ΤΟ ΒΗΜΑ – The Project Syndicate

Πριν από λίγες μέρες η Ρωσία πραγματοποίησε την μεγαλύτερη στρατιωτική παρέλαση από την σοβιετική εποχή. Κατά την παράδοση της εποχής εκείνης, η Κόκκινη Πλατεία ήταν γεμάτη με στρατιωτικό εξοπλισμό τελευταίας τεχνολογίας, συμπεριλαμβανομένων των νέων τεθωρακισμένων Τ-14 «Αρμάτα».
Και, επίσης, στην παράδοση της εποχής εκείνης, οι απλοί άνθρωποι έσπευσαν να αστειευθούν. «Η Αρμάτα έχει πραγματικά καταστροφική δύναμη. Ενα τάγμα μπορεί να καταστρέψει ολόκληρο τον ρωσικό προϋπολογισμό».

Το αστείο, αν και υπερβολή (κάθε τεθωρακισμένο κοστίζει περίπου 8 εκατομμύρια δολάρια), υπογράμμισε άλλη μια ιστορική συνήθεια της σοβιετικής ζωής: τις υπερβολικές στρατιωτικές δαπάνες. Δεν υπάρχει πλέον καμμία αμφιβολία ότι οι αμυντικές δαπάνες του Κρεμλίνου απειλούν τη δημοσιονομική κατάσταση της Ρωσίας, η οποία έχει ήδη υπονομευθεί από τις χαμηλές παγκόσμιες τιμές του πετρελαίου και από τις οικονομικές κυρώσεις της Δύσης.

Και αυτό το ξεφάντωμα των δαπανών δεν παρουσιάζει κανένα σημάδι επιβράδυνσης. Τους τελευταίους μήνες, η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών έχει σημειώσει μεγάλη πρόοδο, υπερβαίνοντας ήδη τα φιλόδοξα σχέδια του Κρεμλίνου.
Ο προϋπολογισμός του 2015, τον οποίο συνέταξε η Ρωσία το περασμένο καλοκαίρι, βασίστηκε στην παραδοχή ότι οι τιμές του πετρελαίου θα παραμείνουν στα 100 δολάρια το βαρέλι, με την ετήσια αύξηση του ΑΕΠ και τον πληθωρισμό σε περίπου 2% και 5%, αντίστοιχα.
Στη συνέχεια, οι τιμές του πετρελαίου έπεσαν κατακόρυφα, η οικονομία συρρικνώθηκε και ο πληθωρισμός έφτασε σε διψήφιο ποσοστό. Η κυβέρνηση της Ρωσίας άργησε να αποδεχθεί την πραγματικότητα, με τον πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν να υπογράφει τον αναθεωρημένο προϋπολογισμό μόλις τον περασμένο μήνα.

Τα καλά νέα είναι ότι ο νέος προϋπολογισμός είναι πολύ πιο ρεαλιστικός, καθώς μειώνει τις δαπάνες κατά περίπου 2% σε ονομαστικούς όρους. Δεδομένου ότι ο ετήσιος πληθωρισμός βρίσκεται τουλάχιστον στο 11%, το ποσό αυτό ανέρχεται σε μια πραγματική μείωση της τάξης του 8% στις προγραμματισμένες αμυντικές δαπάνες.

Παρ ‘όλα αυτά, καθώς η μείωση των τιμών του πετρελαίου και η οικονομική συρρίκνωση υπονομεύουν τα έσοδα του προϋπολογισμού, το έλλειμμα θα αυξηθεί από 0,5% σε 3,7% του ΑΕΠ. Αυτό είναι ένα σοβαρό πρόβλημα, δεδομένου ότι η Ρωσία, παρά το μικροσκοπικό δημόσιο χρέος της (μόλις 13% του ΑΕΠ), δεν μπορεί να δανειστεί από τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, λόγω των δυτικών κυρώσεων.

Η Ρωσία έχει ήδη δαπανήσει περισσότερο από το ήμισυ του συνολικού στρατιωτικού προϋπολογισμού της για το 2015. Η μακρά συζήτηση για τις αμυντικές δαπάνες ξεκίνησε το 2011, όταν ο τότε πρόεδρος Ντμίτρι Μεντβέντεφ πρότεινε την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών κατά 600 δισ. δολάρια, αυξάνοντας το ποσό από 3% σε άνω του 4% του ΑΕΠ, για διάστημα 10 ετών.

Οταν ο τότε υπουργός Οικονομικών Αλεξέϊ Κούντριν – ο οποίος θήτευσε επί πλεονασματικών προϋπολογισμών, και μείωσε σημαντικά το δημόσιο χρέος – υποστήριξε ότι η Ρωσία δεν θα μπορούσε να αντέξει οικονομικά μια τέτοια αύξηση, απολύθηκε. Το σχέδιο εγκρίθηκε αμέσως μετά.

Αλλά η απόλυση του Κούντριν δεν άλλαξε τα δεδομένα. Ο στόχος του Κρεμλίνου ήταν εξαιρετικά φιλόδοξος, τόσο για τα ρωσικά όσο και για τα παγκόσμια πρότυπα.

Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες δαπανούν σήμερα λιγότερο από το 2% του ΑΕΠ για την άμυνα. Η Κίνα ξοδεύει λίγο περισσότερο από 2% και οι ΗΠΑ περίπου 3,5%. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, μόνο εννέα χώρες στον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Σαουδικής Αραβίας, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, και του Ισραήλ, δαπανούν περισσότερο από το 4% του ΑΕΠ για τις ένοπλες δυνάμεις τους.
Η Ρωσία απλώς δεν μπορεί να αντέξει ένα τόσο μεγάλο ποσοστό του προϋπολογισμού της για αμυντικές δαπάνες. Επιπλέον, η αμυντική βιομηχανία της δεν έχει την ικανότητα παραγωγής σύγχρονου εξοπλισμού τόσο γρήγορα όσο προέβλεπε το σχέδιο.

Εάν η Ρωσία δεν θα μπορούσε να αντέξει οικονομικά έναν αμυντικό προϋπολογισμό του 4% του ΑΕΠ στις καλές εποχές, δεν μπορεί ενδεχομένως να διαχειριστεί ένα τόσο υψηλό ποσοστό στρατιωτικών δαπανών τώρα, εν μέσω τόσο χαμηλών τιμών πετρελαίου, δυτικών κυρώσεων, και οικονομικής ύφεσης.

* Ο Σεργκέϊ Γκουρίεφ είναι πρώην πρύτανης της Νέας Σχολής Οικονομικών στη Μόσχα και καθηγητής Οικονομικών στη Sciences Po στο Παρίσι.