάς» εξήγησε ευδιάθετος στο «Βήμα» ο Ρίτσαρντ Φορντ. Γεννήθηκε το 1944 στο Τζάκσον του Μισισιπή, στην ίδια γειτονιά με τη μεγάλη διηγηματογράφο Γιουντόρα Γουέλτι, στον βαθύ αμερικανικό Νότο, στον τόπο του αξεπέραστου Γουίλιαμ Φόκνερ. Ο διάσημος αμερικανός συγγραφέας ζει σήμερα με τη σύζυγό του Κριστίνα στην Πολιτεία του Μέιν και λίγο προτού σηκώσει το ακουστικό του για να μας μιλήσει αγνάντευε τον Ατλαντικό από το παράθυρό του. Είχε μόλις επιστρέψει από τη Νέα Ορλεάνη, όπως είπε, ενώ σε λίγες εβδομάδες ετοιμάζεται να πάει στη Μέση Ανατολή. Θα επισκεφθεί τη Δυτική Οχθη προκειμένου να παραστεί σε ένα λογοτεχνικό συμπόσιο που διοργανώνουν παλαιστίνιοι συγγραφείς. «Εχω τις επιφυλάξεις μου για το ταξίδι, αλλά δεν είμαι από τους τύπους που θα μείνουν πίσω στο σπίτι σκεπτόμενοι τις αναποδιές που ενδέχεται να συμβούν» συμπλήρωσε ο ίδιος που βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση. Στην Ελλάδα πότε θα έρθει; «Με την πρώτη ευκαιρία που θα μου δοθεί. Αλλωστε έρχομαι συχνά στην Ευρώπη, κάτι που δεν έχω σταματήσει να κάνω από το 1985, όταν για πρώτη φορά επισκέφθηκα τη Γαλλία με τον Ρέιμοντ Κάρβερ. Περιβάλλω, όπως κάθε συνειδητοποιημένος Αμερικανός, με σεβασμό και αγάπη την ευρωπαϊκή κουλτούρα. Εχω κι ένα σπίτι στην Ιρλανδία, ξέρετε. Που σημαίνει ότι δεν είστε και τόσο μακριά και είναι κρίμα που δεν έτυχε να έρθω ως σήμερα» παραδέχθηκε. Ο Ρίτσαρντ Φορντ κατέκτησε την παγκόσμια αναγνώριση με μια μυθιστορηματική τριλογία –«Ο αθλητικογράφος» (1986), «Ημέρα Ανεξαρτησίας» (1995), «Η χώρα, όπως είναι» (2006) –στην οποία πρωταγωνιστεί ο Φρανκ Μπάσκομπ, ένας από τους εμβληματικότερους χαρακτήρες της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας, ένας «American Εveryman» κι ωστόσο ξεχωριστός. Ο ήρωας που δημιούργησε ο Ρίτσαρντ Φορντ, με τη «φωνή» του οποίου μάλιστα συνυπάρχει εδώ και περίπου 30 χρόνια, είναι ένας «μέσος» Αμερικανός που φιλοδοξούσε να γίνει συγγραφέας αλλά η ζωή τα έφερε έτσι (και εδώ έγκειται όλη η ουσία: ο θάνατος ενός παιδιού, οι χωρισμοί, οι δύσκολες σχέσεις, οι υπαρξιακές αναζητήσεις, η αρρώστια) να εργάζεται ως μεσίτης ακινήτων στο Νιου Τζέρσι.

Ο Φρανκ Μπάσκομπ και ο θάνατος
Και ενώ όλοι θεωρούσαν δεδομένο ότι ο Φρανκ Μπάσκομπ ανήκε πλέον στο λογοτεχνικό παρελθόν, ο Ρίτσαρντ Φορντ τον επανέφερε το 2014 εκδίδοντας το «Let Me Be Frank With You», ένα βιβλίο που περιλαμβάνει τέσσερις νουβέλες (διαβάζεται και σαν σπονδυλωτό μυθιστόρημα) οι οποίες διαδραματίζονται με φόντο την καταστροφή που προκάλεσε το 2012 ο τυφώνας Σάντι στην Ανατολική Ακτή των ΗΠΑ. Ο Φρανκ είναι πλέον 68 ετών, έχει συνταξιοδοτηθεί κατά κάποιον τρόπο, έχει βγει νικητής από τη μάχη του με τον καρκίνο του προστάτη, έχει επανασυνδεθεί με τη δεύτερη γυναίκα του Σάλι και διανύει μια παράξενη φάση συναισθηματικής αταραξίας. Ο Φρανκ όμως έχει μεγαλώσει επίσης και δεν μπορεί παρά να ψυχανεμίζεται την προοπτική του θανάτου. Είναι το νέο του βιβλίο, ρωτήσαμε τον Ρίτσαρντ Φορντ, ένας επίλογος για τον Φρανκ; Αν όχι, τον έχει απασχολήσει ο τρόπος με τον οποίο πρόκειται να «πεθάνει» ο δικός του, πρωτοπρόσωπος αφηγητής; «Επίλογος; Δεν θα το έλεγα. Απλώς το χτύπημα του τυφώνα άρχισε να μου δημιουργεί κάποιες απορίες. Είμαι σίγουρος ότι κάποια στιγμή άκουσα στις ειδήσεις να μιλάνε για τις «συνέπειες» της καταστροφής και ύστερα άρχισα να αναρωτιέμαι τι είδους συνέπειες μπορεί να έχει όλο αυτό στην ανθρώπινη ζωή και εννοώ τις άφατες συνέπειες που δεν μπορούν να διακρίνουν τα μέσα ενημέρωσης. Και απλώς ο Φρανκ ήταν διαθέσιμος ώστε να γίνουν ιστορίες οι απορίες. Με άλλα λόγια, συνέβη ό,τι συνέβαινε πάντα. Και δεν ένιωσα υποχρεωμένος να μη χρησιμοποιήσω τον Φρανκ επειδή είπα ότι δεν θα τον χρησιμοποιούσα ξανά. Συνειδητοποίησα απλώς ότι μπορούσε να γίνει και πάλι –μολονότι (και πάλι) δεν περίμενα να το κάνω. Και οφείλω να σας πω ότι, ναι, έχω αναρωτηθεί: Πώς θα γίνει να πεθαίνει ο Φρανκ και ταυτοχρόνως να αφηγείται ο ίδιος τον θάνατό του; Δεν ξέρω. Αλλά τα καλά μυθιστορήματα εκεί κρίνονται: από το πώς λύνουν οι συγγραφείς τους τα κατά τα φαινόμενα άλυτα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Ο Χένρι Τζέιμς γράφει γι’ αυτό στον πρόλογο του μυθιστορήματός του «Οι Πρεσβευτές»». Ο Ρίτσαρντ Φορντ εκνευρίζεται όποτε ταυτίζεται ο Φρανκ με τον ίδιο, ο συγγραφέας δηλαδή με το δημιούργημά του. Εγραψε πρόσφατα ένα εκτενές και διαφωτιστικό κείμενο στους «Financial Times» σχετικώς, μήπως και ησυχάσει. Και για μία ακόμη φορά παρέπεμψε στην «Ποιητική» του Αριστοτέλη για να καταστήσει σαφές με ποιο πνεύμα εργάζεται. Λέει όμως κάπου ο Φρανκ (που γράφεται από τον Ρίτσαρντ Φορντ) ότι «ο χαρακτήρας για εμένα είναι ένα ακόμη ψέμα της ιστορίας και των δραματικών τεχνών». Θα μπορούσε να ταυτιστεί, παρ’ όλα αυτά, με τη συγκεκριμένη διαπίστωση του Φρανκ, δεν είναι έτσι; «Σωστά. Σε αυτό συμφωνούμε με τον Φρανκ. Εντάξει, μερικές φορές γίνεται κι αυτό, παρά τις κοπιώδεις προσπάθειές μου να μη συμφωνώ με τον Φρανκ γενικώς. Πιστεύω ότι τα πράγματα που φαντάζομαι και επινοώ είναι πολύ πιο ενδιαφέροντα από τα πράγματα που θα περιείχε μια βιογραφία μου. Η μυθοπλασία είναι ευρύτερη από την όποια βιογραφία» συνέχισε ο ίδιος, που ήθελε να γίνει αξιωματικός στους πεζοναύτες «αλλά απέτυχα».
Ο Εμερσον και τα «εργαλεία ηθικής»

Τα μυθιστορήματα, λέει ο ίδιος, είναι «εργαλεία ηθικής». Και είναι η στιγμή που εμφανίζεται η μορφή του Ραλφ Γουόλντο Εμερσον στην κουβέντα μας. «Το ηθικό για εμένα έχει να κάνει απλώς με το τι θεωρούμε καλό ή κακό στον κόσμο –χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει αναγκαστικά να κάνουμε κήρυγμα ούτε μάθημα σε κανέναν. Ο Εμερσον –τον οποίο πράγματι διαβάζω συνεχώς –μιλάει για το τι είναι καλό και καλύτερο ή κακό και χειρότερο στον κόσμο και προσπαθεί μέσω της εμπειρίας του να το κάνει πρακτικά και με παραδείγματα. Σε έναν κόσμο λοιπόν όπου όλα αυτά τα ζητήματα έχουν εκτοπιστεί από την πολιτική ορθότητα και την πολιτική των ταυτοτήτων (μέσω των κακών δασκάλων, των κυνικών πολιτικών και των μέσων ενημέρωσης) έχω την αίσθηση ότι τα ανθρώπινα όντα νιώθουν πλέον απροστάτευτα, αβοήθητα και βρίσκονται σε φοβερή αδυναμία να εκτιμήσουν, να μετρήσουν την ίδια τη ζωή τους. Η λογοτεχνία –και η τέχνη ευρύτερα –υπάρχει για να μας διαβεβαιώνει ότι η ζωή που έχουμε ζήσει και η ζωή που ζούμε αξίζουν τη μέγιστη προσοχή μας, διότι στο κάτω-κάτω δεν έχουμε και τίποτε άλλο».
Είναι και η πολιτική, ασφαλώς. Ο Φρανκ, ας πούμε, έχει ψηφίσει τον πρόεδρο Ομπάμα. Τι πιστεύει ο Ρίτσαρντ Φορντ για τον πρώτο αφροαμερικανό πρόεδρο; Πώς βλέπει τα πρόσφατα ρατσιστικά εγκλήματα στις ΗΠΑ, την επανεμφάνιση της φυλετικής όξυνσης; «Δεν νομίζω ότι υπάρχει λόγος να συζητούμε για τον πρόεδρο Ομπάμα με φυλετικούς όρους. Είναι ένας άνθρωπος, όπως κι εγώ, που κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί για όλους τους πολίτες της χώρας. Και έχει πετύχει πολλά και σημαντικά στον τομέα της υγείας και της ανάκαμψης της οικονομίας. Το πρόβλημα των πρωτοφανών ανισοτήτων (που δεν ξεκίνησαν στη δική του περίοδο) έχει έλθει στο επίκεντρο ακριβώς επειδή ο ίδιος έχει επίγνωσή του. Επιπλέον, έχει τερματίσει στρατιωτικές εμπλοκές στο εξωτερικό και έχει συμβάλει όσο μπορεί στην πρόοδο των σχέσεων μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων. Κατά τα λοιπά, στις Ηνωμένες Πολιτείες ο ρατσισμός είναι ένα μακροχρόνιο πρόβλημα που σιγοβράζει με ολέθριο τρόπο. Οφείλεται πρωτίστως στον θεσμό της δουλείας αλλά και στο κακό που καραδοκεί στις καρδιές των ανθρώπων, πιστεύω. Πιστεύω επίσης ότι πολλά από τα εμπόδια (λ.χ., Ρεπουμπλικανοί) και η αντιπάθεια που αντιμετωπίζει ο πρόεδρος Ομπάμα στο εσωτερικό προέρχονται από έναν λανθάνοντα ρατσισμό. Οι επιτυχίες του δεν μετριάζουν τη ρατσιστική διάθεση απέναντί του, αντιθέτως την ενισχύουν. Αυτό όμως είναι και καλό με έναν τρόπο διότι ο πρόεδρος Ομπάμα κατέστησε ακόμη πιο ορατό τον ρατσισμό στις ΗΠΑ ως αυτό που είναι, το κακό. Είναι καλύτερο να δούμε κατάματα τα προβλήματά μας, να τα αναγνωρίσουμε, να μην προσποιούμαστε ότι δεν υφίστανται. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι προσπαθούμε να περιθωριοποιήσουμε τον ρατσισμό, ότι προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε την οικονομική ανισότητα. Αν οι Αμερικανοί χαρακτηρίζονται από κάποια ιδιαιτερότητα είναι αυτή: δεν είναι εγγενώς ανώτεροι από κανένα άλλο έθνος».

«Η ζωή του συγγραφέα είναι μια διαρκής επιστροφή»
Ο Ρίτσαρντ Φορντ, πέραν του (φανταστικού) Χαντάμ που βρίσκεται στο (πραγματικό) Νιου Τζέρσι, έχει τοποθετήσει αρκετά βιβλία του και στο Γκρέιτ Φολς της Μοντάνα (τη συλλογή διηγημάτων «Rock Springs» του 1987 και το μυθιστόρημα «Αγρια ζωή» του 1990), μια δυτική Πολιτεία των ΗΠΑ που συνορεύει με τον Καναδά. Το εξαίρετο μυθιστόρημά του «Καναδάς» (2012) αρχίζει με δύο καθηλωτικές προτάσεις: «Θα μιλήσω πρώτα για τη ληστεία που διέπραξαν οι γονείς μας. Στη συνέχεια, για τους φόνους, που έγιναν αργότερα» λέει ο αφηγητής Ντελ Πάρσονς που ανασκαλεύει (ενθυμούμενος σε μεγάλη πια ηλικία) το νόημα της δικής του ζωής μέσα από την αναζήτηση του νοήματος στη ζωή των γονιών του. Σε αυτή την ιστορία τα σύνορα ανάμεσα στη μνήμη και στη φαντασία «που καταλήγουν συχνά το ίδιο πράγμα» είναι δυσδιάκριτα. «Δούλευα αυτή την αρχή έναν ολόκληρο μήνα. Πολύ δεν είναι; Ηθελα όμως να προετοιμάσω, κατά κάποιον τρόπο, το έδαφος γι’ αυτά που θα ακολουθούσαν. Ηξερα από την αρχή ότι θα έγραφα ένα περίπλοκο βιβλίο και το σκέφτηκα ως εξής: αφού σκοπεύεις να γράψεις ένα περίπλοκο βιβλίο, φρόντισε οι εναρκτήριες προτάσεις του να είναι όσο το δυνατόν πιο απλές και συναρπαστικές». Τι είναι όμως αυτό που τον έλκει στη συγκεκριμένη επικράτεια; «Δεν είναι μόνο ένα πράγμα, νομίζω. Γενικότερα σκέφτομαι τη ζωή που κάνω ως συγγραφέας σαν μια διαρκή επιστροφή. Σίγουρα όμως, για να μιλήσω και κάπως τεχνικά, εκεί μπορώ να κάνω τα πάντα να συμβούν.

Και να είναι πειστικά. Αυτό έχει μεγάλη σημασία για μένα. Επιπλέον νιώθω μια επιπρόσθετη ελευθερία να το κάνω, δεδομένου ότι η περιοχή δεν εμφανίζεται και πολύ συχνά ως μυθιστορηματικό σκηνικό στην αμερικανική λογοτεχνία. Το γεγονός ότι η Πολιτεία της Μοντάνα, στην οποία έχω ζήσει, είναι κοντά στα σύνορα με τον Καναδά της προσδίδει μιαν άλλη δυναμική, μιαν αιχμηρή και αβέβαιη ατμόσφαιρα. Οταν άρχισα, πριν από πολύ καιρό, να γράφω ό,τι θα γινόταν αργότερα ο «Καναδάς», στριφογύριζε στο μυαλό μου μια τόση δα ιδέα που είχε τη μορφή πρότασης: ένα παιδί περνάει τα σύνορα παρά τη θέλησή του. Αυτό μου συμβαίνει συνήθως, όλα μεγαλώνουν από κάτι μικρό, κάτι ταπεινό, σαν σπόρο»
και γίνονται μεγάλη λογοτεχνία.
«Με τη λογοτεχνία μένουμε ζωντανοί»
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, σε μια συνέντευξή του στο «Paris Review», όπου έλεγε, μεταξύ άλλων, ότι οι άνθρωποι επινοούμε τον χαρακτήρα μας λίγο-πολύ με τον ίδιο (συνδυαστικό και ασύμμετρα δημιουργικό) τρόπο που επινοεί ο ίδιος τους χαρακτήρες στα βιβλία του, ο Ρίτσαρντ Φορντ σημείωνε ότι «δουλειά της λογοτεχνίας είναι να προσπαθεί να διευρύνει την κατανόηση και τη συμπόνια μας απέναντι στους άλλους ανθρώπους». Θα άλλαζε κάτι σήμερα; «Η αλήθεια είναι ότι έκτοτε προσπαθώ να μη γενικεύω ως προς το ποια πρέπει να είναι η «δουλειά» της λογοτεχνίας και συγκεντρώνομαι περισσότερο στο τι μπορεί να κάνει η λογοτεχνία του Ρίτσαρντ, αν έχει κάποια αξία. Για εμένα αυτό που βασικώς κάνει η λογοτεχνία –ανεξαρτήτως ύφους ή αφηγηματικής στρατηγικής –είναι ότι επαναφέρει τον αναγνώστη πίσω στη ζωή (κλείνεις το βιβλίο σου και αρχίζεις να μιλάς με τη γυναίκα σου). Θέλω λοιπόν μια λογοτεχνία που έχει τη δύναμη να επαναφέρει τον αναγνώστη πίσω στη ζωή εξοπλισμένο με κάτι που δεν είχε προηγουμένως, με κάτι που θα του φανεί χρήσιμο, ακόμη και ευχάριστο. Για παράδειγμα, να επανέλθει ο αναγνώστης πίσω στη ζωή με μια ιδέα για το πώς να κάνει λιγότερο κακό στον κόσμο, με μια ιδέα για το τι προκαλεί τι στον κόσμο (τι προκαλεί άραγε τον έρωτα;) ή με έναν ανανεωμένο ενθουσιασμό για το γεγονός ότι είναι ακόμη ζωντανός και ότι δεν χρειάζεται να αυτοκτονήσει για κανέναν λόγο. Τέτοιου είδους πράγματα. Η ανάγνωση μπορεί να δοκιμάζει το υποκείμενο αλλά το εμπλουτίζει κιόλας, το διευρύνει».

Βιβλία του Ρίτσαρντ Φορντ που έχουν κυκλοφορήσει στην ελληνική γλώσσα: «Ο αθλητικογράφος» (Ωκεανίδα, 1997), «Κομμάτι από την καρδιά μου» (Ολκός, 1998), «Αγρια ζωή» (Ζαχαρόπουλος Σ.Ι., 1998), «Η χώρα, όπως είναι» (Πατάκης, 2010).


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ