Το αστείο, αν και υπερβολή (κάθε τεθωρακισμένο κοστίζει περίπου 8 εκατομμύρια δολάρια), υπογράμμισε άλλη μια ιστορική συνήθεια της σοβιετικής ζωής: τις υπερβολικές στρατιωτικές δαπάνες. Δεν υπάρχει πλέον καμμία αμφιβολία ότι οι αμυντικές δαπάνες του Κρεμλίνου απειλούν τη δημοσιονομική κατάσταση της Ρωσίας, η οποία έχει ήδη υπονομευθεί από τις χαμηλές παγκόσμιες τιμές του πετρελαίου και από τις οικονομικές κυρώσεις της Δύσης.
Τα καλά νέα είναι ότι ο νέος προϋπολογισμός είναι πολύ πιο ρεαλιστικός, καθώς μειώνει τις δαπάνες κατά περίπου 2% σε ονομαστικούς όρους. Δεδομένου ότι ο ετήσιος πληθωρισμός βρίσκεται τουλάχιστον στο 11%, το ποσό αυτό ανέρχεται σε μια πραγματική μείωση της τάξης του 8% στις προγραμματισμένες αμυντικές δαπάνες.
Παρ ‘όλα αυτά, καθώς η μείωση των τιμών του πετρελαίου και η οικονομική συρρίκνωση υπονομεύουν τα έσοδα του προϋπολογισμού, το έλλειμμα θα αυξηθεί από 0,5% σε 3,7% του ΑΕΠ. Αυτό είναι ένα σοβαρό πρόβλημα, δεδομένου ότι η Ρωσία, παρά το μικροσκοπικό δημόσιο χρέος της (μόλις 13% του ΑΕΠ), δεν μπορεί να δανειστεί από τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, λόγω των δυτικών κυρώσεων.
Η Ρωσία έχει ήδη δαπανήσει περισσότερο από το ήμισυ του συνολικού στρατιωτικού προϋπολογισμού της για το 2015. Η μακρά συζήτηση για τις αμυντικές δαπάνες ξεκίνησε το 2011, όταν ο τότε πρόεδρος Ντμίτρι Μεντβέντεφ πρότεινε την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών κατά 600 δισ. δολάρια, αυξάνοντας το ποσό από 3% σε άνω του 4% του ΑΕΠ, για διάστημα 10 ετών.
Οταν ο τότε υπουργός Οικονομικών Αλεξέϊ Κούντριν – ο οποίος θήτευσε επί πλεονασματικών προϋπολογισμών, και μείωσε σημαντικά το δημόσιο χρέος – υποστήριξε ότι η Ρωσία δεν θα μπορούσε να αντέξει οικονομικά μια τέτοια αύξηση, απολύθηκε. Το σχέδιο εγκρίθηκε αμέσως μετά.
Αλλά η απόλυση του Κούντριν δεν άλλαξε τα δεδομένα. Ο στόχος του Κρεμλίνου ήταν εξαιρετικά φιλόδοξος, τόσο για τα ρωσικά όσο και για τα παγκόσμια πρότυπα.
Εάν η Ρωσία δεν θα μπορούσε να αντέξει οικονομικά έναν αμυντικό προϋπολογισμό του 4% του ΑΕΠ στις καλές εποχές, δεν μπορεί ενδεχομένως να διαχειριστεί ένα τόσο υψηλό ποσοστό στρατιωτικών δαπανών τώρα, εν μέσω τόσο χαμηλών τιμών πετρελαίου, δυτικών κυρώσεων, και οικονομικής ύφεσης.



