«Δυστυχέστατα, η εκταμίευση έχει ξεκινήσει, το οποίο δεσμεύει, ξέρετε, το Ελληνικό Δημόσιο σε περίπτωση που καταγγείλει αυτή τη συμφωνία να επιστρέψει τα χρήματα στη Siemens, το οποίο θα ήταν εν μέσω της σημερινής οικονομικής συγκυρίας ιδιαίτερα περίεργο και προκλητικό».
Με αυτό το παράτολμο νομικό επιχείρημα ο υπουργός Οικονομικών κ. Γιάνης Βαρουφάκης έδωσε την Πέμπτη από τη Βουλή στίγμα παραίτησης από τις όποιες αξιώσεις του ελληνικού Δημοσίου από τη Siemens, η οποία έχει παραβιάσει την εξωδικαστική συμφωνία συμβιβασμού του 2012.
Πρόκειται για μία εντυπωσιακή στροφή του υπουργού Οικονομικών, ο οποίος προ μόλις δύο εβδομάδων εγγράφως ενημέρωνε την Εθνική Αντιπροσωπεία ότι η κυβέρνηση θα προχωρούσε σε επανεξέταση της συμφωνίας συμβιβασμού του 2012.
Την Πέμπτη 14 Μαΐου ο κ. Βαρουφάκης δήλωσε ότι πρόκειται για «μια συμφωνία συμβιβασμού που αποτελεί ντροπή για την Ελλάδα», καθώς «το τίμημα είναι εξευτελιστικό, δεν συνάδει με τα ήθη και τα έθιμα μιας ευρωπαϊκής χώρας» και «δίνει την αίσθηση της υποταγής στο δίκαιο του ισχυρού, στην ασυδοσία», ενώ σημείωσε ότι έχει δημιουργηθεί «μια Επιτροπή σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο, στο Μαξίμου συγκεκριμένα, για να εξεταστεί η υπόθεση και η πραγματική αποζημίωση του Δημοσίου».
Η κυβέρνηση δεν έχει παράσχει κάποια άλλη πληροφορία για τη σύσταση της εν λόγω επιτροπής, ενώ ο χρόνος κυλάει εναντίον του Δημοσίου, καθώς εκκρεμεί ακόμη η πραγματοποίηση μίας μεγάλης επένδυσης από τη Siemens, η οποία όμως κωλυσιεργεί συστηματικά προκειμένου να μην την υλοποιήσει.
Φεύγει από το προσκήνιο
Η σιωπηρή ανοχή στη στρατηγική της Siemens, η οποία διεθνώς αποσύρεται από διάφορες δραστηριότητες, απεδείχθη πρόσφατα από ένα γεγονός που δημιούργησε αίσθηση των αγορά των τηλεπικοινωνιών: το GSM-R της ΕΡΓΟΣΕ.
Το GSM-R είναι ένα από τα δύο υποσυστήματα του συστήματος ERTMS ή αλλιώς European Railways Traffic Management System (το δεύτερο είναι το ETCS ή European Train Control System), που δημιούργησε η Ευρωπαϊκή Ένωση προκειμένου να επιβάλει ένα ενιαίο σύστημα αυτομάτου ελέγχου και προστασίας των συρμών με διασυνοριακή λειτουργία και κοινά πρότυπα.
Πρόκειται για έργο το οποίο έχει περάσει στον συμψηφισμό των οφειλών του Δημοσίου προς τη Siemens και κουβαλά «άρωμα σκανδάλου», καθώς η Lahmeyer, η οποία συμμετείχε στην εκπόνηση των προδιαγραφών του συστήματος και των τευχών δημοπράτησης, έχει καταδικαστεί από τη γερμανική Δικαιοσύνη για μίζες στα σιδηροδρομικά έργα στην Ελλάδα. Αξίζει να σημειωθεί ότι έπειτα από δημόσια καταγγελία του πρώην επικεφαλής της ΕΡΓΟΣΕ κ. Κώστα Σπηλιόπουλου, έχει γίνει παρέμβαση και της ελληνικής Δικαιοσύνης για το ζήτημα.
Από Siemens, Nokia
Η σύμβαση του έργου, προϋπολογισμού 67 εκατ. ευρώ, υπεγράφη με τη Siemens το 2006 και εξελίχθηκε με πολλά προβλήματα, ενώ στο μεταξύ ξέσπασε και το ομώνυμο σκάνδαλο.
Τον Δεκέμβριο του 2013 η ΕΡΓΟΣΕ μετέθεσε την ημερομηνία περαίωσης του έργου για τις 31 Αυγούστου 2015 καθότι μεσολάβησαν καθυστερήσεις και εμπλοκές, απέρριψε οικονομικές αξιώσεις της Siemens στην εκτέλεση της σύμβασης και προώθησε λογαριασμούς του έργου προς συμψηφισμό στο πλαίσιο του εξωδικαστικού συμβιβασμού.
Συνολικά περισσότερα από 27 εκατ. ευρώ του έργου έχουν ενταχθεί στον συμβιβασμό, ενώ τον Μάρτιο του 2015 η ΕΡΓΟΣΕ εξέδωσε τον 16ο λογαριασμό της σύμβασης, ύψους 3,3 εκατ. ευρώ, προς εξόφληση της Siemens.
Προ ημερών όμως η Nokia Networks, η οποία διαδέχθηκε την κοινοπραξία Nokia Siemens Networks, ανακοίνωσε ότι ανέλαβε την αναβάθμιση του GSM-R για λογαριασμό των ελληνικών σιδηρόδρομων. Μάλιστα στην ανακοίνωση, η οποία κυκλοφόρησε από το εταιρικό κέντρο της εταιρείας στο εξωτερικό, φιλοξενούνται δηλώσεις τόσο των αντιπροσώπων της εταιρείας στην Ελλάδα όσο και αρμόδιων στελεχών της ΕΡΓΟΣΕ.
Και εκεί αρχίζουν τα παράδοξα. Η ΕΡΓΟΣΕ δεν είχε προχωρήσει σε νέο διαγωνισμό ούτε υπάρχει σχέδιο αναβάθμισης του συστήματος, καθότι θα χρειαστεί να προκηρυχθούν νέες δημοπρατήσεις αφού εκκρεμεί η εγκατάσταση συστήματος ραδιοκάλυψης στους συρμούς και η ολοκλήρωση του ERTMS. Έτσι, κανείς δεν μπορεί να διευκρινίσει τι ακριβώς θα αναβαθμίσει η Nokia.
Πληροφορίες από την αγορά αναφέρουν ότι η Siemens μεταβίβασε τη συγκεκριμένη σύμβαση με την ΕΡΓΟΣΕ στη Nokia Networks αντί τιμήματος 1,5 εκατ. ευρώ. Οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν ότι η Nokia Networks εισήλθε ως υπεργολάβος στο έργο και, ως φαίνεται, θα επεισέλθει στη θέση της Siemens στη διαχείριση της σύμβασης συνολικά. Η εταιρεία δεν κατέστη δυνατόν να σχολιάσει αυτή την πληροφορία.
Το Δημόσιο αδράνησε
Η ΕΡΓΟΣΕ, παρ’ όλο που έγινε κοινωνός αυτής της αλλαγής, δεν έδειξε να προβληματίζεται, ενώ το εποπτεύον υπουργείο Οικονομίας και Υποδομών αντιμετώπισε το ζήτημα με ανοχή, επιτρέποντας στη Siemens να αποχωρήσει από τη σύμβαση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ΟΤΕ, ο οποίος έχει προσφύγει δικαστικά κατά της Siemens, δεν έχει αποδεχθεί την εκχώρηση των δικών του συμβάσεων με τη Siemens στη Nokia, όπως αναφέρεται στον ετήσιο απολογισμό του. Αντίθετα, έχει ασκήσει αγωγές για τον ίδιο λόγο.
Στη γραμμή Χαρδούβελη ο κ. Βαρουφάκης
Το μεγάλο «αγκάθι» της υπόθεσης της Siemens, που συνιστά παραβίαση της σύμβασης από την εταιρεία, είναι η άρνησή της να υλοποιήσει μία μεγάλη επένδυση στην Ελλάδα, για την οποία δεσμεύτηκε με τη συμφωνία συμβιβασμού.
Η αρμόδια Επιτροπή Επενδύσεων της συμφωνίας απέρριψε τη μία και μοναδική πρόταση της εταιρείας που αφορούσε τη δημιουργία ενός «ΙΕΚ» βιομηχανικού λογισμικού, καθώς ήταν εκτός του πνεύματος της σύμβασης, ενώ το επενδυτικό της μέγεθος στηρίζεται σε ενδοεταιρική τιμολόγηση λογισμικού (άνω των 55 εκατ. ευρώ στην υποτιθέμενου ύψους 100 εκατ. ευρώ πρόταση).
Στο μεταξύ, όπως έχει αποκαλύψει «Το Βήμα της Κυριακής», λίγες εβδομάδες μετά την οριστική απόρριψη του επενδυτικού σχεδίου της Siemens για «ΙΕΚ» βιομηχανικού λογισμικού και μόλις δέκα ημέρες πριν από τις εθνικές εκλογές ο πρώην υπουργός Οικονομικών έστειλε αυτή την εκκρεμότητα στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους.
Σύμφωνα με το έγγραφοτου υπουργείου που εστάλη στο ΝΣΚ, εξετάζεται ο όρος της συμφωνίας που λέει ότι«ειδικότερα, αλλά όχι μόνο, η Siemens θα εξετάσει την πραγματοποίηση επενδύσεων διαφόρων τύπων και μορφών στην ΕΔ. Μια τέτοια επένδυση η οποία εξετάζεται περιλαμβάνει την κατασκευή ενός νέου εργοστασίου παραγωγής στην Ελλάδα για ένα έργο αξίας άνω των 60 εκατ. ευρώ που θα οδηγήσει στην απασχόληση άνω των 700 ατόμων».
Το υπουργείο Οικονομικών διερωτάται αν από τον συγκεκριμένο όρο απορρέει η υποχρέωση της εταιρείας για την πραγματοποίηση επενδύσεων διαφόρων τύπων και μορφών στην Ελλάδα, παρά το ότι επί δύο χρόνια η Επιτροπή Επενδύσεων που συστάθηκε σε εφαρμογή της συμφωνίας εξέταζε προτάσεις για επένδυση της εταιρείας στην Ελλάδα.
Και σε καταφατική περίπτωση, συνεχίζει το ερώτημα, αν πρέπει η επένδυση αυτή να είναι νέο εργοστάσιο παραγωγής και ειδικότερα ένα έργο αξίας άνω των 60 εκατ. ευρώ που θα οδηγήσει στην απασχόληση άνω των 700 ατόμων ή μπορεί να είναι«κάποιας άλλης μορφής επένδυση».
Καθότι, ωστόσο, μεσολάβησε κυβερνητική αλλαγή το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους ζήτησε διαβεβαίωση από τον νέο υπουργό Οικονομικών προκειμένου να συνεχίσει την επεξεργασία του ερωτήματος. Ωστόσο, τουλάχιστον μέχρι την πρώτη εβδομάδα του Μαΐου, ο κ. Βαρουφάκης δεν είχε ζητήσει ανάκληση του ερωτήματος του κ. Χαρδούβελη, κάτι που θα επιβεβαίωνε τη διαφοροποίηση έναντι του προκατόχου του.
Νομικοί κύκλοι πάντως εξηγούν ότι η δέσμευση που προβλέπεται στην εξωδικαστική συμφωνία συνιστά το μίνιμουμ που θα έπρεπε να κάνει η εταιρεία. Αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο ο κ. Βαρουφάκης όσο και ο υπουργός Οικονομίας κ. Γιώργος Σταθάκης έχουν λάβει ενημέρωση για το ζήτημα εγγράφως από την Επιτροπή Επενδύσεων.
Παράλληλα, έρευνα στην υπόθεση του εξωδικαστικού συμβιβασμού κάνει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στελέχη της οποίας σημειώνουν στο «Βήμα» ότι η διαδικασία είναι ακόμη σε εξέλιξη.